Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Γένεση (114)


ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

«Και είπεν ο Θεός εις τον Ιακώβ: Σηκωθείς ανάβηθι εις Βαιθήλ και κατοίκησον εκεί». Αυτά τα λόγια επιβεβαιώνουν την αρχή ότι όταν υπάρχει πνευματική πτώση ή απομάκρυνση, ο Κύριος καλεί την ψυχή να επιστρέψει σ’ Αυτόν.

Αποκ.β:5 Η ψυχή πρέπει να επιστρέψει στην υψηλή θέση που είχε, στο μέτρο του Θεού. Ο Κύριος δεν λέει: «Ενθυμού που είσαι», αλλά «Ενθυμού την υψηλή θέση απ’ την οποία εξέπεσες». Μόνο κατ’ αυτό τον τρόπο μαθαίνει κανείς πόσο έχει αποπλανηθεί, πόσο χαμηλά έχει πέσει και πώς μπορεί να επανέλθει εκεί απ’ όπου απομακρύνθηκε.


Γύρω απ’ την οικογένεια του Ιακώβ είχε συσσωρευτεί τόσο πολύ κακό, χωρίς αυτό να έχει κατακριθεί πριν ο Ιακώβ αφυπνιστεί απ’ την πρόσκληση: «Ανάβηθι εις Βαιθήλ»! Ο Ιακώβ δεν μπορούσε ν’ ανακαλύψει όλο αυτό το κακό και να διακρίνει τον πραγματικό του χαρακτήρα στη Συχέμ που η ατμόσφαιρά της ήταν ποτισμένη με ακαθαρσίες. Απ’ τη στιγμή όμως που ο Θεός τον καλεί να πάει στη Βαιθήλ, «ο Ιακώβ είπε προς τον οίκον αυτού και προς πάντας τους μεθ’ εαυτού: εκβάλετε τους θεούς τους ξένους.....» (εδ.2-3). Και μόνο η ενθύμηση του οίκου του Θεού κάνει τη χορδή της ψυχής του πατριάρχη να πάλει και φέρνει μπροστά του σαν κινηματογραφική ταινία την ιστορία του των τελευταίων είκοσι χρονών που ήταν γεμάτη από διάφορες καταστάσεις. Στη Βαιθήλ κι όχι στη Συχέμ έμαθε τί ήταν ο Θεός. Γι’ αυτό πρέπει να επιστρέψει εκεί και να στήσει ένα θυσιαστήριο που θα στηρίζεται σε μια τελείως διαφορετική αρχή απ’ εκείνη του θυσιαστηρίου της Συχέμ. Αυτό το τελευταίο ήταν συνδεμένο με κάθε είδους ακαθαρσίες και ειδωλολατρίες.

Ο Ιακώβ μπορούσε να μιλάει για «το Θεό, το Θεό του Ισραήλ»(λγ:20), ενώ ήταν περιτριγυρισμένος από τόσα πράγματα ασυμβίβαστα με την αγιότητα του οίκου του Θεού. Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο που να μας κρατάει αποχωρισμένους απ’ το κακό, παρά μόνο η συναίσθηση του τί είναι «ο οίκος του Θεού» και τί αρμόζει σ’ αυτό τον οίκο!

Πολλοί δεν δυσκολεύονται να λατρεύουν το Θεό μέσα σ’ ένα μολυσμένο περιβάλλον, αρκεί λέει να είναι οι ίδιοι ειλικρινείς και ευθείς με την καρδιά τους. Με άλλα λόγια, νομίζουν ότι μπορούν να λατρεύουν στη Συχέμ, και πιστεύουν ότι ένα θυσιαστήριο που φέρει τ’ όνομα «Θεός, ο Θεός του Ισραήλ», είναι το ίδιο κατάλληλο και σύμφωνο με το θέλημα του «Θεού της Βαιθήλ». Αυτό όμως είναι πλάνη, γιατί ο καθένας μπορεί να διακρίνει τη διαφορά της πνευματικής κατάστασης του Ιακώβ στη Συχέμ και στη Βαιθήλ. Η ίδια διαφορά υπάρχει και μεταξύ των δύο θυσιαστηρίων. Η ιδέα μας για τη λατρεία αναγκαστικά επηρεάζεται απ’ την πνευματική μας κατάσταση. Θα είναι φτωχή και χαμηλή ή πνευματική και υψηλή, ανάλογα με τον τρόπο που έχουμε μάθει να καταλαβαίνουμε το χαρακτήρα του Θεού και τη σχέση στην οποία βρισκόμαστε μαζί Του.

Το όνομα του θυσιαστηρίου μας και ο χαρακτήρας της λατρείας μας εκφράζουν το ίδιο πράγμα. Η λατρεία προς το Θεό της Βαιθήλ είναι υψηλότερη απ τη λατρεία προς το Θεό του Ισραήλ, γιατί η πρώτη είναι συνδεδεμένη με μια ιδέα περί του Θεού υψηλότερη απ’ τη δεύτερη, όπου ο Θεός αντί να είναι γνωστός σαν ο Θεός του οίκου Του, δεν φαίνεται παρά σαν ο Θεός ενός μόνο ατόμου (Ισραήλ).

Η πρόσκληση του Ιακώβ να επιστρέψει στη Βαιθήλ, περικλείει ακόμα κάτι: Ο Κύριος του είπε: «Σηκωθείς ανάβηθι εις Βαιθήλ και κατοίκησον εκεί και κάμε εκεί θυσιαστήριον εις τον Θεόν όστις εφάνη εις σε ότε έφευγες από προσώπου Ησαύ του αδελφού σου» (εδ.1). Του υπενθυμίζει τις μέρες της θλίψης του. Πολλές φορές είναι χρήσιμο να θυμόμαστε τον καιρό που ήμασταν τελείως ανίσχυροι. Έτσι, ο Σαμουήλ υπενθυμίζει στο Σαούλ τον καιρό που ήταν «μικρός έμπροσθεν των οφθαλμών του» (Α’ Σαμ.ιε:17). Ο καθένας μας έχει αυτή την ανάγκη, να θυμόμαστε τον καιρό που ήμασταν μικροί έμπροσθεν των οφθαλμών μας. Τότε, η καρδιά στηρίζεται πραγματικά στον Κύριο. Αργότερα, νομίζουμε ότι κι εμείς έχουμε κάποια αξία, και τότε ο Κύριος πρέπει να μας κάνει ξανά να αισθανθούμε τη μηδαμινότητά μας. Τον πρώτο καιρό της διακονίας μας ή της μαρτυρίας μας για το όνομα του Ιησού, πόσο αδύνατοι και ανίκανοι αισθανόμαστε, και κατά συνέπεια πόσο είχαμε την ανάγκη να στηριζόμαστε στον Κύριο! Πόσο θερμές προσευχές κάναμε τότε για να πάρουμε δύναμη και βοήθεια! Αργότερα, αφού περάσει αρκετός καιρός στο έργο του Θεού, έχουμε μια καλλίτερη ιδέα για τον εαυτό μας, νομίζουμε ότι μπορούμε να βαδίζουμε μόνοι μας, ή τουλάχιστον δεν έχουμε το ίδιο αίσθημα της αδυναμίας και δεν μένουμε εξαρτημένοι απ’ το Θεό όπως πριν. Τότε η διακονία μας γίνεται φτωχή, ελαφριά, πολύλογη, και καμιά φορά στερείται του χρίσματος και της δύναμης του Αγίου Πνεύματος. Δεν πηγάζει πια απ’ την αστείρευτη πηγή του ουρανού, αλλά απ’ τις δικές μας φτωχές σκέψεις.

Στα εδάφια 9-15 ο Θεός ανανεώνει την υπόσχεση προς τον Ιακώβ και επιβεβαιώνει ξανά το καινούριο όνομα που του έδωσε, ενώ ο Ιακώβ ονομάζει ακόμα μια φορά αυτό τον τόπο Βαιθήλ.

Το εδάφιο 18 μας δείχνει τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην κρίση της ανθρώπινης φύσης και της πίστης. Η ανθρώπινη φύση ονομάζει το παιδί «υιόν οδύνης» και η πίστη «υιόν δεξιάς». Η γέννα του Βενιαμίν συμβολίζει το θάνατο της ορατής εκκλησίας τη στιγμή που γεννά τον Υιό Άρσεν (Αποκ.ιβ). Για την ορατή εκκλησία ο Υιός Άρσεν είναι υιός οδύνης, αλλά για το Θεό είναι υιός δεξιάς.