Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Γένεση (112)


ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Για 20 ολόκληρα χρόνια, ο Ιακώβ περιέθαλψε μια ένοχη συνείδηση  και τον είχε καταλάβει φόβος και τρόμος να μην συναντήσει τον αδελφό του. Θα δούμε όμως πόσο αβάσιμοι ήταν όλοι οι φόβοι του Ιακώβ και πόσο ανώφελα τα σχέδιά του. Παρά την πάλη, αν κι ο Θεός μετατόπισε την άρθρωση του μηρού του και τον έκανε χωλό, αυτός εξακολουθεί να καταστρώνει σχέδια (λγ:1,2).

Ο Ιακώβ δεν σταμάτησε να φοβάται την εκδίκηση του Ησαύ κι εκθέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο αυτούς για τους οποίους ενδιαφέρεται λιγότερο. Πόσο παράξενα είναι τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς!  Πόσο αργή είναι στο να εμπιστεύεται το Θεό! Όλοι ξέρουμε πόσο δυσκολεύεται η καρδιά να στηρίζεται με απλότητα κι εμπιστοσύνη στο Θεό που είναι πάντοτε παρών, Παντοδύναμος και Πολυέλαιος.


Ο Θεός μας φανερώνει εδώ πόσο μάταιη είναι όλη αυτή η ανησυχία της καρδιάς (λγ:4). Το δώρο του Ιακώβ δεν ήταν απαραίτητο και τα σχέδιά του δεν βοήθησαν σε τίποτα. Ο Θεός μαλάκωσε την καρδιά του Ησαύ, όπως είχε μαλακώσει και την καρδιά του Λάβαν. Ο Θεός θέλει μ’ αυτό τον τρόπο να μας κάνει να καταλάβουμε τη δειλία και την απιστία των φτωχών μας καρδιών και να διαλύσει όλους τους φόβους μας. Το να γνωρίζει κανείς πραγματικά το Θεό, να είναι πραγματικά προσκολλημένος σ’ Αυτόν, είναι ζωή και ειρήνη (Ιωαν.ιζ:3). Όσο καλλίτερα γνωρίζουμε τον Θεό, τόσο πιο σταθερή θα είναι η ειρήνη μας και τόσο περισσότερο θα υψωνόμαστε πάνω από κάθε εξάρτηση απ’ τον εαυτό μας. Ο Θεός είναι βράχος και δεν έχουμε παρά να στηριχτούμε σ’ Αυτόν για να μάθουμε αν είναι διατεθειμένος να μας υποστηρίξει κι αν μπορεί να το κάνει.

Ο Ησαύ προσφέρθηκε να συνοδέψει τον Ιακώβ στο ταξίδι της επιστροφής (λγ:12,15) αλλά αυτός φανερώνει και πάλι την παλιά του φύση της καχυποψίας και δυσπιστίας. Ζήτησε πολλές φορές συγνώμη και είπε στον Ησαύ να ξεκινήσει κι ότι θα τον ακολουθούσε. Ενώ υποσχόταν στον αδελφό του ότι θα τον ακολουθήσει, σχεδίαζε άλλα πράγματα. Έτσι, μόλις απομακρύνθηκε ο Ησαύ, ο Ιακώβ ξεκίνησε για την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Αντί να πάει νοτιοανατολικά, πήγε βορειοδυτικά. Αυτό μας δείχνει ότι ο Ιακώβ χρειαζόταν ακόμα μια εμπειρία με το Θεό.

Μετά κι απ’ αυτή τη φανέρωση της αγαθότητας του Θεού, βλέπουμε τον Ιακώβ να εγκαθίσταται στη Σοκχώθ και αντίθετα με τις αρχές και το πνεύμα της ζωής ενός αποδημητή, να χτίζει εκεί σπίτι, σαν να ήταν μόνιμος κάτοικος του τόπου.

Είναι φανερό ότι η Σοκχώθ δεν ήταν ο τόπος που τον προόριζε ο Θεός. Ο Κύριος δεν του είχε πει: Εγώ είμαι ο Θεός της Σοκχώθ, αλλά «Εγώ είμαι ο Θεός της Βαιθήλ». Δυστυχώς όμως οι καρδιές μας είναι πάντοτε έτοιμες ν’ αρκεστούν σε μια θέση ή μερίδα κατώτερη απ’ αυτή που ο Θεός μέσα στη χάρη Του θέλει να μας δώσει.

Έπειτα ο Ιακώβ προχωράει μέχρι τη Συχέμ κι εκεί αγοράζει «μερίδα αγρού» μένοντας πάντοτε έξω απ’ τα όρια που ο Θεός του είχε προσδιορίσει. Εδώ που μένει τώρα, είναι πολύ κοντά στους Χαναανίτες. Ακολούθησε το παράδειγμα του Λωτ που για υλικά οφέλη, έστησε τις σκηνές του μπροστά στα Σόδομα με αποτέλεσμα να έχει προβλήματα αυτός και η οικογένειά του.

Αργότερα, στο κεφάλαιο λε, θα δούμε τον Ιακώβ να αποκτά μια μεγαλύτερη κι ενδοξότερη ιδέα για το Θεό, αλλά στη Συχέμ, βρίσκεται προφανώς σε χαμηλή ηθική κατάσταση. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης υποφέρει, όπως συμβαίνει πάντα όταν δεν ξέρουμε να παίρνουμε τη θέση που μας έδωσε ο Θεός.