Το
αντικείμενο της εν Χριστώ πίστης.
Ο Θεός στηρίζει τις υποσχέσεις Του σε ένα μοναδικό και
συγκεκριμένο αντικείμενο πίστης που είναι το πρόσωπο και το έργο του Κυρίου
Ιησού Χριστού.
Α’
Κορ.β:2 Διότι απεφάσισα να μη εξεύρω μεταξύ σας άλλο τι ειμή Ιησούν Χριστόν,
και τούτον εσταυρωμένον.
Να ποιες σώζουσες αλήθειες μας προσφέρει το κήρυγμα του
σταυρού για να πιστέψουμε.
Ο Θεός δεν αναγνωρίζει στον φυσικό, στον έξω του θείου
σχεδίου, άνθρωπο την ελάχιστη ηθική δυνατότητα να κάνει «το αγαθόν» - όπως η
θεία Δικαιοσύνη το εννοεί και αναγνωρίζει -. Το Ευαγγέλιο μας εξηγεί πως η
ηθική αυτή αδυναμία και χρεωκοπία μας, οφείλεται τόσο στην αμαρτωλή φύση μας,
όσο και στην αμαρτωλή ζωή και δράση μας. Αυτός είναι ηθικός κανόνας δίχως καμία
εξαίρεση «επειδή πάντες ήμαρτον», «πάντες έξέκλιναν, ουκ εστίν ο ποιών
χρηστότητα». Κι' επειδή «το σαπρόν δένδρον ποιεί κακούς καρπούς» ο Θεός βλέπει ολόκληρη την εσωτερική και
εξωτερική ηθική δράση μας σαν διεφθαρμένη, είτε η δράση μας αυτή στρέφεται προς
τον Θεό, είτε προς τον πλησίον μας.
Στον ηθικό αυτό ξεπεσμό που βρισκόμαστε, είμαστε εντελώς
αβοήθητοι για να εκπληρώσομε μόνοι μας, χωρίς υπερφυσική βοήθεια, τις
απαιτήσεις του θείου Νόμου, τα δε συναισθήματα ένοχης και φόβου που κυριεύουν
την καρδιά μας, στη σχέση μας με τον Θεό, δεν είναι παρά η απόδειξη αυτής της
ηθικής μας αδυναμίας.
Φανερό λοιπόν ότι ο Θεός δεν δέχεται κανένα ηθικό έργο μας
παρά μόνο εφόσον πρώτα σβηστεί η ενοχή μας απέναντί Του και επέλθει η
συμφιλίωση μας με Αυτόν.
Κι' αυτή ακριβώς είναι η πρώτη ευλογητή χάρις που πήγασε από
τον σταυρό: Η συγχώρηση των αμαρτιών μας και η βάσει της συγχώρησης, συμφιλίωσή
μας, σαν αμαρτωλών, με τον Θεό.
Κολ.β:14 εξαλείψας το καθ'
ημών χειρόγραφον, συνιστάμενον εις διατάγματα, το οποίον ήτο εναντίον εις ημάς,
και αφήρεσεν αυτό εκ του μέσου, προσηλώσας αυτό επί του σταυρού·
Η απαλλαγή μας από την ενοχή της αμαρτίας επέφερε τη
συμφιλίωση και την πλήρη τακτοποίηση των σχέσεων μας με τον Θεό. «ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ θεῷ», όχι
διά μέσου των ατομικών αποτυχημένων έργων μας, αλλά «διά του θανάτου του υίού
αυτού» , ο οποίος πέθανε «διά την πάρεσιν των προγενομένων αμαρτημάτων».
Η συγχώρηση των αμαρτιών είναι η νέα τάξη πραγμάτων που
εγκαινίασε ο σταυρός του Χριστού, στη σχέση μεταξύ του αμαρτωλού και του Θεού,
είναι η συγχώρηση των αμαρτιών μία απ’ ουρανού χάρη στην οποία πρέπει ο
αμαρτωλός να λάβει διά της πίστεως, δηλαδή διά της ταπεινής αποδοχής της θείας
διακηρύξεως του Ευαγγελίου ότι «ὃν δὲ ὁ θεὸς ἤγειρεν, οὐκ εἶδεν διαφθοράν. γνωστὸν
οὖν ἔστω ὑμῖν, ἄνδρες ἀδελφοί, ὅτι διὰ τούτου ὑμῖν ἄφεσις ἁμαρτιῶν
καταγγέλλεται, καὶ ἀπὸ πάντων ὧν οὐκ ἠδυνήθητε ἐν νόμῳ Μωϋσέως δικαιωθῆναι, ἐν τούτῳ πᾶς ὁ πιστεύων δικαιοῦται» Πράξ.ιγ:37-39.
Η διά της πίστεως δικαίωση είναι η δεύτερη ευλογητή χάρις
που πηγάζει από τον Σταυρό του Χριστού. Η διακήρυξη του Ευαγγελίου «πάς ο
πιστεύων δικαιούται» είναι το βέβαιο θεμέλιο πάνω στο οποίο ο συγχωρημένος διά
της πίστεως άνθρωπος καλείται να οικοδομήσει τη μετέπειτα πνευματική ζωή του. Ο
αμαρτωλός, εξαιτίας της πίστης του και του αντικειμένου της, που είναι ο
δικαιών Χριστός, αθωώνεται από την ένοχή και την αμαρτία του παρελθόντος. Τώρα
στέκεται πλέον ενώπιον του Θεού σαν «δίκαιος, δηλαδή έχει τοποθετηθεί υπό του Θεού
σε σχέση απολύτως αρμονική απέναντί Του σαν να μην είχε αμαρτήσει ποτέ, αλλά
είχε τηρήσει απταίστως και ανελλιπώς ολόκληρο το θείο Νόμο, όπως ο Χριστός».
Με αυτή τη μορφή της δικαιοσύνης «την διά πίστεως Χριστού,
την εκ Θεού δικαιοσύνην» ζητούσε και ο απόστολος Παύλος να παρουσιασθεί ενώπιον
του δίκαιου κριτή, και όχι με «την δικαιοσύνην την εκ του νόμου», όχι δηλαδή με
τη μορφή της δικαιοσύνης που στηρίζεται στις ατομικές προσπάθειες, επειδή μία
τέτοια δικαιοσύνη οδηγεί στην αποτυχία και στην «κατάρα».
Ο Θεός δεν αναγνωρίζει στον φυσικό, στον έξω του θείου
σχεδίου, άνθρωπο την ελάχιστη ηθική δυνατότητα να κάνει «το αγαθόν» - όπως η
θεία Δικαιοσύνη το εννοεί και αναγνωρίζει -. Το Ευαγγέλιο μας εξηγεί πως η
ηθική αυτή αδυναμία και χρεωκοπία μας, οφείλεται τόσο στην αμαρτωλή φύση μας,
όσο και στην αμαρτωλή ζωή και δράση μας. Αυτός είναι ηθικός κανόνας δίχως καμία
εξαίρεση «επειδή πάντες ήμαρτον», «πάντες έξέκλιναν, ουκ εστίν ο ποιών
χρηστότητα». Κι' επειδή «το σαπρόν δένδρον ποιεί κακούς καρπούς» ο Θεός βλέπει ολόκληρη την εσωτερική και
εξωτερική ηθική δράση μας σαν διεφθαρμένη, είτε η δράση μας αυτή στρέφεται προς
τον Θεό, είτε προς τον πλησίον μας.
Η συγχώρηση των αμαρτιών είναι η νέα τάξη πραγμάτων που
εγκαινίασε ο σταυρός του Χριστού, στη σχέση μεταξύ του αμαρτωλού και του Θεού,
είναι η συγχώρηση των αμαρτιών μία απ’ ουρανού χάρη στην οποία πρέπει ο
αμαρτωλός να λάβει διά της πίστεως, δηλαδή διά της ταπεινής αποδοχής της θείας
διακηρύξεως του Ευαγγελίου ότι «ὃν δὲ ὁ θεὸς ἤγειρεν, οὐκ εἶδεν διαφθοράν. γνωστὸν
οὖν ἔστω ὑμῖν, ἄνδρες ἀδελφοί, ὅτι διὰ τούτου ὑμῖν ἄφεσις ἁμαρτιῶν
καταγγέλλεται, καὶ ἀπὸ πάντων ὧν οὐκ ἠδυνήθητε ἐν νόμῳ Μωϋσέως δικαιωθῆναι, ἐν τούτῳ πᾶς ὁ πιστεύων δικαιοῦται» Πράξ.ιγ:37-39.