Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ - Β' Σαμουήλ



Α. ΘΕΜΑ
Η βασιλεία του Δαβίδ είναι το θέμα με το οποίο ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά το βιβλίο. Έτσι γνωρίζουμε από κοντά αυτό τον άνθρωπο που ήταν «κατά την καρδία του Θεού». Τον παρακολουθούμε στο θρόνο και μέσα στο σπίτι του. Παρατηρούμε από κοντά τις θλίψεις που πέρασε καθώς και τους θριάμβους του. Ακούμε τις προσευχές και τους ύμνους του, την δίκαιη οργή του και τα λόγια της καλοσύνης, της τρυφερότητας και της ευγένειας που βγήκαν απ’ το στόμα του. Γινόμαστε μάρτυρες των αμαρτιών και της μετάνοιας του. Βλέπουμε έναν άνθρωπο που άσχετα από μερικές σκοτεινές σκιές στη ζωή του, πραγματικά έβαζε το Θεό στην πρώτη θέση κι ο Κύριος ήταν πάνω απ’ όλα μία ένδοξη πραγματικότητα. Ο Δαβίδ ήταν ένας άνθρωπος που είχε βαθιά συναίσθηση της δικής του αδυναμίας, των αποτυχιών και των αμαρτιών του αλλά ο οποίος ήξερε πραγματικά το Θεό και Τον εμπιστευόταν μ’ όλη του την καρδιά.

Β. ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Συγγραφέας του Β΄ Σαμουήλ θεωρείται ο Νάθαν ή ο Γάδ (Α΄Χρον.κθ:29). Στην Εβραϊκή Γραφή τα βιβλία Α΄ και Β΄ Σαμουήλ είναι ένα βιβλίο. Χωρίστηκαν σε δύο από τους 70κοντα (Ο’) Έλληνες μεταφραστές στην Αλεξάνδρεια γύρω στο 285 π.Χ.

Γ. ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Το βιβλίο του Β΄ Σαμουήλ περιλαμβάνει μια περίοδο 37 ετών από το θάνατο του Σαούλ μέχρι την αγορά της θέσης για το ναό.

Δ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
            1. Η άνοδος του Δαβίδ (κεφ. α΄-ι΄)
Παρ’ όλο που ο Σαούλ ήταν εχθρός του Δαβίδ και τον κυνηγούσε για να τον σκοτώσει, ο Δαβίδ θρήνησε το θάνατο του πεθερού του. Τα γεγονότα που περιγράφονται στο κεφάλαιο α΄ φανερώνουν το χαρακτήρα του Δαβίδ για τις ικανότητες που είχε σαν ηγέτης. Δεν θριαμβολόγησε πάνω απ’ το νεκρό βασιλιά, αλλά φανέρωσε ένα συγχωρητικό και μακρόθυμο πνεύμα.
Μετά το θάνατο του Σαούλ, ο Θεός οδήγησε το Δαβίδ ν’ ανέβει στη Χεβρών. Εκεί ο Δαβίδ έγινε βασιλιάς πάνω στον Ιούδα. Μη αναγνωρίζοντας τον Δαβίδ, ο Αβενήρ ανακήρυξε τον Ις-βοσθέ, το γιο του Σαούλ, βασιλιά πάνω στον Ισραήλ (β:8). Η διαμάχη ανάμεσα στους δύο βασιλιάδες οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια αυτού του αγώνα ο Ις-βοσθέ σκοτώθηκε παρ’ όλο που ο Δαβίδ δεν το ήθελε. Μετά ο Δαβίδ στέφθηκε βασιλιάς σ’ όλο τον Ισραήλ (ε:1-5). Μια από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να αιχμαλωτίσει την πόλη του Ιεβούς και να την μετονομάσει σε Ιερουσαλήμ.
Έχοντας καθιερώσει την πρωτεύουσά του, ο Δαβίδ έστρεψε την προσοχή του στη λατρεία του Θεού. Αποφάσισε ότι η Ιερουσαλήμ θα ήταν το μέρος όπου θα λατρευόταν ο Θεός και θέλησε να φέρει την Κιβωτό της Διαθήκης στην πόλη του Δαβίδ. Έχοντας μείνει στο σπίτι του Αβιναδάβ για 20 χρόνια, η Κιβωτός τοποθετήθηκε πάνω σε μια καινούρια άμαξα που ο βασιλιάς διέταξε να κατασκευαστεί και άρχισε το ταξίδι της επιστροφής στην Ιερουσαλήμ. Καθώς τα βόδια τραβούσαν αυτή την άμαξα η Κιβωτός άρχισε να γλιστράει. Ο Ουζά προσπάθησε να την σταθεροποιήσει κι έπεσε νεκρός (Αριθμ.δ:15). Τα κίνητρα του Δαβίδ ήταν σωστά, αλλά η μέθοδός του ήταν λάθος. Ο Θεός είχε διατάξει ότι οι Λευίτες ήταν υπεύθυνοι να μεταφέρουν την Κιβωτό πάνω σε κοντάρια. Ο Ουζά δέχτηκε τις συνέπειες της αμαρτίας του αλλά το λάθος στην πραγματικότητα ήταν του Δαβίδ.
Γεμάτος φόβο ο Δαβίδ έβαλε την Κιβωτό στο σπίτι του Ωβήδ-εδώμ. Έμεινε εκεί για τρεις μήνες κατά την διάρκεια των οποίων ο Θεός ευλόγησε πλούσια τον Ωβήδ-εδώμ. Όταν ο Δαβίδ επέστρεψε για την κιβωτό πήρε μαζί του τους Λευίτες κι έπραξε όπως ο Θεός ήθελε. Η είσοδος της Κιβωτού στην Ιερουσαλήμ ήταν μια στιγμή χαράς για τον Δαβίδ που εξέφρασε αυτή την αγαλλίασή του χορεύοντας μπροστά στον Κύριο με όλη του τη δύναμη (ς:14). Ωστόσο αυτή του η πράξη έφερε σε αμηχανία τη γυναίκα του Μιχάλ που τον εξουθένωσε και γι’ αυτό έμεινε στείρα.
Ο Δαβίδ ήταν ο άνθρωπος «κατά την καρδία του Θεού». Εμπιστεύτηκε στον προφήτη Νάθαν την επιθυμία του να χτίσει έναν οίκο για το όνομα του Θεού. Παρ’ όλο που η επιθυμία του αυτή ήταν καλή ο Θεός δεν επιδοκίμασε αυτό το σχέδιο γιατί ο Δαβίδ ήταν άνθρωπος πολέμου και είχε χύσει αίμα. Αντίθετα ο Θεός θα επέτρεπε στο γιο του Δαβίδ να χτίσει οίκο γι’ Αυτόν. Ο Δαβίδ με ταπεινότητα δέχτηκε το θέλημα του Θεού και ξεκίνησε να ετοιμάζει τα υλικά που θα χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή του Ναού.
Τότε ήταν που ο Θεός έδωσε στο Δαβίδ μια υπόσχεση που είναι γνωστή σαν η διαθήκη του Δαβίδ (ζ:12-16). Ο Θεός υποσχέθηκε ότι δεν θα υπήρχε τέλος στη βασιλεία του Δαβίδ. Αυτό ήταν ένας τύπος της βασιλείας του Χριστού, «του σπέρματος του Δαβίδ» κατά σάρκα. Αν ο Δαβίδ ή οι απόγονοί του αμάρταναν θα τιμωρούνταν αλλά η διαθήκη θα συνέχιζε να ισχύει. Πραγματικά ήρθε η κρίση του Θεού: πρώτα με τη διαίρεση του βασιλείου και τελικά με την αιχμαλωσία (Β΄Βασ.κε:1-7). Ο μόνος βασιλιάς από τον Δαβίδ ο οποίος στέφθηκε από τότε και μετά ήταν ο Ιησούς Χριστός κι Αυτός φόρεσε ένα αγκάθινο στεφάνι.
Ο Δαβίδ ήταν ένας γενναίος βασιλιάς και υπέταξε τους εχθρούς του. Πολλές από τις νίκες του καταγράφονται στα κεφ. η΄-ι΄.

            2. Η πτώση του Δαβίδ (κεφ. ια΄-κ΄)
«Καθ’ όν καιρόν εκστρατεύουσιν οι βασιλείς» (ια:1), ο Δαβίδ έμεινε στην πολυτέλεια του παλατιού του. Καθώς ανέβηκε πάνω στη στέγη του σπιτιού του, είδε τη Βήθ-σαβεέ, τη γυναίκα του Ουρία και την επιθύμησε, παρόλο που είχε αρκετές άλλες γυναίκες. Ο Δαβίδ μοίχευσε με την Βήθ-σαβεέ κι αυτή έμεινε έγκυος. Μετά πρόσθεσε στην αμαρτία του με το να στείλει τον Ουρία στην πρώτη γραμμή της μάχης όπου σκοτώθηκε. Παρ’ όλο που ο Δαβίδ παντρεύτηκε τη Βηθ-σαβεέ μετά το θάνατο του Ουρία η ενοχή του παρέμενε. Ο Νάθαν ο προφήτης ήρθε και του είπε μια παραβολή η οποία τον έκανε ν’ αναγνωρίσει ότι είχε αμαρτήσει. Ο Δαβίδ μετανόησε πικρά (Ψαλμ.να΄) κι ο Θεός τον συγχώρεσε. Ωστόσο η κρίση του Θεού ήρθε και το μωρό πέθανε.
Ο νόμος της σποράς και του θερισμού φανερώνει ότι ο άνθρωπος ό,τι σπείρει αυτό και θερίζει. Ο Δαβίδ έσπειρε το σπόρο της αμαρτίας ο οποίος βλάστησε κι έφερε καρπό μέσα στην ίδια του την οικογένεια: Μεγάλη ανηθικότητα (ιγ:1-18), δολοφονία (ιγ:21-29), απαλλοτρίωση (ιγ:37-39) και ανταρσία (ιε΄-ιη΄).

            3. Τα τελευταία χρόνια του Δαβίδ (κεφ. κα΄-κδ΄)
Η πείνα χτύπησε το βασίλειο του Δαβίδ. Όταν ρώτησε το Θεό γιατί συνέβαιναν αυτά, του είπε ότι ήταν επειδή ο Σαούλ είχε σφάξει τους Γαβαωνίτες. Αφού είχαν κάνει λάθος (Ιησ. Ναυή θ΄15), οι Γαβαωνίτες ρωτήθηκαν τί αποκατάσταση ζητούσαν και απαίτησαν το θάνατο των εφτά γιων του Σαούλ σαν εξιλέωση για την αμαρτία του.
Το κεφ. κβ΄ αναφέρεται στην περίοδο της ευλογίας του Δαβίδ και στην ευγνώμονα αναγνώριση από τη μεριά του, της χάρης και της πιστότητάς του Γιάχβε.
Η δεύτερη μεγάλη αμαρτία του Δαβίδ, η αρίθμηση του λαού, αναφέρεται στο κεφ. κδ΄. Αυτό ήταν αντίθετο με το θέλημα του Θεού γιατί ήταν απ’ το διάβολο (Α’ Χρον.κα:1-6). Συμβούλεψαν το Δαβίδ να μην την κάνει ωστόσο δεν άκουσε. Όταν του έφεραν το αποτέλεσμα, η καρδιά του λυπήθηκε από την ενοχή και ομολόγησε την αφροσύνη του. Ο Θεός του πρόσφερε τη δυνατότητα να επιλέξει την τιμωρία που προτιμούσε αλλά ο Δαβίδ άφησε αυτή την απόφαση στο Θεό. Ακόμα και τώρα που είχε ανακοινωθεί η τιμωρία, ο Θεός και πάλι έδειξε έλεος. Ο Δαβίδ λυπημένος γιατί αισθανόταν ένοχος που αθώοι άνθρωποι χάνονταν εξαιτίας της αμαρτίας του, αγόρασε το αλώνι του Ορνά και μετανοώντας έχτισε θυσιαστήριο στο Θεό.