Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Σάββατο 16 Αυγούστου 2025

Χριστολογία του λόγου

 


· ΠΛΩΤΙΝΟΣ (Διακεκριμένος Νεοπλατωνικός φιλόσοφος, τόμ. 6ος σελ.939-944)

Ο Πλωτίνος ήταν ο πρώτος που συστηματοποίησε γραπτά τις Νεοπλατωνικές θεωρίες. Γεννήθηκε στη Λυκόπολη της Άνω Αιγύπτου το 205 μ.Χ.....Παρακολούθησε τη διδασκαλία του Αμμωνίου Σακκά για 11 χρόνια. 

Όταν θέλησε να επισκεφτεί τους Βραχμάνους της Ινδίας και τους μάγους της Περσίας για να μάθει τη φιλοσοφία τους, προσκολλήθηκε στην αποτυχημένη εκστρατεία του Αυτοκράτορα Γορδιανού (238-244 μ.Χ.) εναντίον των Περσών.....

Ο ασκητισμός του και η περιφρόνηση του σώματος φανερώνουν πόσο είχε επηρεαστεί από τις Ανατολικές ιδέες.....

Ο ίδιος έλεγε: Το αξίωμα της φιλοσοφίας πρέπει να είναι το να κερδίσει κανείς τη γνώση του ΕΝΑ....την ουσία και την πρώτη αξία όλων των πραγμάτων, όχι δια μέσου σκέψεων ή διαλογισμών, αλλά ενστικτωδώς. Αυτός ο ΕΝΑΣ ονομαζόταν ποικιλοτρόπως απ’ τον Πλωτίνο, το ΟΝ, το ΕΝ, το ΑΓΑΘΟΝ. Τα τρία στοιχεία της οντότητας είναι: η ΕΝΟΤΗΣ ή το ΕΝ και αναφέρεται στο αρχέγονο καθαρό φως που είναι εξαπλωμένο στο διάστημα, η ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ή ο ΝΟΥΣ, εκπορευόμενος από τον ΕΝΑ και η ΨΥΧΗ του κόσμου που εκπορεύεται απ’ το ΝΟΥ. Αυτά αποτελούν την Τριάδα του Πλωτίνου. Το ΕΝ μεγαλύνεται υπεράνω του ΝΟΥ, ο οποίος είναι πάνω απ’ την ΨΥΧΗ που είναι άϋλη και αθάνατη....»

Βλέπουμε άλλη μια φορά από που και πώς ξεκίνησε η θεωρία της Τριάδας. Μια ακόμα ένδειξη είναι ότι η ορολογία που χρησιμοποιεί αυτή η θεωρία όπως «ουσία», «ομοούσιος», «εκπορευόμενος», δεν υπάρχει πουθενά μέσα στην Αγία Γραφή, αλλά υπάρχει στα συγγράμματα αυτών των φιλοσόφων και στην προκειμένη περίπτωση του Πλωτίνου.

Περισσότερες πληροφορίες μπορεί κανείς να διαβάσει στη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» του Πυρσού, τόμος Κ σελ.370 και στην Εκκλ. Ιστορία του Β. Στεφανίδη «Θεολογικά Γράμματα» σελ.331 καθώς και στις σημειώσεις 3 και 4 της σελ.554.

 

· ΑΜΕΛΙΟΣ

Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεντιλιανός. Έζησε στο τέλος του 3ου αιώνα μ.Χ. Διαχώριζε μέσα στο ΝΟΥ τρεις υποστάσεις που τις ονόμασε «τρεις δημιουργούς» ή «τρεις βασιλιάδες»: τον ΟΝΤΑ, τον ΕΧΟΝΤΑ και τον ΟΡΩΝΤΑ. Απ’ αυτούς ο δεύτερος συμμετείχε στην αληθινή οντότητα του πρώτου, και ο τρίτος στην οντότητα του δεύτερου, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την όραση του πρώτου....

Ο όρος «τρεις υποστάσεις» δεν υπάρχει πουθενά μέσα στη Βίβλο, όμως είναι απαραίτητος για την εξήγηση και υποστήριξη της θεωρίας της Τριάδας. Όμως, τί σχέση έχουν οι ειδωλολατρικοί και φιλοσοφικοί όροι με τη διδασκαλία της Βίβλου; Μήπως το Άγιο Πνεύμα στερείται ορολογίας για να εκφράσει τη διδασκαλία της θεότητας; 

Για να κηρύξεις την αλήθεια, δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις άλλους όρους απ’ αυτούς που η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί. Το ψέμα όμως έχει ανάγκη φιλοσοφικής υποστήριξης γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να σταθεί. 

Έτσι, χρησιμοποιεί τους μη Βιβλικούς όρους: «τρεις υποστάσεις», «εκπορευόμενος», «τριαδικός», «τρία πρόσωπα», «τριαδική ενότητα», «τριάδα», «τρεις σε ένα», «ουσία», «ομοούσιος» κτλ. που είναι καθαρά διδασκαλίες δαιμονίων.

 

· ΑΠΟΥΛΙΟΣ

«Ο Απούλιος έζησε νωρίτερα απ’ τον Αμέλιο και τον Πλωτίνο, περί το 130 μ.Χ......διδάσκαλος της Πλατωνικής και Αριστοτελικής φιλοσοφίας.....μιλά για τριάδα θείων δυνάμεων άφθαρτων και αιώνιων...»

 

· ΝΟΥΜΕΡΙΟΣ ΤΗΣ ΑΠΑΜΕΙΑΣ

«Διέπρεψε το τελευταίο ήμισυ του 2ου αιώνα μ.Χ.  Στα γραφτά του φανέρωσε ακόμα πιο μεγάλη ροπή προς τις Ανατολικές ιδέες των Βραχμάνων και ανέφερε σαν πηγή της Ελληνικής φιλοσοφίας τις Ιουδαϊκές, Αιγυπτιακές, μαγικές και Βραχμανικές διδασκαλίες. 

Ακόμα διαμόρφωσε την ιδέα της ¨τριάδας στο θείο ον», που ήταν ασώματο (άϋλο) και διαχώρισε α) Ένα τέλειο, νοήμονα, άφθαρτο αιώνιο, υπέρτατο Θεό, β) Ένα πλάστη του κόσμου ή δημιουργό και γ) Τον κόσμο. Αυτούς τους ονομάζει Πατέρα, Υιό και Έκγονο και αποδίδει τη διδασκαλία αυτή στον Πλάτωνα και στον κύριό του Σωκράτη.

      

Μπορούμε ν’ αναφέρουμε ακόμα τον Πλούταρχο της Χαιρώνειας, τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, τον Ζαμβλίκιο, τον Πρόκολο καθώς και άλλους πολλούς που σαν κύριο θέμα της θεοσοφίας τους είχαν κάποια Τριάδα. Μάλιστα ο Πρόκολος μας εισαγάγει τον όρο «Ουσία», άγνωστο για τη Γραφή, απαραίτητο όμως για τη θεωρία της Τριάδας.

Μπροστά σ’ αυτά τα γεγονότα της ιστορίας τί μπορεί να πει κανείς; Θα δούμε τί λένε οι θεολόγοι και μάλιστα θερμοί υποστηρικτές της Τριάδας, Mc Clintock & Strong:

Συμπερασματικές παρατηρήσεις: Ο Νεοπλατωνισμός και ο Χριστιανισμός αν και αντίθετες δυνάμεις στις θρησκευτικές κινήσεις της εποχής τους, επηρέασαν η μία την άλλη στην δογματική τους εξέλιξη. Αυτό το γεγονός είναι φανερό όχι μόνο από μια εξέταση μεμονωμένων συγγραφέων, αλλά μάλλον από σύγκριση της παράλληλης ιστορίας τους. 

Τα έργα του Ιουστίνου Μάρτυρα, του Κλήμεντα της Αλεξανδρείας, του Ωριγένη, του Αυγουστίνου και άλλων χριστιανών συγγραφέων των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας, ξεχειλίζουν από μαρτυρίες επιρροής του Φιλοσοφικού Πνεύματος.

Ένας άλλος θεολόγος ιστορικός, θερμός υποστηρικτής της Τριάδας) και συγγραφέας μιας απ’ τις καλλίτερες Εκκλησιαστικές Ιστορίες, ο Rhilip Shaff (Τόμος 3ος σελ.246-248) γράφει:

«Η εκκλησία τώρα κατείχε την αρχαία φιλοσοφία και γνώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας την οποία και εφάρμοσε στην εξέλιξη και υπεράσπιση της χριστιανικής πίστης.....»

Δηλαδή, η εκκλησία πήρε τις δαιμονικές δυνάμεις των ειδωλολατρών φιλοσόφων για να μπορέσει να στηρίξει τις αλήθειες του Αγίου Πνεύματος;

«Η κυριαρχούσα φιλοσοφία των Πατέρων ήταν Πλατωνική τόσο, όσο ήταν συναφής με το χριστιανικό πνεύμα. Οι Σκεπτικιστές θεολόγοι της Ανατολής, ιδιαίτερα αυτοί της σχολής του Ωριγένη και στη Δύση ο Αμβρόσιος και οριστικά ο Αυγουστίνος, επηρεάστηκαν απ’ την Πλατωνική ιδεολογία....»

Ένας αξιοσημείωτος συνδυασμός του Πλατωνισμού με το Χριστιανισμό, προς ζημιά του τελευταίου, φαίνεται στο σύστημα του μυστικού συμβολισμού στα συγγράμματα που αποδίδονται στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη.

Στο Συνέσιο της Κυρήνης ο Πλατωνισμός ξεπερνά σε βάρος το Χριστιανισμό. Ενθουσιώδης μαθητής της Υπατίας, της φημισμένης φιλοσόφου θεοσοφίστριας της Αλεξάνδρειας. Το 410 μ.Χ. καλείται ν’ αναλάβει την επισκοπή της Πτολεμαΐδας, πρωτεύουσα της Πενταπόλεως. Πριν αναλάβει τα καθήκοντά του δήλωσε ειλικρινά ότι δεν μπορούσε να ξεχάσει τις φιλοσοφικές του ιδέες και γι’ αυτό στις δημόσιες εμφανίσεις του θα συμβιβαζόταν με τη θρησκεία του λαού.

Ο Συνέσιος έγινε επίσκοπος, αλλά συχνά μετάνιωνε που άλλαξε τις αγαπημένες μελέτες του, με τις επαχθείς ευθύνες της επισκοπής. Στους ύμνους του συνδέει τη χριστιανική διδασκαλία της Τριάδας με την Πλατωνική ιδέα περί Θεού, και το Σωτήρα με τον θείο ήλιο.

           

Ανάμιξη του χριστιανισμού με τα είδωλα! 

Τι κοινό σημείο μπορεί να έχει ο μονοθεϊσμός του Μωυσή, του Ησαΐα, του Ιερεμία, του Δανιήλ, του Παύλου, του Πέτρου, του Ιωάννη και όλης της πρώτης εκκλησίας με τον Πλατωνισμό και τις Βραχμανικές τριάδες; 

Χρειάζεται μήπως ο λόγος του Θεού τις διδασκαλίες των δαιμονίων για να ερμηνευτεί; 

Ο Θεός έδωσε το Άγιο Πνεύμα και διδασκάλους χρισμένους μ’ αυτό για να διδάξουν το λόγο Του. 

Ο διάβολος όμως τύφλωσε τους ανθρώπους τότε και το ίδιο κάνει και σήμερα, έτσι ώστε να συμβιβάζουν τα ασυμβίβαστα.

 

Άκουε Χριστιανέ: Κύριος ο Θεός ημών είναι είς Κύριος, όχι τρεις!

           

Όμως οι «φιλόσοφοι χριστιανοί» συνεχίζουν:

...........ο θρίαμβος του Χριστιανισμού ήταν ο θρίαμβος της ιδέας του Μονοθεϊσμού απέναντι στο Δυϊσμό και Πολυθεϊσμό. Ο μονοθεϊσμός σαν κοσμοθρησκευτική ιδέα ανήκε στους Ιουδαίους στους οποίους δόθηκε δι’ αποκαλύψεως.. 

Ο θρίαμβός του με το Χριστιανισμό ήταν συνεπώς ο θρίαμβος της «Θρησκευτικής ιδέας του Ιουδαϊκού λαού, απεκδυόμενης από τα εθνικά της όρια, μετριασμένης και πνευματοποιημένης......»

Πώς είναι δυνατόν να μετριάσουμε και να πνευματοποιήσουμε την αλήθεια; Αυτό σημαίνει ότι ξένα στοιχεία επηρέασαν τον απόλυτο Μονοθεϊσμό των Εβραίων. 

Αυτό που το Άγιο Πνεύμα διακηρύττει σαν τη μόνη αλήθεια, ήταν σκάνδαλο για τους επισκόπους που ήταν γεμάτοι από τη ζύμη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη καθώς και των τριαδικών ασκητών των Βραχμάνων. 

Η αλήθεια αναμίχθηκε με το ψέμα, το φως με το σκοτάδι κι έγιναν συμβιβασμοί. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος είπε: «λύκοι βαρείς θέλουσι επέλθη μη φειδόμενοι του ποιμνίου...λαλούντες διεστραμμένα». Κανένα άλλο θέμα δεν έχει διαστρεβλωθεί τόσο πολύ, όσο το θέμα της θεότητας.

Κολ.β:8-9 «Βλέπετε μη σας εξαπατήση τις διά της φιλοσοφίας και της ματαίας απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ουχί κατά Χριστόν. Διότι εν αυτώ κατοικεί πάν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς». Ακριβώς αυτό έγινε, απάτη δια της φιλοσοφίας των ανθρώπων!

 

Στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. άρχισαν διαμάχες ανάμεσα στους Μοναρχιανούς (Νοητός, Σαβέλλιος) και τους υποστηρικτές της Χριστολογίας του λόγου (Ιππόλυτος και άλλοι). 

Ο επίσκοπος Ρώμης Κάλλιστος, έκανε μια συμβιβαστική διατύπωση μεταξύ των δύο αντίθετων διδασκαλιών, προσπαθώντας χωρίς αποτέλεσμα να συγκρατήσει τη δεύτερη μερίδα στο εσωτερικό της εκκλησίας αλλά αυτός ο συμβιβασμός άνοιξε την πόρτα για τον πλήρη θρίαμβο της Χριστολογίας του λόγου στη Ρώμη. Τότε ο Κάλλιστος αφόρισε τον Σαβέλλιο (η πληροφορία ελέγχεται).

Η Χριστολογία του λόγου έγινε πλατιά γνωστή στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τον καιρό του Τερτυλλιανού, που ήταν ο πιο φανατικός υποστηρικτής της. Ήταν προσήλυτος Στωικός δικηγόρος κι ήταν ο πρώτος που μεταχειρίστηκε τον όρο «τριάδα» για τη θεότητα, το 215 μ.Χ.

Ο Τερτυλλιανός δίδασκε ότι ο «Πατέρας», ο «Υιός» και το «Άγιο Πνεύμα» ήταν τρία πρόσωπα, εννοώντας τρία κόμματα σε μια νομική πράξη. Έλεγε ακόμα ότι ο Θεός ήταν ένας και είχε μια υπόσταση, αλλά οι τρεις ήταν κατά το σχήμα κι όχι κατά την υπόσταση. Ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα έλεγε ότι είναι τρία σχήματα, τρεις βαθμοί, ή τρεις διαφορετικές όψεις του ενός Θεού.

Έτσι ο Τερτυλλιανός δεν ήταν πραγματικός υποστηρικτής της Χριστολογίας του λόγου, όπως οι υπόλοιποι φιλόσοφοι. Δεν ήταν όμως ούτε Μοναρχιανός γιατί υποστήριζε ότι ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύονται από τον Πατέρα. Παράλληλα δεν ήταν τριαδικός, όπως εκείνοι της Νίκαιας και οι σημερινοί Τριαδικοί, γιατί δίδασκε για φανερώσεις του ενός Θεού κι όχι για ξεχωριστά πρόσωπα.

Οι Μοναρχιανοί υποστήριζαν θερμά τη θεότητα του Ιησού Χριστού, κι ήταν κάτι που δεν μπορούσε ν’ αμφισβητηθεί, εξαιτίας των πολλών εδαφίων που χρησιμοποιούσαν κι αποδείκνυαν αυτό το γεγονός. Έτσι, η ιδέα του προϋπάρχοντος Υιού διατηρήθηκε εξαιτίας των φιλοσοφικών επιρροών του Πλάτωνα και των Βραχμάνων, με μόνη διαφορά ότι ο Χριστός ήταν Θεός.


Αρειανισμός

Στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η διδασκαλία της Τριάδας εξελίσσεται με τον Τερτυλλιανό και άλλους. Κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. η Δύση ήταν σχεδόν ενωμένη πάνω σ’ αυτή τη διαφοροποιημένη Χριστολογία του λόγου.

Η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αποτελούνταν από τη Δυτική Ιταλία, τα Βαλκάνια, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες και τη Βοημία. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περιλάμβανε τη Νότια Ιταλία, την Ελλάδα, τη Μ. Ασία, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο.

Ενώ η Δύση ήταν ενωμένη κάτω από τον πρωτόγονο Τριαδισμό, στην Ανατολή υπήρχε μεγάλος διαχωρισμός και διαμάχη, κυρίως γύρω από την καινούρια θεολογία ενός ονομαστού δασκάλου με μεγάλη επιρροή, του Άρειου. Ο Μονταλιστικός Μοναρχιανισμός κυριαρχούσε στην Ανατολή κι αλλού. Ο επίσκοπος Αλεξάνδρειας Ωριγένης δίδασκε ότι ο Χριστός ήταν ένας δεύτερος Θεός, γεννημένος απ’ τον Πατέρα. Αυτές οι δύο απόψεις ήταν οι επικρατέστερες το 320 μ.Χ.

Ο Άρειος διατηρούσε λίγο Μοναρχιανισμό, λίγο απ’ τη Χριστολογία του λόγου καθώς και μερικές ιδέες του Ωριγένη, με αποτέλεσμα να έχει τελείως ξεχωριστή, δική του άποψη για το Χριστό. Δίδασκε ότι ο Χριστός ήταν κτίσμα, άνθρωπος που έγινε εκ του μηδενός κι ότι ήταν υποδεέστερος απ’ τον Πατέρα. Στην ενσάρκωση, ο προϋπάρχων λόγος (Χριστός) κατοίκησε μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Ακόμα έλεγε ότι ο Χριστός δεν ήταν ούτε τέλειος Θεός, ούτε τέλειος άνθρωπος, αλλά ένα «Tertum Quid» δηλαδή κάτι ανάμεσα στα δύο.

Ο τότε επίσκοπος Αλεξάνδρειας Αλέξανδρος αντιμετώπισε αυτές τις διδασκαλίες του Άρειου. Ο Αλέξανδρος πίστευε κι αυτός στη Χριστολογία του λόγου και σε προϋπάρχοντα Υιό, όπως ο Άρειος, αλλά δίδασκε ότι ο Υιός ήταν αιώνιος και αδημιούργητος. Έλεγε ακόμα ότι ο Υιός ήταν τέλειος Θεός και ομοούσιος του Πατέρα.

Η Ανατολή λοιπόν ήταν πολύ διχασμένη στη διδασκαλία της φύσης του Θεού, ενώ και στη Δύση υπήρχαν χωρίσματα εξαιτίας των Μοναρχιανών που αντιδρούσαν στη μεταποιημένη Χριστολογία του λόγου, αλλά η μάχη δεν είχε ακόμα ανάψει για τα καλά.

 

Η Σύνοδος της Νίκαιας και η μεταγενέστερη ιστορία

Στο προσκήνιο τώρα βρίσκονται οι Μοναρχιανοί, που διατηρούσαν τις απόψεις του καθαρού Μονοθεϊσμού. Πίστευαν ότι ο Θεός είναι ΕΙΣ και όχι ΤΡΕΙΣ κι ότι Αυτός ο ΕΝΑΣ Θεός φανερώθηκε σαν Πατέρας, σαν Υιός και σαν Πνεύμα Άγιο. 

Πίστευαν ακόμα ότι ο Ιησούς έχει δύο φύσεις, ήταν τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός, ο ΕΝΑΣ Θεός. Σαν άνθρωπος είχε τη δική Του προσωπικότητα κι ο Θεός κατοικούσε πλήρως μέσα Του. Αυτή ήταν η άποψη και των Εβραίων Χριστιανών.

Απ’ την άλλη μεριά, έχουμε τους «φιλοσοφημένους» Χριστιανούς γεμάτους από ειδωλολατρικές θεωρίες του Πλάτωνα και των Βραχμάνων. 

Με βάση την τριάδα προσώπων και υποστάσεων κάτω απ’ τη Χριστολογία του λόγου, αναγκαστικά πιστεύουν σε προϋπάρχοντα Υιό και σ’ ένα τρίτο πρόσωπο, όπως έλεγαν οι ειδωλολάτρες, το οποίο βρήκαν στο Άγιο Πνεύμα.

Στη συνέχεια εμφανίζεται ο Άρειος που υποβιβάζει το Χριστό σε απλό κτίσμα ή κάποιο υποδεέστερο Θεό. Η διδασκαλία του ήταν ένα κράμα των δύο παραπάνω διδασκαλιών.

Έχουμε δηλαδή τρία βασικά σχήματα που απειλούσαν τη θρησκευτική ενότητα ολόκληρης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 4ου αιώνα.

Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, σαν πολιτικός, εξαιτίας αυτού του κινδύνου, προσπάθησε να συνδιαλλάξει τις αντίθετες παρατάξεις, αλλά επειδή απέτυχε, συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. (Μάιο - Ιούλιο) με σκοπό να καθησυχάσει τα πνεύματα και να εξασφαλίσει την ενότητα της Αυτοκρατορίας του. 

Πρόεδρος της συνόδου αυτής ήταν ο Αυτοκράτορας! 

Νεότεροι ιστορικοί πιστεύουν ότι η θέληση του Αυτοκράτορα είναι αυτή που βάρυνε τελικά στην απόφαση καθώς και στη σύνταξη και επιβολή του συμβόλου. 

Τα πρακτικά αυτής της Συνόδου δεν υπάρχουν, γιατί αργότερα χάθηκαν τυχαία ή σκόπιμα καταστράφηκαν! Σ’ αυτή τη σύνοδο, ο Αυτοκράτορας ερμήνευσε τον όρο «ομοούσιος». (Εκκλ. Ιστορία Β. Στεφανίδη σελ. 175 - 181).