Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Η σύνοδος της Νίκαιας

ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΑΙΩΝΑ,

στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ξέσπασε μια μεγάλη διαμάχη μεταξύ του 'Αρειου, ενός τοπικού πρεσβύτερου, και του Αλέξανδρου, του επισκόπου του, σχετικά με τη θεότητα του Ιησού Χριστού.

Η Αλεξάνδρεια ήταν ένα μεγάλο κέντρο Ελληνικής κουλτούρας και φιλοσοφίας, πράγμα που επηρέασε σημαντικά και τις δύο πλευρές. Η διαμάχη εξαπλώθηκε γρήγορα και απείλησε την ενότητα της θεσμοθετημένης εκκλησίας. Παρόλο που ο Αλέξανδρος αφόρισε τον 'Αρειο, ο 'Αρειος υποστηρίχθηκε από μερικούς σημαντικούς ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου του Ευσέβιου, επισκόπου της Νικομήδειας.

Όταν το 324 ο Κωνσταντίνος κατόρθωσε να γίνει μονοκράτορας της Ρώμης, δέχτηκε δημόσια το Χριστιανισμό.

Πολιτικά, είδε το Χριστιανισμό σαν ένα αποτελεσματικό εργαλείο που θα ένωνε το κράτος του και γι' αυτό η διαμάχη του 'Αρειου ήταν μια σημαντική απειλή για το στόχο του. Για την επίλυση του προβλήματος, συγκάλεσε το 325 την πρώτη οικουμενική σύνοδο που υπήρξε στο Χριστιανισμό από την εποχή της πρώτης εκκλησίας, καλύπτοντας το κόστος για να έρθουν οι αντιπρόσωποι στην πόλη της Νίκαιας, κοντά στην αυτοκρατορική κατοικία.

Το βασικό ζήτημα στη Σύνοδο της Νίκαιας ήταν το πρόσωπο του Ιησού Χριστού σε σχέση με τη Θεότητα. Τα κύρια ερωτήματα ήταν: Είναι ο Ιησούς πραγματικός Θεός; και είναι ο Πατέρας και ο Υιός ομοούσιοι; Αν και ο μονταλισμός ήταν ένας παράγοντας, η σύνοδος δεν ήταν αυστηρά μια αντιπαράθεση μεταξύ μονταλισμού (μιας μορφής μονοθεϊσμού) και τριαδικών. Όπως έχει αποδειχτεί ιστορικά, ήταν περισσότερο ένας διάλογος ως προς το πώς θα προσδιοριστεί το δεύτερο πρόσωπο της τριάδας.

Κάποιοι από τους συμμετέχοντες είχαν βασικά μονταλιστικές ή μονοθεϊστικές αντιλήψεις. Για την ακρίβεια, ένα προεξέχον μέλος της προπορευόμενης ομάδας, ο επίσκοπος Μάρκελλος της 'Αγκυρας, μετά τη σύνοδο προωθούσε έντονα μια μορφή μονταλισμού. Ένας ακόμα, ο επίσκοπος Αντιοχείας, Ευστάθιος, καταδικάστηκε αργότερα για μονταλισμό. Ακόμα, περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες, που ίσως δεν είχαν πραγματικά καταλάβει τη θεολογική διαμάχη, πιθανόν να είχαν κατά κύριο λόγο μονοθεϊστικές αντιλήψεις.

Η διδασκαλία του 'Αρειου, ωστόσο, ήταν καταλυτική για τη διαμάχη. Ουσιαστικά, πήρε την ακραία θέση του υποβιβασμού του Χριστού σε απλό κτίσμα που διδασκόταν από τους Έλληνες Απολογητές (συγγραφείς του 2ου & 3ου αιώνα που υπερασπίστηκαν το Χριστιανισμό) και από τους πρώτους τριαδικούς (τρίτος αιώνας). Υποστήριζαν ότι ο Ιησούς ήταν ένα δεύτερο θείο πρόσωπο, υποδεέστερο του Πατέρα. Για να το υποστηρίξουν, οι Αρειανιστές επικαλέστηκαν τον αρχαίο τριαδικό συγγραφέα Ωριγένη.

Ο 'Αρειος έλεγε ότι υπάρχει ένας Θεός, όχι τριάδα, και ότι ο Ιησούς δεν είναι πραγματικά  Θεός, αλλά στην πραγματικότητα, ένας ημίθεος. Είναι ένα κτίσμα ανώτερο από τους ανθρώπους, αλλά όχι ίσο με τον Πατέρα. Η θέση του Αρείου είναι ταυτόσημη με αυτή των σημερινών Μαρτύρων του Ιεχωβά.

Στη Σύνοδο της Νίκαιας, ο κύριος αντίπαλος του 'Αρειου ήταν ο Αθανάσιος, ένας νεαρός αρχιδιάκονος από την Αλεξάνδρεια, που αργότερα διαδέχθηκε τον επίσκοπο Αλέξανδρο. Δίδασκε ότι υπάρχουν τρία πρόσωπα στη θεότητα και ότι αυτά τα τρία πρόσωπα είναι ισότιμα, αιώνια και ομοούσια (ή με την ίδια υπόσταση). Η αντιπαράθεση επικεντρώθηκε στον Πατέρα και τον Υιό. Καμία από τις δύο πλευρές δε μίλησε με σαφήνεια σχετικά με το 'Αγιο Πνεύμα.

Κατά κύριο λόγο, οι Αρειανιστές επιτέθηκαν στη Θεότητα του Ιησού, ενώ ο Αθανάσιος την υποστήριζε, λέγοντας ότι ο Ιησούς είναι σε όλα ίσος με τον Πατέρα αλλά παράλληλα είναι ένα δεύτερο πρόσωπο.

Στη σύνοδο αναπτύχθηκαν τρεις ομάδες: μια μειονότητα υποστηρικτών του 'Αρειου, μια μειονότητα υποστηρικτών του Αθανάσιου, και μια πλειονότητα που δεν είχαν κατανοήσει πλήρως περί τίνος επρόκειτο αλλά επιθυμούσαν ειρήνη.

Σε γενικές γραμμές αυτή η τρίτη ομάδα πήρε μια ενδιάμεση θέση, αλλά είναι δύσκολο να τους χαρακτηρίσουμε στο σύνολό τους. Κάποιες φορές, οι ιστορικοί  αποκαλούν πολλούς απ' αυτή την ομάδα «Ωριγενιστές» ή «Ημι-Αρειανιστές». Η πλειοψηφία δεν υποστήριζε απαραίτητα την πλήρη θέση της τριαδικής διδασκαλίας του Αθανάσιου, αλλά τελικά τον ψήφισαν για να υποστηρίξουν τη θεότητα του Χριστού και να εναντιωθούν στην άποψη του 'Αρειου.

Ο Αθανάσιος θεώρησε ότι ήταν με το μέρος του όλοι όσοι αντιτάχθηκαν στον Αρειανισμό, και κάποιοι από τους πιο θερμούς υποστηρικτές του εκείνη την εποχή ήταν μονταλιστές. Το σύμβολο της πίστεως που προέκυψε από τη Σύνοδο της Νίκαιας, απέρριπτε ξεκάθαρα τον Αρειανισμό, αλλά δε θέσπισε απαραίτητα τη θεωρία της τριάδας, ούτε απέρριπτε τον μονταλισμό.

Ο Αθανάσιος χρησιμοποίησε ένα συλλογισμό τεσσάρων θέσεων για να υποστηρίξει τη θεότητα του Χριστού:

Το διδάσκει η Γραφή.
Η εκκλησία ανέκαθεν λάτρευε τον Ιησού.
Για να είναι ο Σωτήρας μας, ο Ιησούς πρέπει να είναι Θεός.
Είναι ο Λόγος, και βάσει φιλοσοφικών θεωρήσεων, ο Λόγος πρέπει να είναι Θεός. Υποστήριξε ότι ο Ιησούς έχει την ίδια υπόσταση με τον Πατέρα.

Είναι εμφανές ότι η θέση του Αθανασίου μπορούσε να ταιριάξει με αυτή ενός μονοθεϊστή. Έχοντας να επιλέξουν μεταξύ του 'Αρειου και του Αθανάσιου, οι μονοθεϊστές θα διάλεγαν τον Αθανάσιο, έχοντας σαν  βάση τη θεότητα του Ιησού Χριστού. Μάλιστα, οι Αρειανιστές διαμαρτυρόταν επειδή η διδασκαλία του Αθανάσιου έμοιαζε πολύ με αυτή του Σαβέλλιου, ενός επιφανή μονταλιστή του τρίτου αιώνα.

Όταν συγκλήθηκε η σύνοδος, ο επίσκοπος Ευσέβιος της Νικομήδειας πρότεινε ένα αρειανικό σύμβολο πίστεως, το οποίο και απορρίφθηκε αμέσως από τους συναγμένους επισκόπους. Ο επίσκοπος Ευσέβιος της Καισάρειας πρότεινε ένα συμβιβασμένο σύμβολο πίστεως που θα ικανοποιούσε σχεδόν όλους, αλλά ο Αθανάσιος και η ομάδα του εναντιώθηκαν διότι ήταν διφορούμενο και δεν επέλυε το ζήτημα. Θέλοντας μια όσο το δυνατόν ευρύτερη συμφωνία, ο Κωνσταντίνος πίεσε στο να συμπεριληφθεί η λέξη «ομοούσιος» για να περιγράψει τη σχέση Πατέρα και Υιού. Πιθανόν να του έκανε αυτή την υπόδειξη ο προσωπικός του σύμβουλος, επίσκοπος Όσιος της Κόρδοβας.

Τελικά, πεπεισμένη από τη θέση του Αθανασίου, και ακλουθώντας την προσταγή του αυτοκράτορα, η σύνοδος συμφώνησε να χρησιμοποιήσει τη λέξη «ομοούσιος», επιβεβαιώνοντας ότι ο Ιησούς έχει την ίδια υπόσταση με τον Πατέρα.

Ο αυτοκράτορας δήλωσε ότι το σύμβολο της πίστης που προέκυψε ήταν θεόπνευστο, το εξέδωσε σαν νόμο της χώρας, και επέμεινε στο να το υπογράψουν όλοι οι επίσκοποι που ήταν στη σύνοδο, αλλιώς θα καθαιρούνταν και θα εξορίζονταν. Μόνο ο 'Αρειος και άλλοι δύο επίσκοποι αρνήθηκαν να υπογράψουν το σύμβολο πίστεως, και εξορίστηκαν.

Ο Ευσέβιος της Νικομηδείας και δύο άλλοι επίσκοποι δεν υπέγραψαν την επισυναπτόμενη καταδικαστική πρόταση και καθαιρέθηκαν από το αξίωμα. Ωστόσο, κάποιοι από αυτούς που υπέγραψαν είχαν ισχυρές επιφυλάξεις, και κάποιοι άλλοι, όπως ο Ευσέβιος της Καισάρειας άρχισε άμεσα να το ερμηνεύει αντίθετα.

Το σύμβολο της πίστεως που διατυπώθηκε από τη Σύνοδο της Νίκαιας, το οποίο δεν είναι το αποκαλούμενο «σύμβολο της Νίκαιας» που χρησιμοποιείται σήμερα, δηλώνει πίστη σε «ένα Θεό, Πατέρα παντοκράτορα... και σε έναν Κύριο Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα, το μονογενή, που είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, Θεός εκ Θεού, φως εκ φωτός, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα, όχι ποιηθέντα, ομοούσιο του Πατρός... και του Αγίου Πνεύματος».

Αυτή η ορολογία είναι συμβατή τόσο με τη μονοθεϊστική αντίληψη, όσο και με τη τριαδική, αν και ο όρος «Θεός εκ Θεού» μπορεί να συνεπάγεται λανθασμένα διαχωρισμό προσώπων. Ο Αθανάσιος πίστευε ότι ένα θεϊκό πρόσωπο γεννήθηκε από ένα άλλο θεϊκό πρόσωπο, αλλά ένας μονοθεϊστής μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις ίδιες λέξεις για να εννοήσει ότι ο ένας Θεός φανερώθηκε σε σάρκα, οπότε ο Θεός που κατοίκησε μέσα στον Ιησού είναι ταυτόσημος με το Θεό πριν την ενσάρκωση.

Το πρωτότυπο σύμβολο της πίστεως αντικρούει άμεσα τον Αρειανισμό λέγοντας ότι ο Ιησούς είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Στο ίδιο το σύμβολο, προστέθηκαν αναθεματισμοί για διάφορες θέσεις του Αρείου. Ένας από αυτούς τους αναθεματισμούς, μπορεί να θεωρηθεί ως ασυμβίβαστος με τη σύγχρονη μονοθεϊστική ορολογία, επειδή είναι αντίθετος με την θέση ότι υπήρξε εποχή κατά την οποία δεν υπήρχε ο Υιός, ενώ η μονοθεϊστική θεολογία λέει ότι ο ρόλος του Υιού ξεκινά με την ενσάρκωση. Ωστόσο, ο σκοπός των αναθεματισμών δεν ήταν να αντικρούσουν τον μονταλισμό, αλλά τη θέση του 'Αρειου ότι η θεϊκή φύση του Χριστού είχε αρχή, δεν ήταν αιώνια.

Ειρωνικά, ένα άλλο μέρος του αναθεματισμών έρχεται σε αντίθεση με τη σύγχρονη τριαδική ορολογία, καθώς επίσης και με αυτή του Ωριγένη, επειδή απέρριπτε τη θέση ότι ο Πατέρας και ο Υιός είναι διαφορετικής υπόστασης. Όπως χρησιμοποιείται εδώ αλλά και στην επιστολή προς Εβραίους α:3, η λέξη υπόσταση βασικά σημαίνει «ουσία», αλλά αργότερα οι τριαδικοί άρχισαν να το χρησιμοποιούν σαν να σημαίνει «πρόσωπο» και δεχόμενοι αυτό, στην πραγματικότητα ο Υιός ήταν διαφορετικής υπόστασης από τον Πατέρα.

Συνοπτικά, η Σύνοδος της Νίκαιας ήταν μια σαφής απόρριψη του Αρειανισμού, αλλά όχι μια σαφής απόρριψη του μονταλισμού. Από ιστορική άποψη, ήταν το πρώτο επίσημο βήμα για την καθιέρωση του τριαδισμού, αλλά δεν ήταν καθόλου σαφές εκείνη την περίοδο. Η τριαδική άποψη του Αθανασίου, υπεράσπισε την ισότητα και την ομοουσιότητα των δύο θεϊκών προσώπων, του Πατρός και του Υιού, αλλά μερικοί από τους πλέον θερμούς υποστηρικτές του δε δέχτηκαν το διαχωρισμό μεταξύ προσώπων και μερικοί από τους πιο θερμούς επικριτές του το είδαν σαν επιδοκιμασία του Σαβελιανισμού.

Εν συντομία, παρακάτω παρουσιάζονται τα σημαντικότερα βήματα της εμφάνισης του τριαδισμού.

Περίπου το 150, Έλληνες Απολογητές, ξεκινώντας με τον Ιουστίνο, όρισαν ότι ο Λόγος είναι ο Υιός, περιέγραψαν το Λόγο/Υιό σαν μια δεύτερη θεϊκή ύπαρξη που γεννήθηκε από το Θεό Πατέρα κάποια στιγμή πριν τη δημιουργία, και ότι ο Λόγος ήταν υποδεέστερος από το Θεό. Συστάθηκε ένας τριπλός τρόπος βαπτίσματος καθώς και κάποιες ασαφείς τριαδικές έννοιες σε σχέση με το Θεό.

Περίπου το 210, ο Τερτυλλιανός παρουσίασε τον όρο «τριάδα» και διατύπωσε την έννοια του ενός Θεού σε τρία πρόσωπα. Στην τριάδα αυτή μόνο ο Πατέρας είναι αιώνιος και ανώτερος από τα άλλ δύο πρόσωπα. Περίπου το 215 με 230, και ο Ωριγένης  προώθησε τον τριαδισμό, με τα βασικά δόγματα του αιώνιου Υιού και της αιώνιας δημιουργίας του Υιού. Ως εκ τούτου, άνοιξε το δρόμο για να εξυψωθεί η θέση του δεύτερου προσώπου, αν και ο ίδιος εξακολουθούσε να διδάσκει ότι ο Πατέρας ήταν ανώτερος από τα άλλα δύο πρόσωπα.

Κάτω από την επιρροή του Αθανάσιου, η Σύνοδος της Νίκαιας απέρριψε τον Αρειανισμό το 325. Διακήρυξε ότι ο Πατέρας και ο Υιός είναι ομοούσιοι, κάνοντας τους ίσους.

Το 381, η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως ακολούθησε τη διδασκαλία του Αθανάσιου και των τριών θεολόγων της Καππαδοκίας. Αποσαφήνισε τη θέση του Αγίου Πνεύματος και τοποθέτησε και τα τρία πρόσωπα σε ίση θέση. Το Σύμβολο της Νίκαιας που χρησιμοποιείται σήμερα, αντικατοπτρίζει τη θεολογία που καθιερώθηκε στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως.

Βασισμένο εν μέρη στη θεολογία του Αυγουστίνου, το Σύμβολο πίστεως του Αθανάσιου, το οποίο παρουσιάστηκε μεταξύ του πέμπτου και όγδοου αιώνα, οριστικοποίησε τη μορφή του δόγματος που προέκυψε από τη Νίκαια και την Κωνσταντινούπολη. Δήλωνε την ισότητα, αιωνιότητα και ομοουσιότητα των τριών προσώπων.

Πέρασαν πάνω από διακόσια χρόνια από την πρώτη διδασκαλία της πολλαπλότητας των θεϊκών προσώπων (δύο) (περίπου το 150), μέχρι την πλήρη αποδοχή του δόγματος της τριάδας (το 381). Περίπου εκατό χρόνια πέρασαν από τη σύσταση του τριαδισμού (περίπου το 200), μέχρι τη στιγμή που επικράτησε (περίπου  το 300), και σχεδόν άλλος ένας αιώνας μέχρι να πάρει την οριστική του μορφή και να γίνει επίσημα αποδεκτό (το 381). Ακόμα, ένας πλέον αιώνας πέρασε μέχρι να σταματήσουν όλες οι σημαντικές πολιτικές απειλές που υπήρχαν, με τον προσηλυτισμό των νικηφόρων βαρβάρων από τον Αρειανισμό στον τριαδισμό (496).