Από τον Κωνσταντίνο Φίλη
«Ο φανατισμός είναι η μόνη μορφή θέλησης που μπορεί να διαπνέει τους αδύναμους«, είχε πει ο Νίτσε προφητικά πριν από πολλά χρόνια, και το θυμήθηκα βλέποντας τις φρικαλεότητες του λιντσαρίσματος του μισοπεθαμένου Καντάφι.
Ξεκαθαρίζω από την αρχή ότι θεωρώ τον εν λόγω, έναν αιμοσταγή δικτάτορα, ο οποίος, όπου χρειάστηκε, κυβέρνησε με πρωτοφανή αγριότητα προκειμένου να επιβιώσει πολιτικά έναντι φατριών και φυλών.
Δημιούργησε μια κοινωνία φόβου, με την εξουσία και συνακόλουθα τον εθνικό πλούτο να τον νέμεται ο στενός του κύκλος, με αυτούς που έχαναν την εμπιστοσύνη του να το πληρώνουν πολλές φορές με... τη ζωή τους και τις γυναίκες σωματοφύλακες να «απολαμβάνουν» (βιαζόμενες) τις επιδόσεις του ιδίου αλλά και μελών της οικογένειας του.
Όπως αντιλαμβάνεστε, η μόνη σχέση του επί 42 χρόνια καθεστώτος με τη Δημοκρατία ήταν -στην καλύτερη περίπτωση- η ονομασία κάποιου δρόμου, αν και, πολύ αμφιβάλλω, έστω και για αυτό.
Βέβαια, το πλούσιο υπέδαφος της χώρας την έφερνε από το περιθώριο στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής και τούμπαλιν. Οι διαφωνούντες με τις μεθόδους του δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τα ενεργειακά αποθέματα της Λιβύης, ούτε βέβαια τα τεράστια κεφάλαια που αυτά παρήγαγαν και τα οποία εκμεταλλεόταν ο Καντάφι. Αυτό τον καθιστούσε άκρως σημαντικό παίκτη.
Αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Στο παρόν άρθρο θέλω να μοιραστώ τις σκέψεις μου για την αντιμετώπιση που έτυχε ο μελλοθάνατος και κατόπιν η σορός του από τους αντικαθεστωτικούς, καθώς και για την απροθυμία των περισσοτέρων ξένων ηγετών να εστιάσουν (ή έστω να ψελίσουν μια κουβέντα) για τη βαναυσότητα αντιμετώπισης ενός ανήμπορου μελλοθάνατου.
Καταλαβαίνω βέβαια την ανάγκη να μη θίγεί η νέα ηγεσία και να προασπιστούν τα συμφέροντα τους ενόψει της επόμενης μέρας, εντούτοις αναρωτιέμαι αν οι αρχές και οι αξίες ενός Πολιτισμού είναι διαχρονικές ή α λα καρτ.
Είναι αποδεκτός από την κουλτούρα μας ο τρόπος περιφοράς και δη ως λάφυρου ενός νεκρού;
Επιτρέπεται να επικροτούμε με επιφωνήματα ανακούφισης, όπως φέρεται να έπραξαν αρκετοί ηγέτες του πολιτισμένου κόσμου, το τέλος εποχής ενός απολυταρχικού και βίαιου ηγέτη;
Πιστεύω ακράδαντα ότι η πολιτική πρέπει να συντελεί στη διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας, συνεπώς δυσκολεύομαι να αντιληφθώ τα μηνύματα και τα πρότυπα που καλλιεργούνται στους πολίτες όταν επιφυλάσσεται από τιμητές και ηθικολόγους τέτοια θερμή υποδοχή σε ένα απεχθές και απόλυτα κατακριτέο θέαμα.
Βία στη βία και τα πάντα αποδεκτά στο βωμό της σκοπιμότητας είναι η απάντηση της ανεπτυγμένης Δύσης;
Και μπορώ να κατανοήσω πως στην περίπτωση των εξεγερμένων πρόκειται σε κάποιο βαθμό για ταλαιπωρημένες ψυχές, που ενδεχομένως να έχασαν κοντινούς τους κατά την κυριαρχία Καντάφι, όμως, αν η διαπόμπευση ενός πτώματος δίνει διαπιστευτήρια για την επόμενη μέρα, τότε επιτρέψτε μου να παρατηρήσω πως δεν προοιωνίζεται περισσότερη Δημοκρατία ή καλύτερη μεταχείριση των επόμενων αντιφρονούντων.
Ο ένοχος ενός εγκλήματος, σύμφωνα με μια θεωρία της εγκληματολογίας, πρέπει να πληροί τρεις προϋποθέσεις: Να έχει κίνητρο, να έχει τα μέσα και τέλος να έχει την ευκαιρία.
Έχω την αίσθηση ότι για τους τρεις αυτούς όρους φρόντισαν- έστω και καθυστερημένα- κάποιοι εκτός Λιβύης, καθώς και ένα μεγάλο μέρος των φατριών που έχασαν την επαφή με την κεντρική εξουσία -μα περισσότερο από όλους ο ίδιος ο Καντάφι με «τα έργα και τις ημέρες του«.
Επιμένω, ωστόσο, πως αυτό που είδαμε δεν μπορει να κριθει ως απότοκο οποιασδήποτε αιτίας. Τα πρωτόγονα ένστικτα που υποκίνησαν σαν μαριονέτα το συναίσθημα του εξεγερμένου πλήθους απεδείχθησαν ανώτερα απο το πάθος και την οργή, που κρύβεται συνήθως μέσα στη ψυχή κάθε αγανακτισμένου.
Λένε ότι ο καλύτερος τρόπος για να εκδικηθείς τον εχθρό σου ειναι να μην του μοιάσεις. Όταν στα πρώτα δείγματα γραφής της νέας λιβυκής ηγεσίας εξέχουσα θέση κατέχει η το δυνατόν αποδοτικότερη αντεκδίκηση, το καλύτερο που μπορώ να της ευχηθώ είναι τουλάχιστον να μην ξεπεράσουν τον Καντάφι…