Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

Η 10η εντολή: Μην επιθυμήσεις παν ό,τι είναι του πλησίον σου (1)



Έξοδος κ:17, Β' Σαμουήλ ια:1-5, Ρωμαίους ζ:5-12

Μια από τις ιστορίες του Λέων Τολστόι, είναι μικρή ιστορία αυτή έχει τον τίτλο «Πόση γη χρειάζεται ένας άνθρωπος;» Η ιστορία μιλάει για έναν αγρότη, τον Παχόμ που ο ίδιος απόκτησε περιουσία και τα υπάρχοντα του τα πολλά, άναψαν μέσα του μια επιθυμία να αποκτήσει όλο και πιο πολλά. Η τύχη το έφερε και συνάντησε ο Παχόμ έναν άλλο αγρότη που ήρθε από πάνω από τον Βόλγα και επίσης έναν πλανόδιο έμπορο που ταξίδευε από μέρος σε μέρος. Από αυτούς, λοιπόν, ο Παχόμ έμαθε για απέραντες εκτάσεις γης που μπορούσε να τις αποκτήσει καθένας για «ένα κομμάτι ψωμί» όπως λέμε, από κάποιους που έμεναν πολύ μακριά, και ήταν νομάδες, είχαν ζώα και μετακινούνταν από μέρος σε μέρος. Αυτούς τους έλεγαν  «Μπασκίρς».

Μια και δυο λοιπόν ο Παχόμ ξεκίνησε, ταξίδεψε και έφτασε σε εκείνη την μακρινή γη. Το έδαφος ήταν παρθένο και απαλό σαν την παλάμη του ανθρώπου και μαύρη όπως ο σπόρος της παπαρούνας, και το χορτάρι έφτανε ψηλά ως το στήθος.

«Και ποια είναι η τιμή;» ρώτησε ο Παχόμ.

«Η τιμή μας είναι πάντοτε η ίδια: χίλια ρούβλια την ημέρα» του απάντησαν

Ο Παχόμ δεν καταλάβαινε.

«Την ημέρα; Τι είδους τιμή είναι αυτή; Πόση έκταση είναι αυτό;»

«Δεν ξέρουμε να το υπολογίσουμε» είπε ο αρχηγός τους.

«Το πουλάμε με την ημέρα. Όσο μπορείς να περπατήσεις σε μια μέρα, όσο σε πηγαίνουν τα πόδια σου και αντέχεις για μια μέρα να πηγαίνεις, είναι δικό σου, και η τιμή είναι πάντα χίλια ρούβλια.»

Ο Παχόμ έχασε τη μιλιά του από την έκπληξη.

«Ναι,» είπε, «αλλά σε μια μέρα μπορώ να προλάβω να περπατήσω και να καλύψω ένα τεράστιο μέρος από γη».

Ο αρχηγός τους γέλασε.

«Θα είναι όλο δικό σου!» του είπε. «Αλλά υπάρχει ένας όρος. Θα πρέπει την ίδια μέρα να επιστρέψεις στο μέρος από το οποίο ξεκίνησες. Αν δεν επιστρέψεις στο μέρος από όπου ξεκίνησες, τα λεφτά σου είναι χαμένα».

Εκείνο το βράδυ ο Παχόμ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όμως πριν χαράξει αποκοιμήθηκε και άρχισε να ονειρεύεται. Ονειρευόταν πως ήταν σε μια δικιά του σκηνή και πως άκουσε να γελούν απ’ έξω. Τόλμησε και βγήκε έξω και είδε τον αρχηγό των Μπασκίρς να κάθεται  έξω από την σκηνή και να κρατά την κοιλιά του από τα γέλια και να κυλίεται γύρω-γύρω γελώντας. Καθώς πλησίασε πιο κοντά κατάλαβε πως δεν ήταν ο αρχηγός των Μπασκίρ αλλά εκείνος ο πλανόδιος έμπορος που είχε συναντήσει στην δική του γη, και σαν είδε ακόμη πιο καλά κατάλαβε πως ήταν ο αγρότης που είχε βρει, που είχε έρθει πάνω από τον Βόλγα. Αλλά τελικά δεν ήταν ούτε αυτός, ήταν ο διάβολος ο ίδιος με κέρατα και πόδια ζώου, με οπλές που τα κτυπούσε κάτω ελαφρά.  Μπροστά από τον διάβολο ήταν ξαπλωμένος ένας ξυπόλυτος άνδρας που φορούσε μόνο παντελόνι και πουκάμισο.

Και καθώς ονειρευόταν ο Παχόμ, πήγε πιο κοντά να δει τι άνθρωπος ήταν αυτός, και διαπίστωσε πως ήταν νεκρός και πως ήταν… ο εαυτός του!

Τρομοκρατημένος ο Παχόμ πετάχτηκε επάνω. «Τι μπορεί να ονειρεύεται ο άνθρωπος!» σκέφτηκε.

Ο Παχόμ έφτασε στην πεδιάδα εκείνη που είχαν συμφωνήσει καθώς ο ουρανός άρχιζε να κοκκινίζει. Έβαλε τα χίλια ρούβλια στο γούνινο καπέλο του αρχηγού που το είχε βάλει στο χώμα, και ξεκίνησε. Το βήμα του δεν ήταν ούτε αργό, ούτε γρήγορο. Όσο όμως περπατούσε στην γη έκανε πιο μεγάλα βήματα γιατί η γη σε κάθε βήμα που έκανε φαίνονταν και πιο ωραία. Μάλιστα σε μια προσπάθεια να συμπεριλάβει μέσα ένα πολύ ωραίο λιβάδι, πήγε πολύ μακριά πριν να βάλει το σημάδι που είχε μαζί του, και να αρχίσει να γυρίζει πίσω. Έτσι κύλησε η μέρα και τώρα βιαζόταν και περπατούσε πραγματικά γρήγορα κάτω από τον καυτό ήλιο που όμως είχε αρχίσει  να δύει.

Κατακουρασμένος αφού έκανε κύκλο τέτοια μεγάλη έκταση ο  Παχόμ γύριζε πίσω στο λοφάκι από όπου είχε ξεκινήσει περπατώντας με δυσκολία, σέρνοντας τα πόδια του. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε σαν των παλιών σιδεράδων το φυσερό, η καρδιά του χτυπούσε σαν σφυρί, τα πόδια του άρχιζαν σιγά-σιγά να τον εγκαταλείπουν. Σε λίγο έβλεπε ο Παχόμ τον λόφο και τους Μπασκίρς να του φωνάζουν.

Και ο Τολστόι κλείνει την ιστορία:

«Ο Παχόμ κοίταξε τον ήλιο που είχε αγγίξει την γη. Η μια πλευρά του είχε ήδη χαθεί. Με όση δύναμη του απέμενε βιάστηκε τόσο πολύ που έγερνε το κορμί του μπρος τα εμπρός ίσα-ίσα που τα πόδια του ακολουθούσαν ώστε να μην πέσει. Με το που άγγιξε τον λοφίσκο ξαφνικά σκοτείνιασε. Κοίταξε ψηλά, ο ήλιος είχε ήδη δύσει! Φώναξε με αγωνία: «όλος μου ο κόπος πήγε χαμένος,» και ενώ σκεφτόταν να σταματήσει άκουσε τους Μπασκίρς να του φωνάζουν και θυμήθηκε πως αν και για αυτόν που ήταν χαμηλά ο ήλιος είχε δύσει, για αυτούς όμως που ήταν στην κορυφή ο ήλιος ακόμη φαινόταν. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ανέβηκε πάνω στον λόφο. Εκεί ήταν ακόμη φως. Και καθώς έφτασε στην κορυφή είδε τον σκούφο. Δίπλα από αυτόν καθόταν ο αρχηγός γελώντας και έχοντας τα χέρια στη μέση του. Πάλι ο Παχόμ θυμήθηκε το όνειρό του και έβγαλε μια κραυγή. Τα πόδια του τον εγκατέλειψαν, έπεσε μπροστά και άρπαξε το καπέλο (με τα ρούβλια) στα χέρια του…-πέθανε από την υπερβολική προσπάθεια.

Ο υπηρέτης του σήκωσε μια αξίνα και έσκαψε ένα λάκκο μακρύ αρκετά για να χωράει τον Παχόμ και τον έθαψε εκεί. Έξι πόδια, όσο από το κεφάλι στις πατούσες του, τόσο του έλειπε για να φτάσει στον στόχο του».
 
«Πόση γη χρειάζεται ένας άνθρωπος;» Αυτή είναι μια ιστορία με μεγάλη δύναμη και παγκόσμια απήχηση γιατί η πλεονεξία, η απληστία είναι αρρώστια  που μολύνει την ψυχή όλης της ανθρωπότητας. Ο αγώνας του Παχόμ είναι αγώνας που τον τρέχουν σήμερα όχι στις στέπες της Σιβηρίας αλλά στους δρόμους της Αθήνας, του Λονδίνου Νέας Υόρκης, του Τόκιο, όλοι με το ίδιο τραγικό τέλος.

Όλοι βέβαια απορρίπτουν την πλεονεξία και την απληστία. Αλλά η πραγματικότητα είναι πως κάθε μέρα κάποιος κήρυκας, ή ιερέας κάπου θα κάνει την κηδεία κάποιου που ξόδεψε την ζωή του, θυσίασε τα πάντα, ακόμη και την οικογένειά του για να φτάσει στην κορυφή του λόφου του Παχόμ, για να αποκτήσει όλο και πιο πολλά.

Για αυτόν τον λόγο και η δέκατη εντολή είναι σημαντική:

«Μη επιθυμήσης την οικίαν του πλησίον σου· μη επιθυμήσης την γυναίκα του πλησίον σου· μηδέ τον δούλον αυτού· μηδέ την δούλην αυτού, μηδέ τον βουν αυτού, μηδέ τον όνον αυτού, μηδέ παν ό,τι είναι του πλησίον σου».

Η πλεονεξία, η απληστία βρίσκονται πιο συχνά από κάθε άλλη διάθεση πίσω από την επιθυμία για αυτά που ανήκουν στους άλλους.

Η λέξη «επιθυμία» δεν είναι κακή λέξη, ούτε έχει αναγκαστικά κακή σημασία. Σαφώς και υπάρχουν καλές επιθυμίες. Ο Χριστός μας είπε να ζητούμε τη βασιλεία Του και τη δικαιοσύνη Του (Ματθ.ς:33). Αυτή είναι μια καλή επιθυμία. Οι φυσικές μας επιθυμίες, δεν είναι αμαρτία. Η πείνα (Ματθ.δ:2), η δίψα (Ιωάν.ιθ:28-29), η ανάγκη για ξεκούραση (Λουκ. η:23). Η επιθυμία για την σύζυγό μου, ή τον σύζυγό μου δεν είναι αμαρτία. Υπάρχει ένα ολόκληρο βιβλίο στην Αγία Γραφή, το Άσμα Ασμάτων που περιγράφει την επιθυμία αυτή στην αγνή της μορφή. Επιθυμούμε τα παιδιά μας, να προοδεύσουν. Επιθυμούμε τη δική μας προσωπική βελτίωση (Παρ.κδ:27). Η επιθυμία να δουλέψουμε δεν είναι κακή (Παρ. ιγ:4, κα:5). Αντίθετα η εργατικότητα επαινείται στη Βίβλο. Μας προτρέπει επίσης ο λόγος του Θεού να επιθυμούμε τον Θεό, όπως το ελάφι διψάει για τα ζωντανά νερά.  Η λέξη «επιθυμία» λοιπόν, από μόνη της δεν είναι κακή.

Όμως εδώ στις 10 Εντολές η «επιθυμία» έχει την έννοια της επιθυμίας με πονηρή διάθεση. Επιθυμώ επειδή δεν έχω όσα έχει ο άλλος ή επειδή αυτά που έχω δεν είναι τόσο καλά όσο και τα δικά του.

Υπάρχει μια λέξη που νομίζω μας δίνει την έννοια αυτή, είναι η λέξη «εποφθαλμιώ» από το «οφθαλμός». Σημαίνει δηλαδή το μάτι μου να είναι στου αλλουνού τα πράγματα: «εποφθαλμιώ».

Και για να γίνει πιο συγκεκριμένος ο λόγος του Θεού ονομάζει τι δεν πρέπει να επιθυμήσω πονηρά. Και το πρώτο που λέει είναι να μην επιθυμήσω το σπίτι του. Αλλά με τη λέξη «σπίτι» εννοούνται στον τρόπο σκέψης των Εβραίων όλα όσα υπάρχουν μέσα στο σπίτι. Και εξηγεί η εντολή στη συνέχεια, την γυναίκα του, τους υπηρέτες του, τα ζώα του, την περιουσία του, και κλείνει η εντολή λέγοντας πως δεν πρέπει να επιθυμήσουμε οτιδήποτε ανήκει στον διπλανό μας.

Το ενδιαφέρον είναι πως όταν επαναλαμβάνονται οι 10 Εντολές στο Δευτ.ε:21 υπάρχει μία διαφορά. Για να την δούμε:

Και μη επιθυμήσης την γυναίκα του πλησίον σου· μηδέ επιθυμήσης την οικίαν του πλησίον σου μήτε τον αγρόν αυτού μήτε τον δούλον αυτού μήτε την δούλην αυτού μήτε τον βουν αυτού μήτε τον όνον αυτού μηδέ παν ό,τι είναι του πλησίον σου. 

Παρατηρείτε τίποτα; Η γυναίκα εδώ έχει πάει πριν από το σπίτι. Ο λόγος του Θεού και ο Θεός γνωρίζουν την ανθρώπινη φύση πολύ καλά. Γνωρίζουν  πως το μυαλό το ανθρώπινο γυρεύει εκείνα που δεν πρέπει να γυρεύει. Αλλά υπάρχει και ένας άλλος λόγος. Σύμφωνα με την Γραφή, η σύζυγος αποτελεί από τις πιο σημαντικές ευλογίες που ο Θεός έχει να δώσει στον άνδρα.

Παρ.ιβ:4, «Η ενάρετος γυνή είναι στέφανος εις τον άνδρα αυτής· η δε προξενούσα αισχύνην είναι ως σαπρία εις τα οστά αυτού».

Και επίσης στο τελευταίο κεφάλαιο των Παροιμιών  που λέει «γυναίκα ενάρετον τις θέλει ευρή; Είναι πολυτιμότερη υπέρ τους μαργαρίτας, η καρδιά του ανδρός αυτής θαρρεί επ’ αυτήν…ο ανήρ αυτής επαινεί αυτήν».

Θα ήθελα όμως σε αυτό το σημείο να σταθούμε για ένα λεπτό και να πούμε τι η εντολή αυτή δεν λέει. Ας το ξαναπούμε: η εντολή αυτή δεν απαγορεύει να επιθυμείς να έχεις σύζυγο, έπιπλα, σπίτι, ρούχα, περιουσία γενικά. Όλα αυτά είναι καλά πράγματα, είναι δώρα από τον Θεό. Απαγορεύει να θέλεις του γείτονα σου την γυναίκα, τα έπιπλα, το σπίτι, του γείτονα σου το αυτοκίνητο, τη δουλειά, τον τρόπο που ζει η οικογένεια του, επειδή είτε είναι πιο πολλά, είτε πιο καλά από τα δικά σου, και επειδή εσύ δεν τα έχεις, από πλεονεξία, τα επιθυμείς για να αποκτήσεις, πιο πολλά.

Και αν προσέξατε η εντολή αυτή διαφέρει από τις προηγούμενες 9 στο ότι δεν απαγορεύει μια πράξη αλλά πηγαίνει κατευθείαν στο μυαλό. Στις προηγούμενες εντολές απαγορευόταν η πράξη: η κλοπή, η μοιχεία, ο φόνος.
 
Στοχεύει η 10η εντολή εκεί που κανένας άλλος άνθρωπος δεν βλέπει. Μπορεί να είμαι χαρούμενος, καλοντυμένος, χαμογελαστός, χτενισμένος, και όμως να είμαι δυστυχισμένος επειδή δεν έχω όσα έχουν οι άλλοι. Και η πλεονεξία μου να με οδηγεί στην ζήλια και να με κάνει δυστυχισμένο. Μπορεί να είμαι πλούσιος και να είμαι πλεονέκτης και ζηλιάρης και να ζηλεύω που δεν έχω όσα έχει ο άλλος. Μπορεί να είμαι ποιμένας, ή ιεραπόστολος, ή ευαγγελιστής και όμως να επιθυμώ αυτά που ανήκουν στον άλλον. Μπορεί να είμαι πετυχημένος στην δουλειά μου και όμως να ζηλεύω.

Κανένας δεν βλέπει τι υπάρχει μέσα εδώ. Κανένας δεν μπορεί να κρίνει πότε παρέβηκα την εντολή. Μόνον εγώ και ο Θεός.

Και επίσης ένα τελευταίο που χρειάζεται να δούμε πριν προχωρήσουμε είναι πως η 10η εντολή είναι μια περίληψη όλων των εντολών που αφορούν τις σχέσεις μου με τους ανθρώπους. {Είπαμε οι 4 πρώτες εντολές αφορούν την σχέση μου με τον Θεό, και οι 6 επόμενες τις σχέσεις μου με τους ανθρώπους}. Και είναι περίληψη γιατί ο Χριστός έκανε περίληψη τις 10 Εντολές και είπε ότι αν αγαπάς τον Θεό με όλη σου την καρδιά, την ψυχή, το νου και τη δύναμη (οι 4 πρώτες) και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου (οι 6 δεύτερες) εκπληρώνεις όλο τον  νόμο.

Όμως αν εγώ, αντί να αγαπώ τον πλησίον μου σαν  τον εαυτό μου, από την πλεονεξία μου να αποκτήσω όσο περισσότερα γίνεται, και αρχίζω και επιθυμώ το σπίτι του, την γυναίκα του, και ό,τι είναι δικό του, δεν τον αγαπώ. Αντίθετα αγαπώ τον εαυτό μου.

Πάρτε για παράδειγμα τον φόνο. Σκοτώνει ο άνθρωπος κάποιον τις πιο πολλές φορές από μίσος επειδή δεν μπορείς να έχεις ότι ανήκει στον άλλον. Πάρτε την μοιχεία. Η μοιχεία ξεκινάει από εδώ (δείχνω το μυαλό). Όταν επιθυμήσω την γυναίκα κάποιου άλλου. Και γιατί επιθυμώ μια άλλη γυναίκα, ή ένα άλλο άντρα. Όχι επειδή την αγαπάω ή τον αγαπάω, αλλά γιατί αγαπώ και ενδιαφέρομαι να ικανοποιήσω και να ευχαριστήσω τον εαυτό μου. Σκεφτείτε την κλοπή. Κλέβει κάποιος επειδή επιθυμεί ό,τι έχει ο άλλος που δεν το έχει ίδιος.

Κλείνουν δηλαδή οι 10 Εντολές λέγοντας το εξής: Καμιά από τις εντολές δεν θα τηρήσουμε, αν δεν προσέξουμε το μυαλό μας. Αν δεν προσέξουμε τον εσωτερικό μας άνθρωπο. Τι επιθυμούμε. Αν παραβώ αυτή την εντολή, το επόμενο βήμα θα είναι να μοιχεύσω, να σκοτώσω, να κλέψω, να μην τιμήσω τους γονείς μου φροντίζοντας τους γιατί τα χρήματα τα κρατώ για μένα, και ούτω καθεξής.

Αυτή η εντολή μας κάνει όλους παραβάτες. Γιατί χωρίς τον Χριστό να μας αλλάξει την καρδιά, να μας αναγεννήσει και να μας μάθει να σκεφτόμαστε όπως Εκείνος σιγά-σιγά, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να την υπακούσουμε. Γιατί η αμαρτωλή μας φύση είναι πιο δυνατή από εμάς.

Ακούστε τι λέει ο απ. Παύλος στην Ρωμ.ζ:7-9, «Τι λοιπόν θέλομεν ειπεί; ο νόμος είναι αμαρτία; Μη γένοιτο. Αλλά την αμαρτίαν δεν εγνώρισα, ειμή διά του νόμου· διότι και την επιθυμίαν δεν ήθελον γνωρίσει, εάν ο νόμος δεν έλεγε· Μη επιθυμήσης. Αφορμήν δε λαβούσα η αμαρτία διά της εντολής, εγέννησεν εν εμοί πάσαν επιθυμίαν· διότι χωρίς του νόμου η αμαρτία είναι νεκρά. Και εγώ έζων ποτέ χωρίς νόμου· αλλ' ότε ήλθεν η εντολή, ανέζησεν αμαρτία, εγώ δε απέθανον».

Δεν είναι τυχαίο όμως πως μιλώντας για τον εαυτό του ο απόστολος Παύλος, σε αυτή την εντολή θέλησε να κάνει το σχόλιο. Ο Θεός δεν ενδιαφέρεται απλά για το τι κάνουμε. Αλλά για το ποιοι είμαστε, απ’ έξω αλλά και από μέσα.

Πρέπει τώρα, όμως να γίνουμε συγκεκριμένοι και να ξοδέψουμε λίγο χρόνο για να εξετάσουμε διάφορες μορφές που οι επιθυμίες μας μπορούν να πάρουν.


Συνεχίζεται