«Σκέψου θετικά»
Γιατί να σκεφτούμε θετικά όταν δεν περνάμε καλά, όταν
είμαστε δυστυχείς μέσα στη σχέση μας, στον εργασιακό μας χώρο ή στην παρέα μας;
Γιατί να μην αφήσουμε τη δυσφορία και το άγχος να μας «μιλήσουν»; Εάν οι
άνθρωποι σκέφτονταν συνεχώς θετικά, καμία υπέρβαση δεν θα είχε πραγματοποιηθεί.
Θα μπορούσε π.χ. να φανταστεί κανείς τους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης να
αναβάλλουν τον αγώνα τους, γιατί -σκεπτόμενοι θετικά- συνειδητοποίησαν ότι
τελικά ο τουρκικός ζυγός έχει και αυτός τα πλεονεκτήματά του; Υπάρχει και η
στιγμή της άρνησης, γιατί κάποιες φορές αυτή μπορεί να είναι η μόνη αρμόζουσα
έκφραση.
Έχει σημασία να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ονομάσουμε την κατάσταση
όπως είναι, μέσα σε όλο της τον αρνητισμό, εάν έτσι αισθανόμαστε. Σίγουρα, αυτά
τα συναισθήματα γεννιούνται όταν υπάρχει κάποιος λόγος. H παραίνεση να
σκεφτόμαστε πάντα θετικά ανοίγει συχνά το δρόμο προς μια χαζοχαρούμενη ύπαρξη,
που αρνείται την πραγματικότητα.
Το «σκέψου θετικά» μπορεί να είναι εξίσου μια
φυγή όσο είναι η χρήση αλκοόλ ή η παρατεταμένη τηλεθέαση, ώστε να αποφύγουμε να
αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Είναι πολύ πιο ωφέλιμο να βιώσουμε τα
αρνητικά μας συναισθήματα, ώστε να λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα και να τα
αντιμετωπίσουμε. H θετική στάση εδώ μπορεί να είναι να αναλάβουμε την ευθύνη
της ζωής μας, βλέποντας ποια από τα προβλήματά μας μπορούμε να λύσουμε και με
ποια καλούμαστε να συμφιλιωθούμε.
«Hρέμησε, μη
θυμώνεις»
Μια συμβουλή που δεν είναι μόνο μάταιη, αλλά συνήθως
προκαλεί τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Τη στιγμή που θυμώνουμε, το
τελευταίο πράγμα που βοηθάει είναι να μας πει κάποιος ότι το συναίσθημά μας δεν
είναι αποδεκτό. Έτσι, εκτός από θυμωμένοι, μπορεί πια να νιώθουμε και μόνοι.
Εξάλλου, γιατί να μη θυμώσουμε όταν κάποιος μάς φέρεται άσχημα ή προσπαθεί να
μας εκμεταλλευτεί; O θυμός είναι εξάλλου ένα πολύ χρήσιμο συναίσθημα, γιατί μας
ειδοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά και μας ωθεί να κινητοποιηθούμε επ’ αυτού.
Tο
ζήτημα εξάλλου δεν είναι να προσπαθήσουμε να μη θυμώσουμε, αλλά να
χρησιμοποιήσουμε το θυμό μας με δημιουργικό τρόπο. Να καταλάβουμε δηλαδή τι
είναι αυτό που μας εξοργίζει και να προσπαθήσουμε να το αντιμετωπίσουμε. Αυτό
δεν σημαίνει ότι θα πρέπει πάντα να ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με τους γύρω μας.
Μπορεί η αντιμετώπιση αυτή να αφορά μια εσωτερική επεξεργασία της αιτίας του
θυμού μας, ένα διάλογο με τον εαυτό μας σε σχέση με το γιατί κάτι μάς κάνει
έξαλλους.
«Ξέχασε αυτό που σε
πόνεσε, κοίτα μπροστά»
Όσοι από εμάς έχουμε ζήσει ένα θάνατο ή ένα χωρισμό
παρατηρήσαμε ίσως το εξής: οι περισσότεροι άνθρωποι που μας πλησιάζουν
προσπαθούν να μας πείσουν ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να ξεχάσουμε ότι μας
συνέβη, όσο πιο γρήγορα γίνεται, και να προχωρήσουμε «μπροστά». H συμβουλή αυτή
συνοδεύεται και από κάποιες βοηθητικές συστάσεις αυτής της κεντρικής ιδέας:
«βγάλε τα μαύρα», «πρέπει να γυρίσεις πίσω στους κανονικούς σου ρυθμούς»,
«φτιάξε ξανά τη ζωή σου, όσο πιο γρήγορα γίνεται», «μη μένεις μόνος σου».
Τι
είναι όμως αυτό το ασαφές «μπροστά», προς το οποίο όλοι μάς προτρέπουν ότι θα
πρέπει να κινηθούμε; Και πώς θα μπορέσουμε να το μάθουμε εάν δεν πενθήσουμε
πρώτα αυτό που χάσαμε; O Σίγκμουντ Φρόιντ αποσαφήνισε με μεγάλη καθαρότητα τη
διαφορά μεταξύ πένθους και μελαγχολίας. Στη μελαγχολία υπάρχει μια άρνηση της
αποδοχής της απώλειας, η οποία όμως, αντί να μας προστατεύει, μας εμποδίζει να
προχωρήσουμε τη ζωή μας, καθηλώνοντάς μας στο ίδιο σημείο. H άρνηση αυτή
συντηρεί ζωντανή τη φαντασίωση στην επιστροφή της προηγούμενης κατάστασης, όπως
ακριβώς ήταν. Το πένθος εμπεριέχει το συναίσθημα του έντονου πόνου, που
συνδέεται με τη σταδιακή συνειδητοποίηση της απώλειας.
H κατανόηση αυτή
επιτρέπει σταδιακά να αποστασιοποιηθούμε από τον πόνο και να συνεχίσουμε τη ζωή
μας, αφού όμως πρώτα ζήσουμε την απώλεια για όσο καιρό το χρειαζόμαστε. Δεν
ωφελεί να προσποιούμαστε ότι δεν υποφέρουμε, ούτε και να κρύβουμε τα δάκρυά
μας. Είναι ακριβώς αυτά που μέσα στην αλήθειά τους θα μας γιατρέψουν τελικά από
τον πόνο και θα μας επιτρέψουν να γυρίσουμε σελίδα, κρατώντας τις αναμνήσεις
μας σαν ένα πολύτιμο κομμάτι του εαυτού μας.
«Mην εμπιστεύεσαι
κανέναν, εκτός από την οικογένειά σου»
H οικογένεια από την οποία προερχόμαστε είναι εξαιρετικά
σημαντικό κομμάτι της ζωής μας. Εάν την απαρνηθούμε, δημιουργείται ένα τεράστιο
εσωτερικό κενό, γιατί δεν ξέρουμε πια ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, πώς
ξεκινήσαμε. Είναι δείγμα ωριμότητας να μπορεί κανείς να αντέχει να έχει μια
καλή σχέση με την οικογένειά του, χωρίς να τρέμει αιωνίως ότι θα υποστεί
καταπίεση.
Εξάλλου, ένας άνθρωπος που ξέρει πια τον εαυτό του μπορεί να
αντιμετωπίζει τις γονικές υποδείξεις με χιούμορ και συγκατάβαση (το κατά δύναμη
βέβαια· όλοι λυγίζουμε κάποιες φορές, όταν είμαστε 40 χρονών, έχουμε μεγαλώσει
δύο παιδιά και μας κάνουν ενδυματολογικές υποδείξεις). Καθώς μεγαλώνουμε,
καλούμαστε να επενδύσουμε συναισθηματικά σε ανθρώπους εκτός της οικογένειάς μας
και να αποστασιοποιηθούμε μερικώς από τη γονική εστία.
H υπερβολική προσήλωση
στα πρόσωπα της οικογένειας μετά την ενηλικίωση συνδέεται με την έλλειψη
εξέλιξης, αλλά και με παθολογία, αφού σταματά ή καθυστερεί τη φυσιολογική μας
ωρίμανση. Αντίθετα, μια κάποια απόσταση προσφέρει τον απαραίτητο «χώρο», ώστε
να μπορέσουμε να καλλιεργήσουμε τις ενήλικες μας σχέσεις με το σύντροφό μας, τα
παιδιά μας, αλλά και τους προσωπικούς μας φίλους των ενήλικων επιλογών μας.