δ:25 «λαβούσα η
Σεπφώρα»
Αυτό σημαίνει ότι ο Μωυσής δεν ήταν σε θέση
να το κάνει ο ίδιος, ίσως λόγω της αρρώστιας του.
δ:26 «νυμφίος
αιμάτων»
Απ’ αυτό καταλαβαίνουμε ότι ο Μωυσής ήθελε
να κάνει την περιτομή, η Σεπφώρα αντιδρούσε κι αυτός υποτάχθηκε σ’ αυτή την
απαίτηση. Ο Θεός όμως πήγε να θανατώσει το Μωυσή κι όχι τη Σεπφώρα. Αν η σύζυγος
κάνει κάποιο λάθος, κάτι που δεν θέλει ο Κύριος και ο σύζυγος κάνει «τα στραβά
μάτια», ο Θεός θα ζητήσει το λόγο από την εξουσία που είναι ο άνδρας.
Είναι πιθανό, απ’ αυτό το σημείο ο Μωυσής
να έστειλε τη Σεπφώρα πίσω στον πατέρα της μαζί με τα παιδιά, γιατί αργότερα
βλέπουμε τον Ιοθόρ να τους φέρνει στο Μωυσή, στην έρημο, μετά την Έξοδο
(Έξ.ιη:1-7).
Θ’ αφήσουμε τώρα «την έρημον», για λίγο, χωρίς να ξεχάσουμε όμως τα μεγάλα μαθήματα
και την επίδραση που πρέπει να έχουν σε κάθε εργάτη του Ευαγγελίου του Χριστού.
Όσοι θέλουν να υπηρετούν και να ευλογούνται από τη διακονία τους, χρειάζεται να
δεχτούν και να κατανοήσουν τις διδασκαλίες που ο Μωυσής πήρε στους πρόποδες του
Χωρήβ και «εν τη οδώ, εν τω καταλύματι».
Αν αυτό γινόταν, δεν θα βλέπαμε τόσους ανθρώπους να τρέχουν χωρίς να έχουν
αποσταλεί, ανθρώπους να προσπαθούν σε υπηρεσίες που ποτέ δεν ήταν προορισμένοι.
δ:27-31
Ο Θεός στέλνει τον Ααρών να συναντήσει το
Μωυσή και μαζί πάνε προς συνάντηση των πρεσβυτέρων του Ισραήλ για να τους
εξηγήσουν την αποστολή τους. Τώρα, διαβάζουμε, «Και επίστευσεν ο λαός» (εδ.31). Πόσο ευτυχισμένοι πρέπει να ήταν
που ο Θεός έστειλε κάποιον να υπερασπιστεί την υπόθεσή τους! Υπάρχει πάντοτε
χαρά, όταν πιστεύουμε στο λόγο του Θεού. Όπως ο Θεός τους είχε πει, ότι θα
άκουγαν και θα πίστευαν, έτσι έγινε.
Αυτή η όμορφη στιγμή της ενότητας και της
θερμής αδελφικής αγάπης, έρχεται σε αντίθεση με πολλά γεγονότα που θ’
ακολουθήσουν ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο άντρες. Σαράντα χρόνια στην έρημο,
άλλαξαν και τους ανθρώπους και τις καταστάσεις. Όμως, είναι ωραίο να σταματά
κανείς για λίγο, στις πρώτες μέρες της πορείας του πιστού, όταν η σκληρή
πραγματικότητα της ζωής στην έρημο, δεν έχει επηρεάσει ακόμα τα ευγενικά και
ζωντανά αισθήματα. Όταν η απάτη, η διαφθορά και η υποκρισία δεν έχουν ακόμα
κλονίσει την εμπιστοσύνη της καρδιάς, ούτε έχουν δημιουργήσει καχυποψίες.
Δυστυχώς, αυτή είναι η αλήθεια, σε πάρα
πολλές περιπτώσεις, απ’ ότι μας διδάσκει η πείρα. Ευτυχισμένος είναι εκείνος,
που επειδή έχει τα μάτια του ανοικτά με τέτοιο τρόπο, μπορεί να βλέπει την
ανθρώπινη φύση καθαρότερα απ’ ότι ο πολύς κόσμος κι έτσι να υπηρετεί με τη χάρη
που απορρέει μόνο από το Θεό.
Ποιος γνώριζε τα βάθη και τις πονηριές της
ανθρώπινης καρδιάς όπως ο Κύριος Ιησούς τις γνώριζε; «Αυτός δε ο Ιησούς δεν ενεπιστεύετο εις αυτούς, διότι εγνώριζε πάντας
και διότι δεν είχεν χρείαν δια να μαρτυρήση τις περί του ανθρώπου επειδή αυτός
εγνώριζε τι ήτο εντός του ανθρώπου» (Ιωάν.β:24-25). Γνώριζε τόσο καλά τους
ανθρώπους ώστε δεν μπορούσε να τους εμπιστεύεται. Δεν πίστευε αυτά που έλεγαν
ούτε μπορούσε να επιδοκιμάσει τη γνώμη τους.
Όμως, παρόλα αυτά, ποιος υπήρξε ποτέ τόσο
γεμάτος από χάρη όσο Εκείνος; Τόσο φιλόστοργος, τόσο θερμός, τόσο οικτίρμων,
τόσο συμπαθητικός; Είχε μια καρδιά που καταλάβαινε τον καθένα, δεν αδιαφορούσε για
την ανθρώπινη αθλιότητα, αν και ήξερε πόσο αμαρτωλοί ήταν οι άνθρωποι. «Διήρχετο από τόπου εις τόπον ευεργετών».
Γιατί; Μήπως επειδή πίστευε ότι όλοι αυτοί που συνωστίζονταν γύρω Του ήταν ειλικρινείς;
Όχι, αλλά επειδή «ο Θεός ήτο μετ’ αυτού»
(Πράξ.ι:38). Αυτό το παράδειγμα μας δίνει ο Θεός. Ας το ακολουθήσουμε, ακόμα κι
αν χρειαστεί να καταπατήσουμε το εγώ
με όλα τα συμφέροντά του σε κάθε βήμα της πορείας μας.
Ποιος θα ήθελε να έχει αυτή τη σοφία, τη
γνώση και την πείρα που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να οδηγούν τους ανθρώπους
να περιορίζονται σ’ ένα κύκλο ψυχρού εγωισμού και να παρατηρούν όλο τον κόσμο
μ’ ένα μάτι σκοτεινής δυσπιστίας; Κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να προέρχεται από μια
ουράνια φύση. Ο Θεός δίνει τη σοφία, αλλά αυτή η σοφία δεν κλείνει την καρδιά
μπροστά στις ανάγκες και τις αθλιότητες των ανθρώπων. Ακόμα ο Θεός μας βοηθά να
καταλαβαίνουμε την ανθρώπινη φύση, αλλά αυτό δεν μας κάνει να καυχόμαστε
εγωιστικά γι’ αυτό που αποκαλούμε «δικό μας».
Ζώντας με τον Κύριο, αποκτούμε πείρα, αλλά αυτή η πείρα δεν μας κάνει να
περιφρονούμε όλο τον κόσμο, εκτός από τον εαυτό μας.
Αν μπορούμε να πούμε «Εις εμέ το ζήν είναι ο Χριστός», τότε αν και κινούμαστε μέσα σ’
αυτό τον κόσμο που ξέρουμε την κατάστασή του, ενώ έχουμε σχέσεις με ανθρώπους
και ξέρουμε τι μας περιμένει απ’ αυτούς, μπορούμε με τη χάρη του Θεού να
φανερώνουμε το Χριστό στο περιβάλλον που βρισκόμαστε.
Όταν ο Θεός επεμβαίνει, πρέπει να πέσει
κάθε εμπόδιο. Ο Μωυσής είχε πει: «Δεν
θέλουσι πιστεύσει εις εμέ». Όμως, αυτό που έχει σημασία δεν ήταν αν θα
πίστευαν στο Μωυσή, αλλά αν θα πίστευαν στο Θεό. Όποιος βλέπει τον εαυτό του
απλά σαν ένα απεσταλμένο του Θεού, μπορεί να είναι τελείως ήσυχος σε ότι αφορά
την αποδοχή των λόγων του και να συνεχίζει με την ίδια θέρμη να μένει κοντά σ’
αυτούς που πρέπει να υπηρετήσει.
Όταν ο Ζαχαρίας είπε στον άγγελο: «Πώς θέλω γνωρίσει τούτο»; ο άγγελος δεν
ταράχτηκε καθόλου απ’ αυτή την ερώτηση, αλλά απάντησε: «Εγώ είμαι Γαβριήλ ο παριστάμενος ενώπιον του Θεού, και απεστάλην δια
να λαλήσω προς σε και να σε ευαγγελίσω ταύτα» (Λουκ.α:18,19).