Υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι βλέπουν οράσεις και ενύπνια ή ακούνε φωνές.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ψάχνουν για κάτι ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ, κάτι που να το έχουν
ΑΥΤΟΙ ενώ δεν το έχουν οι άλλοι...
Το ατύχημα είναι πως αυτή η τάση συναντάται
και μεταξύ ανθρώπων που λένε ότι είναι πιστοί του Χριστού. «Ο Θεός μου είπε»,
λένε... Είναι όμως αλήθεια;
Αυτά δεν είναι ζητήματα που συζητάς εύκολα.
Κανένας μας δε θέλει οι προσπάθειές μας για το Χριστό να παρακινούνται από τον ανθρώπινο
παράγοντα. Θέλουμε οι ηγέτες μας να είναι θεοσεβείς, πνευματικά ευαίσθητοι και
ν' ανταποκρίνονται σ’ αυτό που πιστεύουν ότι ο Θεός θέλει να κάνουμε. Η Βίβλος
κάνει σαφές, ότι ο Θεός χρησιμοποιεί ανθρώπους για να μιλήσει εξ ονόματός Του.
Ο απόστολος Παύλος συμβούλεψε τους Θεσσαλονικείς, «Το πνεύμα μη σβήνετε. Προφητείας μη
εξουθενείτε» (Α’ Θεσ.ε:19-20).
Είμαι πεπεισμένος, εντούτοις, ότι η κακή
χρήση της θρησκευτικής γλώσσας και των «λόγων του Θεού» από κάποιους, μας
δίνουν το δικαίωμα να σκεφτούμε προσεκτικά για το πώς χρησιμοποιούνται φράσεις
όπως:
·
Μου μίλησε ο Θεός...
·
Προσευχόμουν γι' αυτό...
·
Ο Θεός έβαλε στην καρδιά μου...
·
Ο Θεός μου είπε να πω...
·
Πήρα οδηγία να έρθω σε σένα...
·
Ο Θεός μου αποκάλυψε...
·
Ο Θεός μου θύμισε ένα εδάφιο...
·
Ο Θεός έφερε στο μυαλό μου...
Ποια είναι τα κίνητρα;
Μερικές φορές μιλάμε με τέτοιο τρόπο για να
κάνουμε τους άλλους να πιστέψουν ότι οι επιθυμίες μας έχουν τη συμφωνία του
Θεού. Σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιούμε τέτοιες φράσεις σαν να βάζουμε ένα
είδος υπογραφής του Θεού κάτω από τις δικές μας ιδέες, προκειμένου να κάνουμε
δύσκολο στους άλλους να διαφωνήσουν μαζί μας. Αισθανόμαστε, ακόμη και
υποσυνείδητα, πως όταν μας ακούνε οι άνθρωποι να λέμε «αυτό που έχει βάλει στην
καρδιά μας ο Θεός», αυτοί δεν θα μπορούν να το αμφισβητήσουν.
Δεν μπορούμε να
είμαστε εύπιστοι ή αφελείς
Όταν ο απόστολος Παύλος έγραψε, «Το Πνεύμα μη σβύνετε, προφητείας μη
εξουθενείτε», στη συνέχεια πρόσθεσε: «Πάντα
δοκιμάζετε» (Α’ Θεσ.ε:21). Ο απόστολος Ιωάννης επίσης είπε στην Α’ Ιωάν.δ:1,
«δοκιμάζετε τα πνεύματα
εάν ήναι εκ του Θεού». Τόσο ο Παύλος όσο και ο Ιωάννης δείχνουν
μια προσοχή που είχε εκφραστεί πολύ πιο πριν, από τον προφήτη Ιεζεκιήλ.
Στον 6ο αιώνα π.Χ., προφητεύει εκ
μέρους του Θεού, «Υιέ
ανθρώπου, προφήτευσον επί τους προφήτας του Ισραήλ τους προφητεύοντας και ειπέ
προς τους προφητεύοντας εξ ιδίας αυτών καρδίας, Ακούσατε τον λόγον του Κυρίου.
Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· Ουαί εις τους προφήτας τους μωρούς, τους
περιπατούντας οπίσω του πνεύματος αυτών, και δεν είδον ουδεμίαν όρασιν» (Ιεζ.ιγ:1-3).
Ύπουλη κατάχρηση των
φράσεων
Όταν συνηθίζουμε να λέμε, «Ο Θεός μού είπε» ή
«Ο Κύριος έβαλε στην καρδιά μου», θολώνουμε τις γραμμές μεταξύ αυτού που
ξέρουμε ότι ο Θεός το είπε στο λόγο Του και εκείνου που νομίζουμε ότι έχει πει
σ' εμάς μέσω της εσωτερικής μας προδιάθεσης.
Αυτό το σβήσιμο των ορίων είναι σημαντικό
ζήτημα. Ακόμη και κάτω από την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, ο απόστολος Παύλος
ήταν προσεκτικός ώστε να ξεχωρίζει ανάμεσα στο λόγο του Θεού και την προσωπική
του πεποίθηση
Α’ Κορ.
ζ:10-12
Εις δε τους νενυμφευμένους παραγγέλλω,
ουχί εγώ αλλ' ο Κύριος, να μη χωρισθή η γυνή από του ανδρός αυτής· αλλ' εάν και
χωρισθή, ας μένη άγαμος ή ας συνδιαλλαγή με τον άνδρα· και ο ανήρ να μη αφίνη
την εαυτού γυναίκα. Προς δε τους λοιπούς εγώ λέγω, ουχί ο Κύριος· Εάν τις
αδελφός έχη γυναίκα άπιστον, και αυτή συγκατανεύη να συνοική μετ' αυτού, ας μη
αφίνη αυτήν·
Εκείνο που εξετάζεται είναι η δική μας
διάκριση και η εκτίμηση που έχω για το λόγο του Θεού. Εάν στην καθημερινή μας
συνομιλία μιλάμε λες και εκείνα που ο Θεός λέει μέσα μας, μέσω της εσωτερικής
μας προδιάθεσης, έχουν ίση αξία με αυτό που έχει πει μέσω των Γραφών, ακόμα και
χωρίς να το θέλουμε, ανταγωνιζόμαστε την αυθεντία της Βίβλου.
Τιμή στο λόγο του
Θεού
Συνεπώς, το ερώτημα δεν είναι «Τι μας είπε ο Θεός;» αλλά «Με τι τρόπο μιλάμε εμείς για το Θεό;» Επιτέλους,
ο απόστολος Πέτρος έγραψε, «Εάν
τις λαλή, ας λαλή ως λαλών λόγια Θεού» (Α’ Πέτρ.δ:11).
Η απάντησή μας πρέπει να προκύπτει από μια
ειλικρινή και ευσεβή εκτίμηση της διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στις δικές μας
σκέψεις και τις σκέψεις του Θεού. Εάν είμαστε βέβαιοι ότι ο Θεός έχει πει κάτι
στις Γραφές, πρέπει να το αναφέρουμε ακριβώς όπως είναι γραμμένο και με
πεποίθηση. Εάν νομίζουμε ότι εμείς σκεφτόμαστε με τρόπο σύμφωνο με τις δικές
Του σκέψεις, τότε πρέπει να λέμε, «Νομίζω», ή «Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα
σχέδιο δράσης που ευχαριστεί το Θεό», ή «Πιστεύω ότι αυτή η κατεύθυνση είναι
σύμφωνη με τις διδασκαλίες των Γραφών». Ο βασικός παράγοντας είναι η ειλικρίνεια.
Το να λες «Νομίζω» ή «Πιστεύω ότι», μπορεί να
φαίνεται πως είναι λεπτομέρεια. Αλλά το ζήτημα είναι μεγάλο. Αφορά αυτό που
έκφρασε ο ίδιος ο Θεός στον Ιεζεκιήλ, όταν είπε, «Λέγουσιν, Ο Κύριος λέγει· και ο
Κύριος δεν απέστειλεν αυτούς· και έκαμον τους ανθρώπους να ελπίζωσιν ότι ο
λόγος αυτών ήθελε πληρωθή. Δεν είδετε οράσεις ματαίας και ελαλήσατε μαντείας
ψευδείς και λέγετε, Ο Κύριος είπεν, ενώ εγώ δεν ελάλησα;» (Ιεζ.ιγ:6-7).