1.Λιτανεία, σημαίνει ικεσία. Πρόκληση κοινή. Σύνδρομη ευχαριστία προς τον Θεόν υπέρ τινός δώρου Του ή ανάμνησις επέμβασής Του.
Λιτανεύω, συνώνυμο του λίσσομαι (παρακαλώ, ζητώ κάλυψη), «Γουνών λιτανεύειν» (Οδήσ. κ. 481). Αλλά και λιτανικός, λιτόνιος, λιτανός (Αισχ. Ικετ. 809)
2.Αλλά και λιταργίζω, πηγαίνω κάπου τρέχοντας. Και περιφέρω. Λιτααργικός, λίταργος, λιτασμός.
Λιτή (λίτομαι) η παρακλητική προσευχή. («λιτήσι λίσσεσθαι» Οδυσ. Λ.34, «ες λιτός κατεβαίνει» Πρόδ. 1.116, «λιταίς πείθειν...» Πίνδ,Ο.2.144, «λιτοί θεών» = προσευχές προς τους Θεούς, Ευρ. Ικετ. 262)
3.Εκκλησιαστικώς λιτανεία (Ιωαν.Μουχ. 3101 β'). Στην εκκλησιαστική ιεροτελεστία, ή λιτανεία εκ του ναού στο χώρο του νάρθηκα, αμέσως μετά την κεφαλοκλισία.
Και λιτήρ (ικετήριος), λητήσιος (δεόμενος).