Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

ΟΡΘΟΤΟΜΟΥΝΤΕΣ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ 03

Β’ Τιμ.β:15


Ολόκληρη η Αγία Γραφή χωρίζεται σε δύο μεγάλα μέρη, αυτό που έχει αποκαλυφθεί κι αυτό που δεν έχει αποκαλυφθεί. Στον μη αποκεκαλυμμένο λόγο του Θεού έχουμε τους τύπους και τις σκιές της Παλαιάς Διαθήκης, τις παραβολές των τεσσάρων ευαγγελίων και τους συμβολισμούς της Αποκάλυψης. Όλα αυτά δεν ερμηνεύονται απ’ τον εαυτό τους, αλλά πρέπει ν’ ανατρέξουμε και σ’ άλλα σημεία της Γραφής. Το αποκεκαλυμμένο μέρος αποτελούν το βιβλίο των Πράξεων κι οι Επιστολές.

Η Καινή Διαθήκη χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: το πρώτο είναι τα τέσσερα «Ευαγγέλια» (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά κι Ιωάννη), το δεύτερο είναι το βιβλίο των Πράξεων, το τρίτο οι επιστολές από Ρωμαίους μέχρι Ιούδα και το τέταρτο μέρος είναι η Αποκάλυψη. Το βιβλίο αυτό είναι γεμάτο συμβολισμούς, απ’ τους οποίους οι περισσότεροι έχουν να κάνουν με προφητικά γεγονότα που χρειάζονται ερμηνεία.

Στην πραγματικότητα, τα τέσσερα πρώτα βιβλία, τα «Ευαγγέλια», αποτελούν την εισαγωγή στη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Εδώ καταγράφεται η γέννηση, η ζωή κι ο θάνατος του Ιωάννη του Βαπτιστή, καθώς κι η γέννηση, η ζωή, η διακονία, ο θάνατος κι η ανάσταση του Ιησού Χριστού. Μ’ εξαίρεση τα βιβλία του Μάρκου και του Λουκά, τελειώνουν με την αναφορά της ανάληψης του Ιησού, χωρίς όμως να υπάρχει σε κάποιο απ’ αυτά το Ευαγγέλιο, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, που είναι το κήρυγμα του θανάτου, της ταφής και της ανάστασης του Ιησού.

Ο Παύλος μας λέει στην Α’ Κορ.ιε:1-4 «Σας φανερόνω δε, αδελφοί, το ευαγγέλιον το οποίον εκήρυξα προς εσάς, το οποίον και παρελάβετε, εις το οποίον και ίστασθε δια του οποίου και σώζεσθε, τίνι τρόπω σας εκήρυξα αυτό, αν φυλάττητε αυτό εκτός εάν επιστεύσατε ματαίως. Διότι παρέδωκα εις εσάς εν πρώτοις εκείνο, το οποίον και παρέλαβον, ότι ο Χριστός απέθανε δια τας αμαρτίας ημών κατά τας γραφάς, και ότι ετάφη, και ότι ανέστη την τρίτην ημέραν, κατά τας γραφάς»

Στους Ρωμ.ε:8 διαβάζουμε: «Άλλ’ ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς, διότι, ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών».

Ξανά ο Παύλος μιλάει για το Ευαγγέλιο που κήρυττε, στους Ρωμ.ι:9 «ότι εάν ομολογήσης δια του στόματός σου τον Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός ανέστησε αυτόν εκ νεκρών, θέλεις σωθεί».

Αυτό το Ευαγγέλιο δεν είχε ακουστεί  μέχρι την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν ο Πέτρος το κήρυξε στα πλήθη, όπως αναφέρεται στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου των Πράξεων.

Ο Ιησούς προσπάθησε να μιλήσει για το σχέδιο της σωτηρίας στους μαθητές, αλλά δεν ήταν σε θέση να το δεχτούν, Μαρκ.η:31: «Και ήρχισε να διδάσκει αυτούς ότι πρέπει ο Υιός του ανθρώπου να πάθη πολλά, και να καταφρονηθή από των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και γραμματέων, και να θανατωθή, και μετά τρείς ημέρας να αναστηθή».

Στα δύο επόμενα εδάφια βλέπουμε ότι ο Πέτρος δεν πίστεψε στο Ευαγγέλιο, γιατί επιτίμησε τον Κύριο όταν του ειπώθηκαν τα παραπάνω. «Και ελάλει τον λόγον παρρησία.. Και παραλαβών αυτόν ο Πέτρος κατ’ ιδίαν, ήρχισε να επιτιμά αυτόν. Ο δε επιστραφείς, και ιδών τους μαθητάς αυτού, επετίμησεν τον Πέτρον, λέγων, Υπαγε οπίσω μου Σατανά διότι δεν φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων».
Στο Μαρκ.θ:9-10 βλέπουμε ότι οι μαθητές δεν κατάλαβαν το νόημα του ευαγγελίου και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να το κηρύξουν. «Ενώ δε κατέβαινον από του όρους, παρήγγειλεν εις αυτούς να μη διηγηθώσιν εις μηδένα όσα είδον, ειμή όταν ο Υιός του ανθρώπου αναστηθή εκ νεκρών. Και εφύλαξαν τον λόγον εν εαυτοίς, συζητούντες προς αλλήλους, τί είναι το να αναστηθή εκ νεκρών».

Το ίδιο πράγμα βλέπουμε στο Μαρκ.θ:31-32 «Διότι εδίδασκε τους μαθητάς αυτού, και έλεγε προς αυτούς, ότι ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χείρας ανθρώπων, και θέλουσιν θανατώσει αυτόν, και θανατωθείς την τρίτην ημέραν θέλει αναστηθή. Εκείνοι όμως δεν ενόουν τον λόγον, και εφοβούντο να ερωτήσωσιν αυτόν».

Όταν αναστήθηκε ο Ιησούς, οι μαθητές δεν μπορούσαν να πιστέψουν στο Ευαγγέλιο, ακόμα κι όταν αυτόπτες μάρτυρες τους είπαν ότι ο Χριστός αναστήθηκε. Μαρκ.ις:14 «Ύστερον εφάνη εις τους ένδεκα ενώ εκάθηντο εις την τράπεζαν, και ωνείδισε την απιστίαν αυτών και σκληροκαρδίαν, διότι δεν επίστευσαν εις τους ιδόντας αυτόν αναστάντα».

Στο Ιωαν.κ:24-25 βλέπουμε ότι ο Θωμάς δεν πίστεψε τους άλλους μαθητές που είχαν δει τον Ιησού «Θωμάς δε, είς εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος, δεν ήτο μετ’ αυτών ότε ήλθεν ο Ιησούς. Ελεγον λοιπόν προς αυτόν οι άλλοι μαθηταί, Είδομεν τον Κύριον. Ο δε είπεν προς αυτούς. Εάν δεν ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, δεν θέλω πιστεύσει». Βέβαια ο Θωμάς πίστεψε μετά, όταν είδε τον αναστημένο Κύριο, Ιωαν.κ:26-29 «Και μεθ’ ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί αυτού, και Θωμάς μετ’ αυτών. Έρχεται ο Ιησούς ενώ αι θύραι ήσαν κακλεισμέναι, και εστάθη εις το μέσον, και είπεν, Ειρήνη υμίν. Έπειτα λέγει προς τον Θωμάν, Φέρε τον δάκτυλόν σου εδώ, και ιδέ τας χείρας μου και φέρε την χείρα σου, και βάλε εις την πλευράν μου και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός. Και απεκρίθη ο Θωμάς, και είπε προς αυτόν, Ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Λέγει προς αυτόν ο Ιησούς, Επειδή με είδες, Θωμά, επίστευσας, μακάριοι  όσοι δεν είδον, και επίστευσαν».

Στο Λουκ.κβ:31,32 βλέπουμε ότι ο Πέτρος δεν είχε ακόμα επιστρέψει στο Ευαγγέλιο: «Είπε δε ο Κύριος, Σίμων, Σίμων, ιδού, ο Σατανάς σας εζήτησε, δια να σας κοσκινήση ως τον σίτον. Πλήν εγώ εδεήθην περί σου διά να μη εκλείψη η πίστις σου. Και σύ όταν επιστρέψης, στήριξον τους αδελφούς σου». Αμέσως μόλις πίστεψε τον βλέπουμε να κάνει ακριβώς αυτό. 

Το θέμα είναι ότι η Καινή Διαθήκη δεν μπορούσε να έχει ισχύ και δύναμη πριν πεθάνει ο Ιησούς, γιατί η Γραφή μας λέει στους Εβρ.θ:16,17 «Διότι όπου είναι διαθήκη, ανάγκη να υπάρχη θάνατος εκείνου όστις έκαμε την διαθήκην διότι η διαθήκη επί τεθνεώτων είναι βεβαία επειδή ποτέ δεν ισχύει ενόσω ζη ο διαθέτης». Έτσι, αφού ο διαθέτης της Καινής Διαθήκης πέθανε και αναστήθηκε, αναλήφθηκε στον ουρανό σαν ο Μέγας Αρχιερέας μας. «Ελθών δε ο Χριστός, αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών, διά της μεγαλητέρας και τελειοτέρας σκηνής, ουχί χειροποιήτου, τουτέστιν, ουχί ταύτης της κατασκευής, ουδέ δι’ αίματος τράγων και μόσχων, αλλά διά του ιδίου αυτού αίματος εισήλθεν άπαξ εις τα άγια, αποκτήσας αιωνίαν λύτρωσιν», Εβρ.θ:11,12. Το εδάφιο 24 στο ίδιο κεφάλαιο μας λέει ότι ο ουρανός είναι τώρα τα άγια: «Διότι ο Χριστός δεν εισήλθεν εις χειροποίητα άγια, αντίτυπα των αληθινών, αλλ’ εις αυτόν τον ουρανόν, διά να εμφανισθή τώρα ενώπιον του Θεού υπέρ ημών».

Ο Ιησούς, σαν διαχειριστής της δικής Του διαθήκης, εξέχεε το Πνεύμα Του στους μαθητές που περίμεναν την ημέρα της Πεντηκοστής και τους σφράγισε για την ημέρα της απολύτρωσης. Ο Ιησούς είναι ο μόνος που διαχειρίστηκε ο Ίδιος το θέλημά Του, τη διαθήκη Του. Ο δρόμος για την Καινή Διαθήκη ανοίχτηκε και παραμένει ανοιχτός για όλους όσοι δεχτούν το Ευαγγέλιο. Βλέπουμε λοιπόν, ότι  το πρώτο μέρος της Καινής Διαθήκης μας οδηγεί μόνο στην ανάληψη του Ιησού.

Τώρα μπαίνουμε στο δεύτερο μέρος της Καινής Διαθήκης, όπου συναντάμε ένα βιβλίο μοναδικό. Δεν υπάρχει κανένα άλλο όμοιό του μέσα στη Γραφή κι αν θέλαμε να του δώσουμε μία ακριβή, κυριολεκτική ονομασία αυτή θα ήταν «Πράξεις του Αγίου Πνεύματος». Εδώ καταγράφεται το κήρυγμα του ευαγγελίου απ’ αυτούς που  διάλεξε ο Ιησούς και προετοίμασε γι’ αυτό το σκοπό. Σ’ αυτό το βιβλίο δεν βρίσκουμε μόνο το σωστό τρόπο κηρύγματος του Ευαγγελίου, αλλά και το σχέδιο του Θεού πώς μπορεί  κάποιος να μπει στην εκκλησία της Καινής Διαθήκης.

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, επαναλαμβάνουμε ότι ο αποκεκαλυμμένος λόγος του Θεού χωρίζεται σε δύο μέρη: Το βιβλίο των Πράξεων και τις επιστολές. Το βιβλίο των Πράξεων μας δείχνει το δρόμο για να μπούμε μέσα στην εκκλησία της Καινής Διαθήκης κι οι επιστολές μας εξηγούν πώς πρέπει να ενεργούμε στη ζωή μας αφού έχουμε γίνει μέλη της εκκλησίας.

Δεν χρειάζεται αποκάλυψη για να καταλάβουμε το βιβλίο των Πράξεων, γιατί αν κι είναι θεόπνευστο, είναι αποκεκαλυμμένο ώστε να μη χρειάζεται ερμηνεία. Εννοεί ακριβώς αυτό που λέει.

Στην πρώτη διαίρεση που κάναμε, είδαμε ότι ένα μεγάλο μέρος της διδασκαλίας του Ιησού ήταν με παραβολές και παροιμίες, οι οποίες χρειάζονται ερμηνεία. Στην πραγματικότητα ο Ιησούς είπε: «Έτι πολλά έχω να είπω προς εσάς, δεν δύνασθε όμως τώρα να βαστάζητε αυτά. Όταν δε έλθει εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θέλει σας οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν....» (Ιωαν.ις:12).

Την ημέρα της Πεντηκοστής βλέπουμε ότι το Πνεύμα της αλήθειας ήρθε μέσα τους κι οι μαθητές με τη δύναμη αυτού του Πνεύματος μπόρεσαν να μας δώσουν το αληθινό Ευαγγέλιο, γιατί στην προσευχή Του ο Ιησούς είχε πει: «Και δεν παρακαλώ μόνον περί τούτων, αλλά και περί των πιστευσόντων εις εμέ διά του λόγου αυτών» (Ιωαν.ιζ:20). Έτσι λοιπόν, όταν διαβάζουμε το βιβλίο των Πράξεων, μπορούμε να είμαστε τελείως σίγουροι ότι τα δόγματα των αποστόλων που καταγράφονται εδώ αποτελούν τη σωστή κι αληθινή ερμηνεία των Γραφών σχετικά με το σχέδιο του Ευαγγελίου. Έτσι, κάθε ερμηνεία των Γραφών που έρχεται σε αντίθεση με τη διδασκαλία των αποστόλων δεν μπορεί να είναι αληθινή!

Ο Ιησούς δεν εμπιστεύθηκε μόνο το κήρυγμα του ευαγγελίου στα χέρια των μαθητών Του, αλλά και τη συγγραφή της Καινής Διαθήκης, γιατί ο Ίδιος δεν μας άφησε ούτε την υπογραφή Του. Ολόκληρη η Καινή Διαθήκη γράφτηκε απ’ τους μαθητές Του. Πόσο παράλογο είναι λοιπόν να λέει κανείς ότι θ’ ακολουθήσει τα λόγια του Χριστού κι όχι του Πέτρου, όταν έχει γνωρίσει τα λόγια Του μόνο μες απ’ την πένα κάποιου μαθητή!

Αφού έγινε κατανοητό ότι το βιβλίο των Πράξεων είναι το σωστό πρότυπο, σε κάθε εποχή, για την είσοδο στον οίκο του Θεού (την εκκλησία, Α’ Τιμ.γ:15) και ξέροντας ότι είμαστε «εποικοδομηθέντες επί το θεμέλιον των αποστόλων και προφητών» (Εφεσ.β:20), θα προχωρήσουμε τώρα στην τρίτη διαίρεση, που διδάσκει το λαό του Θεού πώς να ενεργεί αφού έχει μπει στον οίκο Του. Εδώ πάλι, στις Επιστολές, έχουμε αποκεκαλυμμένο το λόγο του Θεού όπως μας εξηγεί ο απόστολος Παύλος στην Εφεσ.γ:2-4: «επειδή ηκούσατε την οικονομίαν της χάριτος του Θεού της δοθείσης εις εμέ υπέρ υμών, ότι δι’ αποκαλύψεως εφανέρωσεν εις εμέ το μυστήριον, (καθώς προέγραψα συντόμως εξ ών δύνασθε αναγινώσκοντες να νοήσητε την εν τω μυστηρίω του Χριστού γνώσιν μου». Οι Επιστολές γράφτηκαν στην Εκκλησία, σ’ ανθρώπους γεμάτους απ’ το Πνεύμα του Θεού.

Αν κάποιος δεν έχει καταλάβει σε ποιους απευθύνονται οι επιστολές, τότε δικαιολογημένα μπερδεύεται με την ομιλία σε άγνωστες γλώσσες που αναφέρεται στην Α’ Κορινθίους και στο βιβλίο των Πράξεων. Αυτά τα δύο βιβλία ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες. Το βιβλίο των Πράξεων αναφέρει πώς οι άνθρωποι μπορούν να μπουν στην εκκλησία, ενώ η Α’ Κορινθίους διδάσκει τον κόσμο πώς να συμπεριφέρεται μέσα στην εκκλησία.

Αν σου έδιναν ένα βιβλίο με οδηγίες πώς μπορείς να μπεις μέσα σ’ ένα σπουδαίο κτίριο κι αφού έμπαινες σου έδιναν ένα άλλο βιβλίο πώς πρέπει να κινηθείς μέσα σ’ αυτό, φυσικά και δεν θα σκεπτόσουν να μου δώσεις το δεύτερο βιβλίο αν σου ζητούσα να μου πεις πώς μπορώ να μπω κι εγώ μέσα. Αν το έκανες θα με μπέρδευες. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Γραφή. Αν οι άνθρωποι ορθοτομούσαν το λόγο του Θεού, θα έβλεπαν ότι οι γλώσσες που μιλάνε όταν βαπτίζονται με Πνεύμα Άγιο καθώς μπαίνουν στο σώμα του Χριστού, δεν έχουν ανάγκη από ερμηνεία. Αυτός, όμως, που χρησιμοποιεί το χάρισμα των γλωσσών μέσα στην εκκλησία όπως αναφέρεται σ’ αυτό το τρίτο τμήμα, προτρέπεται να προσεύχεται για να γίνει ικανός να διερμηνεύει.

Μπορεί τώρα να καταλάβει κανείς πόσο προφυλαγμένος είναι από ψευδοδιδασκαλίες, όταν τηρεί αυτή τη μέθοδο διαίρεσης του λόγου του Θεού. Όποια διδασκαλία  συναντήσουμε, πρέπει να την εξετάσουμε με βάση τον αποκεκαλυμμένο λόγο του Θεού κι αν ταιριάζει μπορούμε να τη δεχτούμε με ασφάλεια σαν αληθινή. Αν όμως δεν ταιριάζει με τη διδασκαλία των Πράξεων και των Επιστολών, πρέπει να την αφήνουμε να φεύγει, σίγουροι ότι δεν έχουμε απομακρυνθεί απ’ την αλήθεια. Όταν ψάχνουμε για αλήθειες που είναι κρυμμένες μέσα σε τύπους και σκιές της Παλαιάς Διαθήκης, στις παραβολές των Ευαγγελίων και στα σύμβολα της Αποκάλυψης, έχουμε στερεό θεμέλιο με το οποίο μπορούμε να κρίνουμε τις ερμηνείες.

Οι περισσότερες απ’ τις μεγάλες διδασκαλίες που έχουν γίνει αιτία διαφοροποιήσεων, μπορούν εύκολα να τακτοποιηθούν με τον αποκεκαλυμμένο λόγο του Θεού. Αν ο λαός του Θεού δεν αποφασίσει ν’ αφήσει κατά μέρος όλες τις αντικρουόμενες διδασκαλίες και να δεχτεί την απλή αποκεκαλυμμένη διδασκαλία των αποστόλων, όπως φαίνεται μέσα στο βιβλίο των Πράξεων και στις Επιστολές, δεν θα μπορέσει να ειρηνεύσει και να μιλήσει τα ίδια πράγματα. Αν οι απόστολοι δεν ήταν σωστοί, τότε ποιος είναι σωστός και πού να στραφούμε για να βρούμε κάποιον σωστό;

Ευχαριστούμε το Θεό, γιατί ξέρουμε ότι οι απόστολοι ήταν σωστοί, ακριβώς επειδή δεν ήταν αυτοί που μιλούσαν, αλλά το Πνεύμα του Θεού μιλούσε μέσα απ’ αυτούς. Έχοντας, λοιπόν, αυτή την αλήθεια, μπορούμε να φωνάξουμε δυνατά μέσα στην ελευθερία και τη χαρά που μόνο η αλήθεια μπορεί να φέρει!