Σκέψου ότι ζεις σε μια γειτονιά παλαιού τύπου. Έχεις τώρα σ´αυτή τη γειτονιά ένα μπακάλικο -το αφεντικό του μαγαζιού, χοντρός αντιπαθέστατος αλλά αναγκαίος επειδή φέρνει τα πάντα, παστέλια, μαντολάτα, απορρυπαντικά, τρόφιμα, τσιγάρα -διαθέτει και τηλέφωνο «δια το κοινόν». Έχει και υπαλλήλους διάφορους ο χοντρός, βάλτους κι αυτούς στην ιστορία.
Τι κάνει λοιπόν ο χοντρός; Αγοράζει κοψοχρονιά και πουλάει σε τσιμπημένες τιμές, κλέβει και στο ζύγι -κονομάει γενικώς. Και όσο κονομάει, τόσο αγοράζει κι όσο αγοράζει, τόσο πουλάει όλο κι ακριβότερα -κονομάει χοντρικώς. Πουλώντας λιανικώς.
Έχει φτιάξει τώρα ο χοντρός ένα κομπόδεμα μεγαλύτερο από τη μπάκα του. Τι να το κάνει; Οι τράπεζες δε δίνουν καλά επιτόκια, με τοκογλυφίες δε θέλει να μπλέκει καθότι επίφοβα πράγματα, για την πάρτη του δε γουστάρει να ξοδέψει επειδή τυγχάνει ολιγαρκής καρμίρης ο χοντρός -σκέφτεται λοιπόν, σπάει την κεφάλα του, τι να το κάνει το μπαγιόκο. «Ρε δεν ανοίγω ακόμα ένα μπακάλικο -να κονομάω από δυο πάντες;» λέει στο τέλος.