Από το ομόνυμο έργο του ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ.
Εξομολογούμενος:
Εγώ, Δέσποτα... ο πατέρας μου γεωργός κ' έξυπνος άνθρωπος, έως από την πρώτη μου ηλικία με ανάθρεψε στην κλεψιά και στην πονηρία.
Εκλέφταμε αντάμα τον Κύριο Προϊστάμενό μας.
Κ' εκείνος το εκαταλάβενε, μα δεν ετόλμα να πη τίποτα, επειδή τότες εμείς επροσβαλλόμαστε, και του ασχημομιλούσαμε. Έτσι καθώς βλέπεις, Πνευματικέ μου, εβγαίναμε από το κοινό των κλέφτωνε, και ήμασθε... θα να πης ληστάδες.
Όταν έφτασα να είμαι πια δεκαπενταριά χρονώνε ήμουνα τόσο άξιος εις την κλεψιάν και την πονηρία, που έκλεφτα και τον πατέρα μου τον ίδιονε. Καθώς έλεγε η μάνα μου, «τους έψενα στην κλεψιά». Εκείνο που λένε πως «εις το σπήτι τουν κλέφτωνε δεν κλέφτουνε», στέκει για τους έξωθε κλέφτες, αλλά οι σπητάτοι κλέφτες κλέφτονται πάντα, μεταξύ τους, αδυνατώντες να φυλαχθούν ο ένας από τον άλλονε.
Πνευματικός: Και από κείνα που έκλεφτες του πατέρα σου, έδινες κάτι στην εκκλησία;
Εξομολογούμενος: Όχι, Δέσποτα.
Πνευματικός: Ω θεοκατάρατε!
Εξομολογούμενος: Ο πατέρας μου, του ήθελε να κλέφτη, μα να μην τον κλέφτουνε. Μιά μέρα μόσπασε το κεφάλι μ' ένα ξυλάρι, και μ' έδιωξε από το σπήτι φοβερίζοντάς με να με σκοτώσει αν το ματακάνω. Εγώ τότε ασκιάχτηκα, και την άλλη μέρα του έκλεψα άλλα δέκα φράγκα που του εμένανε στη σακκούλα του, κ' έφυγα, κ' εκατέβηκα στη χώρα αποφασισμένος να μη ματαγυρίσω στο σπήτι μου.
Πνευματικός: Κ'εκείνα τα δέκα φράφκα τι τάκαμες;...
Εξομολογούμενος: Από εκείνα έρριξα δυο δεκάρες, προτού φύγω από το χωριό, στην κασελλέτα τσης Παναγίας, για να με βοηθήση στη χώρα που ερχόμουνα.
Πνευματικός: Αί! Ο Θεός συγχωρήση και ελεήση.
Εξομολογούμενος: Παιδί δεκαπέντε χρονώνε, ύγειο, δυνατό, κ' επιτήδιο, είχα στον εαυτό μου θάρρος οπού έχουνε τα παιδιά, που δε βλέπουν τες δυσκολίες, ούτε τους κινδύνους. Στη χώρα που εκατέβαινα ήθελε μετέλθω την επιστήμη, ή την πιδεξιωσύνη, όπως θέλεις πε τηνε, που μου έμαθε ο πατέρας μου, και που έπειτα του κακοφαινότουνε να την εξασκώ μεσ' στο σπήτι μας.
Δεν ήμουνα όμως και μονοτάρως απελπισμένος. Εδώ είχα τον αδελφό του πατέρα μου, αποκατεστημένονε από χρόνους πρώτα, που έκανε το ζωγράφο. Και ήτανε και καλός ζωγράφος. Εχρωμάτιζε πορτοπαρέθυρα μαγερειώνε, κασέλες υπηρετριών, κ' έκανε και Αγίους.
Έκανε, δέσποτά μου, κάτι Αγίους... τρομερά ωραίους. Και τους επούληε στα χωριά, καθώς έλεγε αυτός, για όσο άξιζε η ταύλα, επειδή τον κόπο του, θείω ζήλω κινούμενος, τον εχάριζε.
Πνευματικός: Ο καϋμένος!
Εξομολογούμενος: Έτσι, αφού γύρισα κάποσο τους δρόμους της χώρας, και δεν εύρηκα τίποτα που να μπορώ να κάμω δικό μου, επήγα στου μπάρμπα και του εγύρεψα ψωμί.
Ο μπάρμπας μου με είδε με καλό μάτι. Και αφού άκουσε την ιστορία μου, που εγώ του την είπα καθώς ήθελα, και όλως άλλην της αληθινής μου ιστορίας, μου επρόσφερε να μείνω μαζύ του, ναν τόνε βοηθάω στη δουλειά του, και να ζω μ' αυτόν. Εγώ, άλλο που δεν ήθελα, κ' ευθύς τι σπήτι του μπάρμπα μου έγινε σπήτι δικό μου.
Τες πρώτες ημέρες έμεινα για ώρες εχστατικός εμπρός σ' εκείνες τες ζωγραφιές, κ' εθαύμαζα την τέχνη του μπάρμπα μου, και τον εζήλευα που εμπόρηε να κάνη Αγίους τέτοιους! Και ο μπάρμπας μου που μ' έβλεπε ναν τόνε θαυμάζω, κολακευμένος από το θαυμασμό μου, με αγάπησε ακόμη περισσότερο, και μούπε να με μάθη να κάνω κ' εγώ Αγίους ωσάν εκείνους.
Μπορείς, Πνευματικέ μου, να φανταστής τη χαρά μου! Να μάθω να κάνω Αγίους ωσάν εκείνους!... Εβάλθηκα ευθύς, και άρχισα με πόθο και μ' ενθουσιασμό την αγιογραφία, και σε λίγες ημέρες έκαμα μεγάλες πρόοδες. Θεία έμπνευση ήλθε και σ' εμέ σα γλώσσα φωτιάς μέσα στο κεφάλι μου, κ' εκινούσα το χέρι μου ανεξαρτήτως της θελήσεώς μου!
Οι χωριάτες οπού ερχόντανε στο εργαστήρι μας αρχίζανε να εχτιμούν τα εδικά μου κονίσματα και εκείνα του μπάρμπα μου. Και κάποιοι μάλιστα επροτιμούσανε τα δικά μου, επειδή εγώ εμεταχειριζόμουνα περισσότερο το χρώμα το κόκκινο. Εγώ τότες εσχεδίασα να ωφεληθώ από την έτσι εκφραζόμενη καλλαισθησία του χωριάτωνε υπέρ των αγιογραφιών μου.
Είχε κάμω γνωριμία και σχέση με όλα τα κατεργαρούδια της χώρας. Τη νύχτα εμπαίναμε μέσα στους ορνιθώνας κ' εκλέφταμε 'ρνίθια. Ή στους κήπους, κ' εκλέφταμε κορίθια, και ό,τι άλλο ευρίσκαμε. Κάπου κάπου ανοίξαμε και κανένα καζόττο, και εσηκώσαμε λίγα χρήματα που ο νοικοκύρης είχε αφήσει εκεί, σαν περιττά βέβαια δι' αυτόν. Και που εμάς όμως έπειτα μας ωφελήσανε για να πληρώσουμε τον πνευματικό μας.
Πνευματικός: Ο Θεός συγχωρήση και ελεήση.
Εξομολογούμενος: Ειδεμή, στο σπήτι ενός από τους συντρόφους μου εβάστουνα κ' εγώ εργοστάσιο κρυφά από τον μπάρμπα μου, όπου εκουβάλουνα όσα μου εχρειαζόντανε από τα πράματα του μπάρμπα μου, κ' έκανα κ' επούλουνα Αγίους, για λογαριασμό δικόνε μου και συντροφίας. Ο μπάρμπας μου έχανε τα πράματά του, και δεν εμπόρηε να καταλάβη πώς τα έχανε. Κι εμείς εχασκογελούσαμε για την απλότητα του μπάρμπα μου.
Ο μπάρμπας μου ήτον ένας άνθρωπος διαφορετικός από του άλλους ανθρώπους και μάλιστα από τον πατέρα μου. Μ' όλον που άκουε πάντα για κλέφτες και για κλεψιές, δεν εμπόρηε ποτέ να εννοήση πώς ένας άνθρωπος ημπορούσε να ορεχθή το πράμα άλλου ανθρώπου, και ν' αποφασίση ναν το πάρη. Ήτανε αδελφός του πατέρα μου και ήτανε τόσο διαφορετικός από τον πατέρα μου! Ήμουνα ανεψιό του, και δεν εφαινότανε μπάρμπας μου!
Για κάποσον καιρό η συντροφιά με τ' άλλα παιδιά επήγε πολύ καλά. Επειδή, μ' εκείνο που εκέρδιζα εγώ φτιάνοντας και πουλώντας Αγίους, και μ' εκείνο που εκλέφταμε αντάμα όλοι μας, είχαμε συχνές διασκέδασες, κ' εχαιρόμαστε τη ζωή μας. Στην υγειά εκεινώνε που εκάναν τα έξοδα.
Αλλά ο Διάολος εφθόνισε την ευτυχία μας. Ή κι όλα, καθώς λένε, la festa dei bricconi poco dura. Και μια νυχτιά μας εφυλάγανε καρτέρι μέσα σ' ένα κατόϊ που εμπήκαμε, εγώ κ' ένας από τους συντρόφους (οι άλλοι είχε μείνουνε απ' όξου). Μας εδέσανε χειροπόδαρα, μας εμαλακώσανε στο ξύλο, και μας αφήσανε δεμένους, κ' εξενυχτήσαμε απάνου στη γη!
Την αυγή είχανε σκοπό να φέρουνε την Αστυνομία να μας πάρη εκείθε δεμένους, μα ήλθανε οι συγγενείς του συντρόφου μου, κ' επέσανε στα πόδια του σπητονοικοκύρη, παρακαλούντες να μην κάμη τέτοια ντροπή στην οικογένειά τους, και προσφέροντες να πληρώσουν όλα όσα εκλεφτήκανε πρωτήτερα. Έτσι, εγώ χάριν του συντρόφου μου, ελευθερώθηκα κ' εγώ, κ' επήγα στου μπάρμπα μου.
Του μπάρμπα μου του είπα πως έμεινα εκείνην τη νυχτιά όξου, για να δω τα ξημερώματα ανατέλλουσα την ροδοδάκτυλον Ηώ, και να την ζωγραφίσω στο φυσικό της. Έτσι ο μπάρμπας μου εθαύμασε την αφοσίωσήν μου στην τέχνη, μ' εχάϊδεψε, και είπε πως θα γένω μεγάλος άνθρωπος.
Εγώ όμως εδόξασα τον Θεόν ότι ελύτρωσα, και ότι την έβγαλα με μόνον ολίγες ξυλιές στην πλάτη, από μίαν τόσο δύσκολη και σοβαρή θέση, κ' εβάλθηκα για πρώτη φορά τότε να σκεφθώ τη διαγωγή μου.
Εγώ δεν ήμουνα φύσει κλέφτης. Αλλά το παράδειγμα του πατέρα μου εμπνευσμένο εις εμέ από βρεφικής μου ηλικίας, και η συντροφιές οι κακές έπειτα στη χώρα, με είχε κάμουνε τέτοιονε. Έτσι, όταν το φυσικό αναπόφευκτο αποτέλεσμα της κακής μου διαγωγής εφοβήθηκα, και αποφάσισα ν' αλλάξω ζωή.
Πνευματικός: Φίλτατέ μου, αν θα σταθώ ν' ακούσω βιογραφίαν αντί εξομολογήσεως δεν με φθάνει.
Εξομολογούμενος: Σε πληρώνω, Δέσποτα, όπως θέλεις. Θέλεις με τραπεζοχάρτια του Βελέντζα, θέλεις με συναλλάγματα του Κασόνη. Αποφάσισα, είπα, να αλλάξω ζωή. Το ξαναλέω, η φύση δεν με έκαμε κλέφτη. Η περίσταση μ' έκανε τέτοιονε. Η φύση μου είχε δώσει εξεναντίας χαραχτήρα ζωηρόνε, πολύ ζωηρόνε, και μ' αρέσαν' οι αστειότητες. Ώστε, αφού μου επέρασε η φρίκη του συμβάντος εκείνου, που με έκανε δειλόνε και μελαγχολικόνε, άρχισε τότε να μου γένεται μια μεγάλη κλήση στην αστειότητα, κ' εβάλθηκα να κάνω μαζύ με άλλους χωρατά στη χώρα.
Μα πρέπει να ξέρης, Πνευματικέ μου, πως έπειτ' από εκείνο το σοβαρό συμβάν της νυχτο-ξυλο-κοπήσεως, η συντροφιά εξεκαθάρησεν σ' εκείνους οπού σαν εμέ αθετήσανε τον παλαιόν άνθρωπον κ' εβαλθήκανε να ζούνε οπωσούν τίμια, κ΄ εκείνους οπού πλασμένοι κλέφτες από τη φύση, εξακολουθήσανε ατράνταχτοι τη ροπή τους. του ύστερους τούτους εγώ τους αποστράφηκα, κ' εβάλθηκα να ζήσω με τους πρώτους, οι οποίοι κι αυτοί εύθυμοι και ζωηροί νέοι εβαλθήκανε μ' εμέ αντάμα να σταυρώνουμε τον κόσμο,
'Ακουσε, --
Πνευματικός: Νάχης την ευχή του Θεού, παιδί μου, μη μου τα πης όλα. Έχω κι άλλους να ξομολοήσω, και ... time is monty.
Εξομολογούμενος: Μπα, Δέσποτα! Βλέπω που ξέρεις και ιγγλέζικα! Μου κακοφαίνεται να σου παίρνω τον καιρό σου, Πνευματικέ μου, μα είναι χρεία ν' ακούσης ένα, το μεγαλήτερό μου αμάρτημα. Ήτανε τούτος ένας ιερέας.
Πνευματικός: Ποιός;
Εξομολογούμενος: Ένας ιερέας. Φιλάργυρος εις το άκρον.
Πνευματικός: Παπάς, και φιλάργυρος! Βαρύ το αμάρτημα!
Εξομολογούμενος: Μα, Πνευματικέ μου, είναι τούτο το σύνηθες αμάρτημα του παπάδωνε.
Πνευματικός: Αλλά των αναξίων παπάδωνε.
Εξομολογούμενος: Η φιλαργυρία του τον είχε καταντήση να ζη μόνος του, έριμος, χωρίς οικογένεια.
Πνευματικός: Ουμ!
Εξομολογούμενος: Ήτον πνευματικός, κ' εματαρχότανε την πνευματοσύνη επί πληρωμή. Και επί πληρωμή έδινε τες άφεσες.
Πνευματικός: Μα...
Εξομολογούμενος: 'Ακουσε, Πνευματικέ μου, ήτανε πλούσιος, κι εδάνιζε μ' ενέχυρο, και πενήντα τα κατό διάφορο.
Πνευματικός: Μα...
Εξομολογούμενος: 'Ακουσε, Πνευματικέ μου, έλεγε στες γυναικούλες της ενορίας του πως η Παναγία πηαίνει κάθε νύχτα και τον ευρίσκει, και συνομιλούνε μαζύ για τα συμφέροντα της εκκλησίας, και του λέει να γυρεύει βοήθειες από τους χριστιανούς, για το καντήλι της, και για κάθε άλλο τέτοιο. Κ' εκείνες οι καϋμένες που το πιστεύουνε κλέφτουνε τους άνδρες τους, για ναν του δίνουνε...
Πνευματικός: Μα αν δεν κάμη έτσι; ...
Εξομολογούμενος: 'Ακουσε, Πνευματικέ μου, ως πού έφθανε η φιλαργυρία του. Είχε έναν κήπο λάχανα. Και δεν έτρωγε παρά τα ξώφυλλα, για να πουλή τα επίλοιπα.
Πνευματικός: Μα τι σ΄ έγνοιαζ' εσένα;
Εξομολογούμενος: 'Ακουσε, Πνευματικέ μου. Η φιλαργυρία, συχαντερή σε κάθε άνθρωπο, στον παπά γίνεται ακόμη συχαντερώτερη. Έτσι, νάχω την ευχή σου, Πνευματικέ μου. Εγώ και Συντροφιά, αποφασίσαμε ναν τόνε τιμωρήσουμε τον παληόπαπα εκείνονε.
Πνευματικός: Και τι;...
Εξομολογούμενος: 'Ακουσε, Πνευματικέ μου. Μια μέρα που ήτανε καλεσμένος σε πανηγύρι, σ' ένα χωριό, Εγώ και Συντροφιά εκαβαλικέψαμε τα μουράγια του κήπου του και του εξανασπάσαμε όλα τα λάχανα.
Πνευματικός: Ω θεοκατάρατε! Και ήσουνε λοιπόν εσύ;... και τολμάς κηόλας να μου το λες... Ω τα λάχανά μου! Ήλθα και τάβρηκα ποδοπατημένα!...
Εξομολογούμενος: Κ' ετράβαες τα γένεια σου από τη σκάση σου. Μα τώρα εμετάγνωσα. Πνευματικέ μου, λέγομαι αμαρτωλός, και σου ζητώ δια της αφέσεως να με στείλης εις τον Παράδεισο...
Πνευματικός: Στη φούρκα να σε στείλω παληομπάσ....
Εξομομολούμενος: Μην το τελειώσης, Πνευματικέ μου, κ' εγώ να σ' τα πληρώσω τα λάχανά σου.
Πνευματικός: Τα πληρώνεις βέβαια;
Εξομολογούμενος: Εδώ χρήματα.
Πνευματικός: Αι, ο Θεός συγχωρήση και ελεήση.
Εξομολογούμενος: Πόσο αξίζανε;
Πνευματικός: Να μου δώσεις τριάντα φράγκα.
Εξομολογούμενος: Τριάντα, και με την ξεμολόγηση;
Πνευματικός: Όχι, η ξεμολόγηση χώρια.
Εξομολογούμενος: Πολλά μου φαίνουνται, μα δε βλάβει. Είσ' ευχαριστημένος ναν τα παίξωμε στον τόκο;
Πνευματικός: Στον τόκο;! ...
Εξομολογούμενος: Ναι. Ή να γένουν' εξήντα, ή νάμαστε μπάτα.
Πνευματικός: Να μου πληρώσεις τα λάχανά μου. Αλλοιώς σε κράζω στα Δικαστήρια.
Εξομολογούμενος: Δεν έχεις μάρτυρες.
Πνευματικός: Να μου πληρώσεις τα λάχανά μου. Αλλοιώς σε πνίγω.
Εξομολογούμενος: Δέσποτα, Δέσποτα, βάνω τση φωνές, μαζώνεται κόσμος. Να σε πληρώσω, Δέσποτα. Όρσε. Ένα χαρτί, κι έχε γειά.
Πνευματικός: Α παιδί μου! Αφέονταί σοι αι αμαρτίαι. Μα! ...αι!... αι, τι χαρτί είναι τούτο;! ...
Εξομολογούμενος: (φεύγοντας). Είναι μια συναλλαγματική που θέλει σου την πληρώσει ο Βελέντσας και εν ελλείψει του, ο Κασόνης.
Εξομολογούμενος:
Εγώ, Δέσποτα... ο πατέρας μου γεωργός κ' έξυπνος άνθρωπος, έως από την πρώτη μου ηλικία με ανάθρεψε στην κλεψιά και στην πονηρία.
Εκλέφταμε αντάμα τον Κύριο Προϊστάμενό μας.
Κ' εκείνος το εκαταλάβενε, μα δεν ετόλμα να πη τίποτα, επειδή τότες εμείς επροσβαλλόμαστε, και του ασχημομιλούσαμε. Έτσι καθώς βλέπεις, Πνευματικέ μου, εβγαίναμε από το κοινό των κλέφτωνε, και ήμασθε... θα να πης ληστάδες.
Όταν έφτασα να είμαι πια δεκαπενταριά χρονώνε ήμουνα τόσο άξιος εις την κλεψιάν και την πονηρία, που έκλεφτα και τον πατέρα μου τον ίδιονε. Καθώς έλεγε η μάνα μου, «τους έψενα στην κλεψιά». Εκείνο που λένε πως «εις το σπήτι τουν κλέφτωνε δεν κλέφτουνε», στέκει για τους έξωθε κλέφτες, αλλά οι σπητάτοι κλέφτες κλέφτονται πάντα, μεταξύ τους, αδυνατώντες να φυλαχθούν ο ένας από τον άλλονε.
Πνευματικός: Και από κείνα που έκλεφτες του πατέρα σου, έδινες κάτι στην εκκλησία;
Εξομολογούμενος: Όχι, Δέσποτα.
Πνευματικός: Ω θεοκατάρατε!
Εξομολογούμενος: Ο πατέρας μου, του ήθελε να κλέφτη, μα να μην τον κλέφτουνε. Μιά μέρα μόσπασε το κεφάλι μ' ένα ξυλάρι, και μ' έδιωξε από το σπήτι φοβερίζοντάς με να με σκοτώσει αν το ματακάνω. Εγώ τότε ασκιάχτηκα, και την άλλη μέρα του έκλεψα άλλα δέκα φράγκα που του εμένανε στη σακκούλα του, κ' έφυγα, κ' εκατέβηκα στη χώρα αποφασισμένος να μη ματαγυρίσω στο σπήτι μου.
Πνευματικός: Κ'εκείνα τα δέκα φράφκα τι τάκαμες;...
Εξομολογούμενος: Από εκείνα έρριξα δυο δεκάρες, προτού φύγω από το χωριό, στην κασελλέτα τσης Παναγίας, για να με βοηθήση στη χώρα που ερχόμουνα.
Πνευματικός: Αί! Ο Θεός συγχωρήση και ελεήση.
Εξομολογούμενος: Παιδί δεκαπέντε χρονώνε, ύγειο, δυνατό, κ' επιτήδιο, είχα στον εαυτό μου θάρρος οπού έχουνε τα παιδιά, που δε βλέπουν τες δυσκολίες, ούτε τους κινδύνους. Στη χώρα που εκατέβαινα ήθελε μετέλθω την επιστήμη, ή την πιδεξιωσύνη, όπως θέλεις πε τηνε, που μου έμαθε ο πατέρας μου, και που έπειτα του κακοφαινότουνε να την εξασκώ μεσ' στο σπήτι μας.
Δεν ήμουνα όμως και μονοτάρως απελπισμένος. Εδώ είχα τον αδελφό του πατέρα μου, αποκατεστημένονε από χρόνους πρώτα, που έκανε το ζωγράφο. Και ήτανε και καλός ζωγράφος. Εχρωμάτιζε πορτοπαρέθυρα μαγερειώνε, κασέλες υπηρετριών, κ' έκανε και Αγίους.
Έκανε, δέσποτά μου, κάτι Αγίους... τρομερά ωραίους. Και τους επούληε στα χωριά, καθώς έλεγε αυτός, για όσο άξιζε η ταύλα, επειδή τον κόπο του, θείω ζήλω κινούμενος, τον εχάριζε.
Πνευματικός: Ο καϋμένος!
Εξομολογούμενος: Έτσι, αφού γύρισα κάποσο τους δρόμους της χώρας, και δεν εύρηκα τίποτα που να μπορώ να κάμω δικό μου, επήγα στου μπάρμπα και του εγύρεψα ψωμί.
Ο μπάρμπας μου με είδε με καλό μάτι. Και αφού άκουσε την ιστορία μου, που εγώ του την είπα καθώς ήθελα, και όλως άλλην της αληθινής μου ιστορίας, μου επρόσφερε να μείνω μαζύ του, ναν τόνε βοηθάω στη δουλειά του, και να ζω μ' αυτόν. Εγώ, άλλο που δεν ήθελα, κ' ευθύς τι σπήτι του μπάρμπα μου έγινε σπήτι δικό μου.
Τες πρώτες ημέρες έμεινα για ώρες εχστατικός εμπρός σ' εκείνες τες ζωγραφιές, κ' εθαύμαζα την τέχνη του μπάρμπα μου, και τον εζήλευα που εμπόρηε να κάνη Αγίους τέτοιους! Και ο μπάρμπας μου που μ' έβλεπε ναν τόνε θαυμάζω, κολακευμένος από το θαυμασμό μου, με αγάπησε ακόμη περισσότερο, και μούπε να με μάθη να κάνω κ' εγώ Αγίους ωσάν εκείνους.
Μπορείς, Πνευματικέ μου, να φανταστής τη χαρά μου! Να μάθω να κάνω Αγίους ωσάν εκείνους!... Εβάλθηκα ευθύς, και άρχισα με πόθο και μ' ενθουσιασμό την αγιογραφία, και σε λίγες ημέρες έκαμα μεγάλες πρόοδες. Θεία έμπνευση ήλθε και σ' εμέ σα γλώσσα φωτιάς μέσα στο κεφάλι μου, κ' εκινούσα το χέρι μου ανεξαρτήτως της θελήσεώς μου!
Οι χωριάτες οπού ερχόντανε στο εργαστήρι μας αρχίζανε να εχτιμούν τα εδικά μου κονίσματα και εκείνα του μπάρμπα μου. Και κάποιοι μάλιστα επροτιμούσανε τα δικά μου, επειδή εγώ εμεταχειριζόμουνα περισσότερο το χρώμα το κόκκινο. Εγώ τότες εσχεδίασα να ωφεληθώ από την έτσι εκφραζόμενη καλλαισθησία του χωριάτωνε υπέρ των αγιογραφιών μου.
Είχε κάμω γνωριμία και σχέση με όλα τα κατεργαρούδια της χώρας. Τη νύχτα εμπαίναμε μέσα στους ορνιθώνας κ' εκλέφταμε 'ρνίθια. Ή στους κήπους, κ' εκλέφταμε κορίθια, και ό,τι άλλο ευρίσκαμε. Κάπου κάπου ανοίξαμε και κανένα καζόττο, και εσηκώσαμε λίγα χρήματα που ο νοικοκύρης είχε αφήσει εκεί, σαν περιττά βέβαια δι' αυτόν. Και που εμάς όμως έπειτα μας ωφελήσανε για να πληρώσουμε τον πνευματικό μας.
Πνευματικός: Ο Θεός συγχωρήση και ελεήση.
Εξομολογούμενος: Ειδεμή, στο σπήτι ενός από τους συντρόφους μου εβάστουνα κ' εγώ εργοστάσιο κρυφά από τον μπάρμπα μου, όπου εκουβάλουνα όσα μου εχρειαζόντανε από τα πράματα του μπάρμπα μου, κ' έκανα κ' επούλουνα Αγίους, για λογαριασμό δικόνε μου και συντροφίας. Ο μπάρμπας μου έχανε τα πράματά του, και δεν εμπόρηε να καταλάβη πώς τα έχανε. Κι εμείς εχασκογελούσαμε για την απλότητα του μπάρμπα μου.
Ο μπάρμπας μου ήτον ένας άνθρωπος διαφορετικός από του άλλους ανθρώπους και μάλιστα από τον πατέρα μου. Μ' όλον που άκουε πάντα για κλέφτες και για κλεψιές, δεν εμπόρηε ποτέ να εννοήση πώς ένας άνθρωπος ημπορούσε να ορεχθή το πράμα άλλου ανθρώπου, και ν' αποφασίση ναν το πάρη. Ήτανε αδελφός του πατέρα μου και ήτανε τόσο διαφορετικός από τον πατέρα μου! Ήμουνα ανεψιό του, και δεν εφαινότανε μπάρμπας μου!
Για κάποσον καιρό η συντροφιά με τ' άλλα παιδιά επήγε πολύ καλά. Επειδή, μ' εκείνο που εκέρδιζα εγώ φτιάνοντας και πουλώντας Αγίους, και μ' εκείνο που εκλέφταμε αντάμα όλοι μας, είχαμε συχνές διασκέδασες, κ' εχαιρόμαστε τη ζωή μας. Στην υγειά εκεινώνε που εκάναν τα έξοδα.
Αλλά ο Διάολος εφθόνισε την ευτυχία μας. Ή κι όλα, καθώς λένε, la festa dei bricconi poco dura. Και μια νυχτιά μας εφυλάγανε καρτέρι μέσα σ' ένα κατόϊ που εμπήκαμε, εγώ κ' ένας από τους συντρόφους (οι άλλοι είχε μείνουνε απ' όξου). Μας εδέσανε χειροπόδαρα, μας εμαλακώσανε στο ξύλο, και μας αφήσανε δεμένους, κ' εξενυχτήσαμε απάνου στη γη!
Την αυγή είχανε σκοπό να φέρουνε την Αστυνομία να μας πάρη εκείθε δεμένους, μα ήλθανε οι συγγενείς του συντρόφου μου, κ' επέσανε στα πόδια του σπητονοικοκύρη, παρακαλούντες να μην κάμη τέτοια ντροπή στην οικογένειά τους, και προσφέροντες να πληρώσουν όλα όσα εκλεφτήκανε πρωτήτερα. Έτσι, εγώ χάριν του συντρόφου μου, ελευθερώθηκα κ' εγώ, κ' επήγα στου μπάρμπα μου.
Του μπάρμπα μου του είπα πως έμεινα εκείνην τη νυχτιά όξου, για να δω τα ξημερώματα ανατέλλουσα την ροδοδάκτυλον Ηώ, και να την ζωγραφίσω στο φυσικό της. Έτσι ο μπάρμπας μου εθαύμασε την αφοσίωσήν μου στην τέχνη, μ' εχάϊδεψε, και είπε πως θα γένω μεγάλος άνθρωπος.
Εγώ όμως εδόξασα τον Θεόν ότι ελύτρωσα, και ότι την έβγαλα με μόνον ολίγες ξυλιές στην πλάτη, από μίαν τόσο δύσκολη και σοβαρή θέση, κ' εβάλθηκα για πρώτη φορά τότε να σκεφθώ τη διαγωγή μου.
Εγώ δεν ήμουνα φύσει κλέφτης. Αλλά το παράδειγμα του πατέρα μου εμπνευσμένο εις εμέ από βρεφικής μου ηλικίας, και η συντροφιές οι κακές έπειτα στη χώρα, με είχε κάμουνε τέτοιονε. Έτσι, όταν το φυσικό αναπόφευκτο αποτέλεσμα της κακής μου διαγωγής εφοβήθηκα, και αποφάσισα ν' αλλάξω ζωή.
Πνευματικός: Φίλτατέ μου, αν θα σταθώ ν' ακούσω βιογραφίαν αντί εξομολογήσεως δεν με φθάνει.
Εξομολογούμενος: Σε πληρώνω, Δέσποτα, όπως θέλεις. Θέλεις με τραπεζοχάρτια του Βελέντζα, θέλεις με συναλλάγματα του Κασόνη. Αποφάσισα, είπα, να αλλάξω ζωή. Το ξαναλέω, η φύση δεν με έκαμε κλέφτη. Η περίσταση μ' έκανε τέτοιονε. Η φύση μου είχε δώσει εξεναντίας χαραχτήρα ζωηρόνε, πολύ ζωηρόνε, και μ' αρέσαν' οι αστειότητες. Ώστε, αφού μου επέρασε η φρίκη του συμβάντος εκείνου, που με έκανε δειλόνε και μελαγχολικόνε, άρχισε τότε να μου γένεται μια μεγάλη κλήση στην αστειότητα, κ' εβάλθηκα να κάνω μαζύ με άλλους χωρατά στη χώρα.
Μα πρέπει να ξέρης, Πνευματικέ μου, πως έπειτ' από εκείνο το σοβαρό συμβάν της νυχτο-ξυλο-κοπήσεως, η συντροφιά εξεκαθάρησεν σ' εκείνους οπού σαν εμέ αθετήσανε τον παλαιόν άνθρωπον κ' εβαλθήκανε να ζούνε οπωσούν τίμια, κ΄ εκείνους οπού πλασμένοι κλέφτες από τη φύση, εξακολουθήσανε ατράνταχτοι τη ροπή τους. του ύστερους τούτους εγώ τους αποστράφηκα, κ' εβάλθηκα να ζήσω με τους πρώτους, οι οποίοι κι αυτοί εύθυμοι και ζωηροί νέοι εβαλθήκανε μ' εμέ αντάμα να σταυρώνουμε τον κόσμο,
'Ακουσε, --
Πνευματικός: Νάχης την ευχή του Θεού, παιδί μου, μη μου τα πης όλα. Έχω κι άλλους να ξομολοήσω, και ... time is monty.
Εξομολογούμενος: Μπα, Δέσποτα! Βλέπω που ξέρεις και ιγγλέζικα! Μου κακοφαίνεται να σου παίρνω τον καιρό σου, Πνευματικέ μου, μα είναι χρεία ν' ακούσης ένα, το μεγαλήτερό μου αμάρτημα. Ήτανε τούτος ένας ιερέας.
Πνευματικός: Ποιός;
Εξομολογούμενος: Ένας ιερέας. Φιλάργυρος εις το άκρον.
Πνευματικός: Παπάς, και φιλάργυρος! Βαρύ το αμάρτημα!
Εξομολογούμενος: Μα, Πνευματικέ μου, είναι τούτο το σύνηθες αμάρτημα του παπάδωνε.
Πνευματικός: Αλλά των αναξίων παπάδωνε.
Εξομολογούμενος: Η φιλαργυρία του τον είχε καταντήση να ζη μόνος του, έριμος, χωρίς οικογένεια.
Πνευματικός: Ουμ!
Εξομολογούμενος: Ήτον πνευματικός, κ' εματαρχότανε την πνευματοσύνη επί πληρωμή. Και επί πληρωμή έδινε τες άφεσες.
Πνευματικός: Μα...
Εξομολογούμενος: 'Ακουσε, Πνευματικέ μου, ήτανε πλούσιος, κι εδάνιζε μ' ενέχυρο, και πενήντα τα κατό διάφορο.
Πνευματικός: Μα...
Εξομολογούμενος: 'Ακουσε, Πνευματικέ μου, έλεγε στες γυναικούλες της ενορίας του πως η Παναγία πηαίνει κάθε νύχτα και τον ευρίσκει, και συνομιλούνε μαζύ για τα συμφέροντα της εκκλησίας, και του λέει να γυρεύει βοήθειες από τους χριστιανούς, για το καντήλι της, και για κάθε άλλο τέτοιο. Κ' εκείνες οι καϋμένες που το πιστεύουνε κλέφτουνε τους άνδρες τους, για ναν του δίνουνε...
Πνευματικός: Μα αν δεν κάμη έτσι; ...
Εξομολογούμενος: 'Ακουσε, Πνευματικέ μου, ως πού έφθανε η φιλαργυρία του. Είχε έναν κήπο λάχανα. Και δεν έτρωγε παρά τα ξώφυλλα, για να πουλή τα επίλοιπα.
Πνευματικός: Μα τι σ΄ έγνοιαζ' εσένα;
Εξομολογούμενος: 'Ακουσε, Πνευματικέ μου. Η φιλαργυρία, συχαντερή σε κάθε άνθρωπο, στον παπά γίνεται ακόμη συχαντερώτερη. Έτσι, νάχω την ευχή σου, Πνευματικέ μου. Εγώ και Συντροφιά, αποφασίσαμε ναν τόνε τιμωρήσουμε τον παληόπαπα εκείνονε.
Πνευματικός: Και τι;...
Εξομολογούμενος: 'Ακουσε, Πνευματικέ μου. Μια μέρα που ήτανε καλεσμένος σε πανηγύρι, σ' ένα χωριό, Εγώ και Συντροφιά εκαβαλικέψαμε τα μουράγια του κήπου του και του εξανασπάσαμε όλα τα λάχανα.
Πνευματικός: Ω θεοκατάρατε! Και ήσουνε λοιπόν εσύ;... και τολμάς κηόλας να μου το λες... Ω τα λάχανά μου! Ήλθα και τάβρηκα ποδοπατημένα!...
Εξομολογούμενος: Κ' ετράβαες τα γένεια σου από τη σκάση σου. Μα τώρα εμετάγνωσα. Πνευματικέ μου, λέγομαι αμαρτωλός, και σου ζητώ δια της αφέσεως να με στείλης εις τον Παράδεισο...
Πνευματικός: Στη φούρκα να σε στείλω παληομπάσ....
Εξομομολούμενος: Μην το τελειώσης, Πνευματικέ μου, κ' εγώ να σ' τα πληρώσω τα λάχανά σου.
Πνευματικός: Τα πληρώνεις βέβαια;
Εξομολογούμενος: Εδώ χρήματα.
Πνευματικός: Αι, ο Θεός συγχωρήση και ελεήση.
Εξομολογούμενος: Πόσο αξίζανε;
Πνευματικός: Να μου δώσεις τριάντα φράγκα.
Εξομολογούμενος: Τριάντα, και με την ξεμολόγηση;
Πνευματικός: Όχι, η ξεμολόγηση χώρια.
Εξομολογούμενος: Πολλά μου φαίνουνται, μα δε βλάβει. Είσ' ευχαριστημένος ναν τα παίξωμε στον τόκο;
Πνευματικός: Στον τόκο;! ...
Εξομολογούμενος: Ναι. Ή να γένουν' εξήντα, ή νάμαστε μπάτα.
Πνευματικός: Να μου πληρώσεις τα λάχανά μου. Αλλοιώς σε κράζω στα Δικαστήρια.
Εξομολογούμενος: Δεν έχεις μάρτυρες.
Πνευματικός: Να μου πληρώσεις τα λάχανά μου. Αλλοιώς σε πνίγω.
Εξομολογούμενος: Δέσποτα, Δέσποτα, βάνω τση φωνές, μαζώνεται κόσμος. Να σε πληρώσω, Δέσποτα. Όρσε. Ένα χαρτί, κι έχε γειά.
Πνευματικός: Α παιδί μου! Αφέονταί σοι αι αμαρτίαι. Μα! ...αι!... αι, τι χαρτί είναι τούτο;! ...
Εξομολογούμενος: (φεύγοντας). Είναι μια συναλλαγματική που θέλει σου την πληρώσει ο Βελέντσας και εν ελλείψει του, ο Κασόνης.