Η ιστορική μας
διαδρομή στο ελληνικό ημερολόγιο θα μπορούσε ν’ αρχίσει με μια διαπίστωση. Ούτε
ένα ελληνικό ληξιαρχείο δεν έχει καταχωρημένη ημερομηνία γέννησης από τις 16
έως τις 28 Φεβρουαρίου του 1923. Λάθος; Όχι βέβαια. Η απάντηση βρίσκεται στην αιώνια
αναζήτηση του ανθρώπου να προσδιορίσει τις ημέρες, τις ώρες, τους μήνες. Να δημιουργήσει
ημερολόγιο.
Γενικές πληροφορίες
ΗΛΙΑΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ:
Χρησιμοποιεί ως βάση του, το χρόνο που χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μια
πλήρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Πρώτοι οι Βαβυλώνιοι κατέγραψαν αυτή την
φαινόμενη κίνηση του, ήλιου από την δύση προς την ανατολή. Επειδή όμως ο ήλιος
επέστρεφε στην αφετηρία του μετά από περίπου 360 ημέρες, οι Βαβυλώνιοι χώρισαν
τον κύκλο σε 360 μοίρες - κάτι που ισχύει έως και σήμερα - θεσπίζοντας
συγχρόνως ένα μικτό σεληνιακό και ηλιακό ημερολόγιο.
Τα ημερολόγια
-Ιουλιανό, Γρηγοριανό, νέο διορθωμένο Ιουλιανό -είναι ηλιακά.
ΣΕΛΗΝΙΑΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ:
Η μέτρηση των ημερών του μήνα βασίζεται στη σελήνη, η οποία έχει ως κύκλο, από
πανσέληνο σε πανσέληνο 29,5 ημέρες. Εάν λοιπόν πολλαπλασιάσει κανείς το 29,5 με
τους 12 μήνες προκύπτει 355, δέκα δηλαδή ημέρες μικρότερο από το ηλιακό. Σήμερα
το μόνο αμιγές σεληνιακό ημερολόγιο είναι το Ισλαμικό.
Η ιστορία
Το 44 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας
εντόπισε τις σοβαρές αδυναμίες που, εμφάνιζε το ισχύον Ρωμαϊκό ημερολόγιο που
είχε θεσπίσει ο Πομπήιος Νουμάς. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή που ο
Ιούλιος Καίσαρας επιχείρησε αυτή τη σημαντική τροποποίηση το έτος είχε 445
ημέρες, με τις ιστορικές πηγές να το χαρακτηρίζουν ως annum
cοnfusiοnis - έτος σύγχυσης.
Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις υπεύθυνοι γι’ αυτή την κατάσταση ήταν οι ιερείς
και οι ποντίφικες της Ρώμης, οι οποίοι ουσιαστικά για να παρατείνουν τη θητεία
τους ή να τακτοποιήσουν προσωπικά τους συμφέροντα έβαζαν αυθαίρετα μέσα στο
έτος εμβόλιμους μήνες και ημέρες. Ο Ιούλιος Καίσαρας ζήτησε τη βοήθεια του
επιφανούς αστρονόμου από την Αλεξάνδρεια Σωσιγένη. Ο τελευταίος βασίστηκε στις
μελέτες του αστρονόμου, Ιππάρχου - ένα ηλιακό έτος έχει διάρκεια ίση με 365,242
ημέρες - και κατέληξε σ’ ένα ημερολόγιο με 365 ημέρες, ενώ σε κάθε τέταρτο έτος
προσέθετε μια ακόμη ημέρα «μετά την έκτη προ των καλενδών» του Μαρτίου (bis
sextus). Ουσιαστικά δηλαδή οι Ρωμαίοι μετρούσαν δυο φορές αυτή την ημέρα και
από εκεί προήλθε, κατά πάσα πιθανότητα, το δίσεκτο έτος (δίσεκτο σημαίνει δύο
φορές εκτός).
Όμως και το Ιουλιανό
ημερολόγιο εμφάνισε προβλήματα εξαιτίας μιας απειροελάχιστης - αλλά σημαντικής
στο πέρασμα των αιώνων - απόκλισης που, εμφάνιζε η θεωρία του Σωσιγένη. Έτσι η
πραγματική διάρκεια του ηλιακού έτους είναι 365,242199 ημέρες, οπότε το έτος
του Σωσιγένη είναι μεγαλύτερο κατά 0,0078 της ημέρας. Τι σημαίνει αυτό; Κάθε 4
χρόνια συν 45 λεπτά και κάθε 129 χρόνια μια ημέρα.
Τα πρώτα 400 χρόνια
από την εφαρμογή του Ιουλιανού ημερολόγιου το λάθος είχε φθάσει στις 3 ημέρες
με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις μετρήσεις του Ευγενίδειου Ιδρύματος το 325 μ.Χ.
η εαρινή ισημερία να συμβεί στις 21 Μαρτίου και το 1582 μ.Χ. να φθάσει να
συμβαίνει στις 10 Μαρτίου, γεγονός που, δημιουργούσε προβλήματα στον ακριβή
καθορισμό του εορτασμού του Ορθόδοξου χριστιανικού Πάσχα σύμφωνα με τα όσα
είχε θεσπίσει η Α' οικουμενική Σύνοδος.
Το πρόβλημα γίνονταν
σοβαρότατο. Το 1572 επί Πάπα Γρηγορίου ΙΓ’ υπήρξε απόφαση (μετά από μελέτη των
αστρονόμων Χριστόφορου Κλάβιου και Λουίτζι Λίλιο) σύμφωνα με την οποία η 5η
Οκτωβρίου 1582 ονομάστηκε 15η Οκτωβρίου, ώστε να καλυφθεί το λάθος των δέκα ημερών
που είχε δημιουργηθεί τους προηγούμενους 11 αιώνες. Παράλληλα ο Λουίτζι Λίλιο
όρισε ότι δίσεκτα θα είναι τα έτη που ο αριθμός τους διαιρείται με το 4
εξαιρούμενων των "επαιωνίων", τα έτη δηλαδή των αιώνων από τα οποία
όριζε ως δίσεκτα μόνον όσα έχουν αριθμό αιώνων που διαιρείται με το 4 (έτσι το
1900 δεν ήταν δίσεκτο και το 2000 ήταν).
Την εποχή που
καθιερώθηκε το Γρηγοριανό ημερολόγιο (1583) όλα τα ορθόδοξα κράτη πλην της
Ρωσίας βρίσκονταν υπό την οθωμανική αυτοκρατορία. Με άλλα λόγια το παλαιό
Ιουλιανό ημερολόγιο ήταν το μέσο επικοινωνίας όλων των ορθόδοξων χριστιανικών
κρατών. Έτσι ενώ τα δυτικά κράτη δέχθηκαν αμέσως το Γρηγοριανό ημερολόγιο, τα
ορθόδοξα (ΕΛΛΑΔΑ, ΣΕΡΒΙΑ, ΡΟΥΜΑΝΙΑ) αρνήθηκαν να το υιοθετήσουν.
Έπρεπε να φθάσουμε
στις αρχές του, 20ου αιώνα για να συζητηθεί εκ νέου το πρόβλημα των
δύο ημερολογίων. Πρώτη η Ρωσία ανακοίνωσε το 1917 την ένταξη της στο Γρηγοριανό
ημερολόγιο, ακολούθησαν οι υπόλοιποι σλαβικοί λαοί με την Ελλάδα να μένει σαν
η μοναδική χώρα - χρήστης του Ιουλιανού ημερολογίου. Στις 16 Φεβρουαρίου 1923
αποφασίστηκε τελικά - μετά από πρόταση του τότε διευθυντή του αστεροσκοπείου
Δημήτρη Αιγινήτη - η καθιέρωση του Γρηγοριανού ημερολογίου με μια όμως
σημαντική διαφορά. Έγινε δεκτό σαν πολιτικό και όχι σαν θρησκευτικό ημερολόγιο
με την 16η Φεβρουαρίου να «βαφτίζεται» 1η Μαρτίου (η απάντηση στο γιατί τα
ελληνικά ληξιαρχεία δεν διαθέτουν στοιχεία (από τις 16 έως τις 28 Φεβρουαρίου
του 1923). Λίγες ημέρες αργότερα τα προβλήματα δεν άργησαν να φανούν. Ο
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου γιορτάσθηκε δυο φορές μια πολιτικά και μια θρησκευτικά.
Οι αστρονόμοι
φτιάχνουν το νέο διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο, η Ελλάδα το δέχεται αμέσως,
όμως τώρα διαφωνούν τόσο η Ρωσία όσο και οι υπόλοιπες ορθόδοξες χώρες (η Ρωσία
έχοντας προβλήματα με τους μπολσεβίκους και οι υπόλοιπες χώρες με τον φόβο
αλλαγής της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα).
Το 1924
πραγματοποιείται η Πανορθόδοξη διάσκεψη στην οποία υπήρξε η εξής πρόταση. Οι
ορθόδοξες εκκλησίες έχουν το δικαίωμα να ακολουθήσουν το Ιουλιανό, είτε το διορθωμένο
Ιουλιανό ημερολόγιο, όμως η ορθοδοξία θα διατηρεί Ιουλιανό ημερολόγιο μόνο για
τον εορτασμό του Πάσχα. Από τις 23 Μαρτίου 1924, με άλλα λόγια το εκκλησιαστικό
ημερολόγιο συνταυτίστηκε με το πολιτικό χωρίς όμως τη μετακίνηση του Πάσχα που
υπολογίζεται έως και σήμερα με βάση το λανθασμένο Ιουλιανό ημερολόγιο. Το
αποτέλεσμα είναι τα Χριστούγεννα να τα γιορτάζουν οι ορθόδοξοι μαζί με τη Δύση
και το Πάσχα με την Ανατολή.