Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ (4)


ΜΕΤΑΞΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Θα ήθελα τώρα να προσέξουμε ένα από τα πιο συναρπαστικά αναγνώσματα που μπορεί να βρει κανείς σ’ ολόκληρη τη Βίβλο. Είναι η ιστορία που είπε ο Χριστός για τον πλούσιο και τον Λάζαρο στον Άδη (Λουκ.ις:19-31).

Αυτό το ανάγνωσμα μας βοηθάει πολύ να καταλάβουμε πώς θα είναι η μετά θάνατον ζωή. Και ιδιαίτερα μας δίνει πληροφορίες σχετικά με την ενδιάμεση κατάσταση - Το χρόνο που μεσολαβεί ανάμεσα στο θάνατο και στην ανάσταση του σώματος. Κάποιος σχολιαστής της Βίβλου είπε ότι το 16 κεφ. του Λουκά είναι το μοναδικό μέρος της Βίβλου που αναφέρει πώς αισθάνονται οι ασεβείς άνθρωποι μετά το θάνατό τους.


Πριν όμως μελετήσουμε αυτό το ανάγνωσμα της Βίβλου, θα ’θελα να κάνω μια σοβαρή προειδοποίηση. Θα πρέπει να προσέξουμε να μην υποτιμήσουμε την αλήθεια που θέλει να διδάξει ο Χριστός για τη ζωή μετά το θάνατο στο ις' κεφ. του Λουκά, παίρνοντας το περιστατικό αυτό σαν παραβολή. Αντίθετα, πουθενά δεν υπάρχει έστω και ο παραμικρός υπαινιγμός ότι η ιστορία, του πλούσιου και του Λαζάρου δεν είναι αληθινή. Αν απλούστατα ήταν παραβολή, τότε είναι η μοναδική παραβολή όπου ένα πρόσωπο αναφέρεται με τ’ όνομά του. Ο Χριστός είπε, «ήτο δε πτωχός τις ονομαζόμενος Λάζαρος». Αλλά κι αν ακόμα ο Κύριός μας αναφερόταν σε μια παραβολή και πάλι πολλά πράγματα μπορούμε να μάθουμε για τη ζωή μετά το θάνατο.

Προσέξτε παρακαλώ πρώτα απ’ όλα τη διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στον πλούσιο και τον Λάζαρο εδώ σ’ αυτή ΤΗ ΖΩΗ. Ο Ιησούς είπε:

«Ήτο δε άνθρωπός τις πλούσιος, και ενεδύετο πορφύραν και στολήν βυσσίνην, ευφραινόμενος καθ’ ημέραν μεγαλοπρεπώς» (Λουκ.ις:19).
Αυτός ο άνθρωπος στεκόταν πολύ καλά οικονομικά. Μπορώ να φανταστώ ότι απολάμβανε τη ζωή στην πληρότητά της, κι εκμεταλλευόταν όλα τα καλά πράγματα που μπορούσε ν’ αγοράσει με τα λεφτά του.

Ο Λάζαρος από την άλλη πλευρά ήταν στην πιο άθλια και φτωχική κατάσταση που μπορούσε κανείς να είναι. «Ήτο δε πτωχός τις ονομαζόμενος Λάζαρος, όσπς έκειτο πεπληγωμένος πλησίον της πύλης αυτού, και επεθύμει να χορτασθή από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου αλλά και οι κύνες ερχόμενοι έγλειφον τας πληγάς αυτού (Λουκ.ις:20,21).

Παρ’ όλο που ο πλούσιος σ’ αυτή την ιστορία αποδεικνύεται τελικά ο «κακός άνθρωπος» και ο φτωχός σαν «καλός άνθρωπος» ας μη βιαστούμε να βγάλουμε εύκολα συμπεράσματα. Δεν υπάρχει τίποτε το κακό στο να ’ναι κανείς πλούσιος. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος, στην ιστορία αυτή που είπε ο Χριστός, είχε πολλά πλούτη, δεν είναι αυτό που τον καταδίκασε. Ούτε και το ότι ο Λάζαρος ήταν πτωχός, ήταν αυτό που τον έσωσε. Βλέπετε, δεν είναι το ίδιο το χρήμα που είναι «η ρίζα όλων των κακών». Αλλά η ΑΓΑΠΗ για το χρήμα είναι το πρόβλημα. Δεν είναι ο πλούτος αυτό που καταστρέφει τον άνθρωπο. 

Αντίθετα, εκείνο που τον καταστρέφει είναι η ακατάσχετη επιθυμία του να κερδίσει όλο και περισσότερα. Η φιλαργυρία γίνεται τόσο δυνατή στη ζωή του που λησμονεί τον Θεό, αγνοεί τις ανάγκες των άλλων και η ζωή του γίνεται ένα μεγάλο κυνηγητό για την απόκτηση όλο και περισσότερων αγαθών.

Ο απόστολος Παύλος μπορούσε να λέει, «εις εμέ το ζην είναι ο Χριστός». Ένας άνθρωπος όμως που τον έχει κυριεύσει η μανία ν’ αποκτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά θα πρέπει να λέει, «εις εμέ το ζην είναι το χρήμα». Το γεγονός ότι ο πλούσιος τελικά έχασε την ψυχή του μας φανερώνει ότι είχε διώξει τον Κύριο εντελώς από τη ζωή του. Ναι, ο ένας άνθρωπος ήταν πάρα πολύ πλούσιος, ενώ ο άλλος ήταν πάρα πολύ φτωχός.

Η ανάθεση ανάμεσα στον πλούσιο και το Λάζαρο δεν τελειώνει εδώ. Προσέξτε την καταπληκτική διαφορά ανάμεσά τους ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.

«Απέθανε δε ο πτωχός, και εφέρθη υπό των αγγέλων εις τον κόλπον του Αβραάμ. Απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη» (Λουκ.ις:22).

Σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, και οι δύο άνθρωποι πέθαναν. Μονάχα όμως για τον πλούσιο αναφέρεται ότι «ετάφη». Για τον Λάζαρο δεν γίνεται πουθενά λόγος ότι τον έθαψαν σε τάφο. Μερικοί σχολιαστές της Βίβλου μάλιστα συμπέραναν ότι ο Λάζαρος ήταν τόσο πτωχός, τόσο έρημος, τόσο παραμελημένος και τόσο μόνος στον κόσμο που κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να τον θάψει. Πολύ πιθανόν το σώμα του να το μετέφεραν στον σκουπιδότοπο της πόλης και τον πέταξαν εκεί. Ο πλούσιος, από την άλλη πλευρά, αναμφίβολα θα κηδεύτηκε με τον πιο μεγαλοπρεπή τρόπο. Από το εδάφιο 22 όμως μαθαίνουμε ότι για τον Λάζαρο έγινε κάτι πολύ πιο ανώτερο. Κι εδώ ακριβώς η ανάθεση ανάμεσα στους δύο γίνεται ακόμη μεγαλύτερη. Η κατάσταση του Λάζαρου καλυτέρεψε τόσο πολύ, που οι στερήσεις και τα βάσανα της επίγειας ζωής του δεν είχαν καμμιά σημασία πια. Ο Λάζαρος «εφέρθη υπό των αγγέλων εις τον κόλπον του Αβραάμ».

Έχοντας αυτή τη θαυμαστή εμπειρία του Λαζάρου στο νου του κάποιος ευλογημένος δούλος του Θεού έγραψε τα εξής σχετικά με τους πιστούς που πεθαίνουν και πηγαίνουν στη δόξα:

«Διαβάζουμε στις εφημερίδες μας για το μεγαλόπρεπο καλωσόρισμα που γίνεται στον πρόεδρό μας όταν επιστρέφει στην πατρίδα έπειτα από μια περιοδεία του σε πολλά έθνη. Τι θαυμάσια εικόνα! Μια ολόκληρη παρέλαση από επισήμους σε αυτοκίνητα, σημαιοστολισμοί, αγήματα στρατού, αστυνομική συνοδεία, με όλη τη λαμπρότητα και την επισημότητα που ταιριάζει σ’ ένα νικητή που επιστρέφει στην πατρίδα. Όλα αυτά όμως δεν είναι τίποτα αν συγκριθούν με το θάνατο ενός αγίου και πιστού παιδιού του Θεού. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη συγκίνηση που νοιώθει όταν πεθαίνει ο πιστός άνθρωπος του Θεού. Επιστρέφει στην πατρίδα, αφήνει εδώ το χωμάτινο σώμα του, ελευθερώνεται, αποχαιρετά το θνητό σώμα και περικυκλώνεται από τις ουράνιες στρατιές, μεταφέρεται από τους αγγέλους ψηλά, ψηλά, ψηλά, ψηλά, ανάμεσα στις θριαμβευτικές φωνές των αγίων που βρίσκονται ήδη στον Ουρανό κι έπειτα τον καλωσορίζουν τα αμέτρητα πλήθη των αγγέλων και κατόπιν -δόξα αλληλούια,- παρουσιάζεται στον Βασιλέα που τον ακούει να του λέει, «καλωσόρισες σπίτι, παιδί μου». Αλήθεια, όταν κανείς το σκέπτεται αυτό δεν μπορεί παρά να φωνάξει μαζί με τον Παύλο: «Πού θάνατε, το κέντρο σου; πού Άδη, η νίκη σου» (Α' Κορ.ιε:55).

Ο Λάζαρος «εφέρθη υπό των αγγέλων εις τον κόλπον του Αβραάμ» (Η φράση «εις τον κόλπον του Αβραάμ» χρησιμοποιούταν από τους Ιουδαίους για να προσδιορίσουν τον τόπο της ανάπαυσης, της παρηγοριάς και της ευλογίας που απολάμβαναν οι δίκαιοι).