Β. Σίγουρο θεμέλιο
Ο ψαλμωδός κάποτε έκανε την ερώτηση: «Εάν τα θεμέλια καταστραφώσιν, ο δίκαιος
τί δύναται να κάμη;» (Ψαλμ.ια:3). Ο Παύλος απάντησε σ’ αυτή την ερώτηση λέγοντας:
«Το στερεόν όμως θεμέλιον του Θεού μένει,
έχον την σφραγίδαν ταύτην. Γνωρίζει ο Κύριος τους όντας αυτού και ας
απομακρυνθή από της αδικίας πάς όστις ονομάζει το όνομα του Χριστού» (Β’
Τιμ.β:19). Ο λίθος που μπήκε σαν ακρογωνιαίος στη Σιών είναι σίγουρο θεμέλιο,
δεν μπορεί να καταστραφεί.
Ο Ιησούς Χριστός
είναι ο θεμέλιος λίθος της εκκλησίας.
Αυτός είναι ο αρχηγός και ο τελειωτής της
πίστης μας (Εβρ.ιβ:2). Είναι δυνατόν στους ανθρώπους να καταστρέψουν την οικοδομή,
αλλά είναι αδύνατον να καταστρέψουν το θεμέλιο.
«και
επί ταύτης της πέτρας θέλω οικοδομήσει την εκκλησίαν μου και πύλαι άδου δεν θέλουσιν
ισχύσει κατ’ αυτής» (Ματθ.ις:18).
Όταν 120 άνθρωποι μαζεύτηκαν στο ανώγειο
υπακούοντας στην εντολή του Ιησού «σείς
δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ, εωσού ενδυθήτε δύναμιν εξ ύψους»
(Λουκ.κδ:49), έγιναν η εκκλησία, το σώμα του Χριστού, όταν το Πνεύμα τους
πλήρωσε. Ο Ιησούς είχε πει: «επί ταύτης
της πέτρας θέλω οικοδομήσει την εκκλησίαν μου». Την ημέρα της Πεντηκοστής
διαβάζουμε ότι «Ο δε Κύριος προσέθετε
καθ’ ημέραν εις την εκκλησίαν τους σωζομένους» (Πράξ.β:47). Ο Πέτρος ονόμασε
αυτή την έκχυση του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής σαν «την αρχή»
(Πράξ.ια:15). Η εκκλησία ξεκίνησε την ημέρα της Πεντηκοστής με 120 μέλη, και ο
Κύριος άρχισε να προσθέτει!
Κάποιος είπε ότι αν έμεναν μόνο δύο άνθρωποι
πάνω σ’ όλη τη γη, οι οποίοι όμως θα πίστευαν στις διδασκαλίες των αποστόλων,
θα μπορούσαν να δώσουν τα χέρια και να πούνε: «Αδελφέ, είμαστε η εκκλησία»! Η
εκκλησία είναι οικοδομημένη πάνω στο σωστό θεμέλιο, και το θεμέλιο αυτό είναι
στέρεο.
Η πρώτη εκκλησία είχε την ευκαιρία να
δοκιμάσει την ελαστικότητα και τη στερεότητα της πίστης της. Αν και υπήρξαν
μεμονωμένα άτομα που αποσκίρτησαν απ’ την πίστη, η πίστη άντεξε στο χρόνο, κι ο
Θεός που είχαν εμπιστευθεί δεν τους εγκατέλειψε.
«διότι
εξεύρω εις τίνα επίστευσα και είμαι πεπεισμένος ότι είναι δυνατός να φυλάξη την
παρακαταθήκην μου μέχρις εκείνης της ημέρας» (Β’ Τιμ.α:12).
Όπως οι άγιοι της Παλαιάς Διαθήκης είχαν καταλάβει
ότι ο Θεός ήταν μαζί τους μέσα σε κάθε δυσκολία κι αναποδιά, έτσι και οι άγιοι
της Καινής Διαθήκης κατάλαβαν ότι ο Θεός είναι ο Ελευθερωτής τους.
Στην πρώτη εκκλησία βρίσκουμε πολλές
περιπτώσεις φυλακίσεων. Όχι επειδή ήταν παράνομοι, αλλά απλά αισθανόταν ότι «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον
παρά εις τους ανθρώπους» (Πράξ.ε:29). Όποτε χρειαζόταν έβαζαν την πίστη
τους σε δοκιμασία. Όμως ο Θεός ελευθέρωσε τους αποστόλους απ’ τη φυλακή
(Πράξ.ε:18-19). Ελευθέρωσε τον Πέτρο απ’ τη φυλακή(Πράξ.ιβ:17). Ελευθέρωσε τον
Παύλο και το Σίλα απ’ τη φυλακή (Πράξ.ις:26).
Ωστόσο, υπήρξαν φορές που ο Θεός δεν
ελευθέρωσε τους πιστούς απ’ τη φυλακή, αλλά ήταν μαζί τους σ’ όλη τη διάρκεια
αυτής της εμπειρίας. Σε μια περίπτωση, όταν ο Παύλος είχε εγκαταλειφθεί απ’
όλους τους φίλους του επειδή ντρεπόταν για τα δεσμά του κι είχε μείνει μόνος
του στη φυλακή, γράφει: «αλλ’ ο Κύριος με
παρεστάθη, και με ενεδυνάμωσε» (Β’ Τιμδ:17).
Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν οι πιστοί
χρειαζόταν να φτάσουν ακόμα και στο θάνατο, δεν αισθανόταν νικημένοι γιατί ήταν
αποφασισμένοι να δοξάσουν το Θεό είτε με τη ζωή τους είτε με το θάνατό τους.
Μέσα σ’ όλα αυτά το θεμέλιο παρέμενε σταθερό.
«Τίς
θέλει μας χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις, ή στενοχωρία, ή διωγμός,
ή πείνα, ή γυμνότης, ή κίνδυνος, ή μάχαιρα; (Καθώς είναι γεγραμμένον, Ότι ένεκα
σου θανατούμεθα όλην την ημέραν, ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής). Αλλ’ εις πάντα
ταύτα υπερνικώμεν διά του αγαπήσαντος ημάς. Επειδή είμαι πεπεισμένος ότι ούτε
θάνατος ούτε ζωή, ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις, ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα,
ούτε ύψωμα ούτε βάθος, ούτε άλλη τις κτίσις, θέλει δυνηθή να χωρίση ημάς από
της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ.η:35-39).