1. Η σειρά της Δημιουργίας: Πρώτος δημιουργήθηκε ο άντρας και η
γυναίκα δεύτερη. Διότι ο Αδάμ πρώτος
επλάσθη, έπειτα η Εύα· (Α΄Τιμ.β:13).
2. Η προέλευση της δημιουργίας: Ο άντρας δημιουργήθηκε από το χώμα,
η θάλασσα γέννησε τα ψάρια, τα κήτη και τα πτηνά και η γη γέννησε τα ζώα τα
κτήνη και τα ερπετά. Μόνο η γυναίκα δημιουργήθηκε από την πλευρά του άντρα.
Και έπλασε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης. και
ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν
ζώσαν (Γέν.β:7).
Η γυναίκα έχει την καταγωγή της από
τον άντρα. Και κατεσκεύασε Κύριος ο Θεός
την πλευράν, την οποίαν έλαβεν από του Αδάμ, εις γυναίκα και έφερεν αυτήν προς
τον Αδάμ (Γέν.β:22). Διότι ο ανήρ δεν
είναι εκ της γυναικός, αλλ' η γυνή εκ του ανδρός (Α’ Κορ.ια:8).
3. Ο σκοπός της δημιουργίας: Η γυναίκα δημιουργήθηκε για τον άντρα:
επειδή δεν εκτίσθη ο ανήρ διά την
γυναίκα, αλλ' η γυνή διά τον άνδρα (Α’ Κορ.ια:9).
4. Ο άντρας ονόμασε τη γυναίκα: Ο Αδάμ ονόμασε όλα τα ζώα και τα
πτηνά με σκοπό να τα εξουσιάζει. Έπλασε δε
Κύριος ο Θεός εκ της γης πάντα τα ζώα του αγρού και πάντα τα πετεινά του ουρανού,
και έφερεν αυτά προς τον Αδάμ, διά να ίδη πως να ονομάση αυτά· και ό,τι όνομα ήθελε
δώσει ο Αδάμ εις παν έμψυχον, τούτο να ήναι το όνομα αυτού (Γέν.β:19). Όταν
η Εύα φέρθηκε στον Αδάμ, αυτός την ονόμασε: Και
είπεν ο Αδάμ, Τούτο είναι τώρα οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός
μου· αύτη θέλει ονομασθή ανδρίς, διότι εκ του ανδρός αύτη ελήφθη (Γέν.β:23).
5. Αρχή εκπροσώπησης: Ο Θεός διέταξε προσωπικά και μόνο
τον Αδάμ. Η απαγόρευση να μη φάνε από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού,
δόθηκε κατευθείαν από το Θεό στον Αδάμ. Ο Αδάμ με τη σειρά του είπε στην Εύα ό,τι
του είχε πει ο Θεός. Η Εύα δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί όταν ο Θεός είπε στον Αδάμ
για το απαγορευμένο δέντρο.
Στην πραγματικότητα η Εύα δεν είχε
ποτέ ακούσει το Θεό να λέει κάτι τέτοιο, αλλά έπρεπε να εμπιστευτεί τον Αδάμ
στο θέμα αυτό. Προσέταξε δε Κύριος ο Θεός
εις τον Αδάμ λέγων, Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει,
από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θέλεις φάγει απ'
αυτού· διότι καθ' ην ημέραν φάγης απ' αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει. Και
είπε Κύριος ο Θεός, Δεν είναι καλόν να ήναι ο άνθρωπος μόνος· θέλω κάμει εις
αυτόν βοηθόν όμοιον με αυτόν (Γέν.β::16-18).
6. Η γυναίκα αμάρτησε πρώτη: Ο διάβολος πείραξε την Εύα και την εξαπάτησε
πρώτη, όχι τον άντρα. Εξαιτίας αυτού, ο Θεός έβαλε την Εύα κάτω από την εξουσία
του Αδάμ. «Προς δε την γυναίκα είπε, Θέλω
υπερπληθύνει τας λύπας σου και τους πόνους της κυοφορίας σου· με λύπας θέλεις
γεννά τέκνα· και προς τον άνδρα σου θέλει είσθαι η επιθυμία σου, και αυτός
θέλει σε εξουσιάζει» (Γέν.γ:16). «και
ο Αδάμ δεν ηπατήθη, αλλ' η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις» (Α’ Τιμ.β:14).
«Ο δε όφις ήτο το φρονιμώτερον πάντων των
ζώων του αγρού, τα οποία έκαμε Κύριος ο Θεός· και είπεν ο όφις προς την
γυναίκα, Τω όντι είπεν ο Θεός, Μη φάγητε από παντός δένδρου του παραδείσου»
(Γέν.γ:1).
7. Ο Θεός επίπληξε πρώτα τον Αδάμ μετά που
έφαγαν από τον απαγορευμένο καρπό, αν και λογικά έπρεπε να επιπληχτεί η Εύα αφού
αυτή πρώτη αμάρτησε. Ο Θεός χειρίστηκε έτσι το θέμα, για να δείξει ότι αναγνώριζε
τον Αδάμ σαν κεφαλή της οικογένειας. «Εκάλεσε
δε Κύριος ο Θεός τον Αδάμ, και είπε προς αυτόν, Που είσαι;» (Γέν.γ:9).
8. Ο άντρας είναι εικόνα και δόξα του
Θεού, ενώ η γυναίκα είναι δόξα του άντρα: «Διότι
ο μεν ανήρ δεν χρεωστεί να καλύπτη την κεφαλήν αυτού, επειδή είναι εικών και
δόξα του Θεού· η δε γυνή είναι δόξα του ανδρός» (Α’ Κορ.ια:7).
9. Ο Παύλος συσχέτισε τους χριστιανούς με
το Μωσαϊκό νόμο, 1500 χρόνια πριν, που υπήρχε διαφορετική κουλτούρα: «Αι γυναίκες σας ας σιωπώσιν εν ταις
εκκλησίαις· διότι δεν είναι συγκεχωρημένον εις αυτάς να λαλώσιν, αλλά να
υποτάσσωνται, καθώς και ο νόμος λέγει» (Α’ Κορ.ιδ:34).
10. Ο
Πέτρος συσχέτισε τις χριστιανές με τη Σάρα, 2000 χρόνια πριν, με τελείως
διαφορετική κουλτούρα: «Διότι ούτω ποτέ
και αι άγιαι γυναίκες αι ελπίζουσαι επί τον Θεόν εστόλιζον εαυτάς, υποτασσόμεναι
εις τους άνδρας αυτών, καθώς η Σάρρα υπήκουσεν εις τον Αβραάμ, καλούσα αυτόν
κύριον· της οποίας σεις εγεννήθητε τέκνα, αγαθοποιούσαι και μη φοβούμεναι
μηδεμίαν πτόησιν» (Α’ Πέτρ.γ:5-6).