Α.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Αυτή η επιστολή γράφτηκε από τον απόστολο
Παύλο όπως διαβάζουμε στο α:1 «Παύλος,
προσκεκλημένος απόστολος Ιησού Χριστού δια θελήματος Θεού.....».
Ακόμα στο
ις:21 διαβάζουμε: «Ο δε ασπασμός εγράφη
με την χείρα εμού του Παύλου». Ο Παύλος έγραψε αυτή την επιστολή πιθανόν
την Άνοιξη του 57 μ.Χ. από την Έφεσο. Ξέρουμε δε ότι ήταν στην Έφεσο απ’ το
ις:8 «θέλω δε μείνει εν Εφέσω έως της
Πεντηκοστής».
Β.
ΚΟΡΙΝΘΟΣ
Η πόλη της Κορίνθου ήταν Ρωμαϊκή αποικία
και βρισκόταν στον ισθμό της Κορίνθου, που ήταν ο κύριος εμπορικός δρόμος της
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Μέσω των φυσικών λιμανιών της
Κορίνθου διακινούταν το εμπόριο του κόσμου. Η πόλη καταστράφηκε απ’ τους Ρωμαίους
το 146 π.Χ. αλλά ανοικοδομήθηκε με καθαρό λευκό μάρμαρο 100 χρόνια αργότερα απ’
τον Ιούλιο Καίσαρα.
Όταν
ο Παύλος πήγε για πρώτη φορά στην Κόρινθο το 51 μ.Χ. βρήκε μια ακμάζουσα
εμπορική πόλη. Ήταν η μητρόπολη της Ελλάδας και η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που την ξεπερνούσαν μόνο η Ρώμη, η Αλεξάνδρεια και η
Αντιόχεια. Ο πληθυσμός ήταν κυρίως Έλληνες, με ανακατεμένες μειονότητες Ρωμαίων
Ιουδαίων και άλλων εθνικοτήτων. Οι κάτοικοι της Κορίνθου επιδίδονταν σε
θεάματα, διασκεδάσεις και ακολασίες πολλών ειδών. Η Κόρινθος ονομαζόταν η
«Λαμπρή Έπαρση» της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ψηλά πάνω απ’ την πόλη ήταν μεγαλοπρεπής
ναός από λευκό μάρμαρο, αφιερωμένος στην προστάτισσα της πόλης, Αφροδίτη, τη
θεά του έρωτα (πορνείας) και της ομορφιάς. Η λατρεία της Αφροδίτης έδινε τόπο
για κάθε είδους ανηθικότητα στην Κόρινθο.
Γ. Η
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
Η ιστορία και η προέλευση της εκκλησίας της
Κορίνθου δίνεται στα πρώτα δεκαοχτώ εδάφια στις Πράξ.ιη. Ο Παύλος ίδρυσε την
εκκλησία κατά το δεύτερο ιεραποστολικό του ταξίδι, αφού μαζί με τους συνεργάτες
του είχαν περάσει απ’ τη Μακεδονία κι είχαν ιδρύσει τις εκκλησίες των Φιλίππων
και της Θεσσαλονίκης. Ο Παύλος εργάστηκε για δεκαοχτώ μήνες στην Κόρινθο, μια
απ’ τις πιο μεγάλες εκκλησίες.
Είχαν πιστέψει μερικοί Ιουδαίοι, αλλά η
πλειοψηφία της εκκλησίας ήταν Εθνικοί. Ανάμεσα στους πιστούς ήταν πλούσιοι και
φτωχοί, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, ελεύθεροι και δούλοι. Η εκκλησία ταραζόταν
από κλίκες και υπήρχαν κάποιοι, των οποίων η ακραία συμπεριφορά οδηγούσε στη διαφθορά
και την ανηθικότητα. Οι χαλαρές συνήθειες της ειδωλολατρίας επηρέασαν πολλούς.
Κι όμως ο Παύλος ονόμασε αυτή την εκκλησία «εκκλησία του Θεού», που κλήθηκε να
είναι άγια, αγιασμένη δια Ιησού Χριστού (α:2).
Δ. Ο
ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
Η επιστολή, που είναι γνωστή σαν Α’
Κορινθίους, δεν ήταν η πρώτη που έγραψε ο Παύλος στους αγίους της Κορίνθου.
Αυτό το καταλαβαίνουμε απ’ αυτό που λέει στο εδ.ε:9 «Σας έγραψα εν τη επιστολή, να μη συναναστρέφησθε με πόρνους».
Το 54 μ.Χ., ο Παύλος φεύγοντας απ’ την
Αντιόχεια για το τρίτο ταξίδι του, επισκέφτηκε πάλι τις εκκλησίες της Γαλατίας
καταλήγοντας στην πόλη της Μ. Ασίας Έφεσο. Εκεί έμεινε τα επόμενα τρία χρόνια.
Η Κόρινθος απείχε μόνο 320 χλμ. Δυτικά απ’ την Έφεσο, κατά μήκος του Αιγαίου
πελάγους. Η επικοινωνία ήταν εύκολη και συχνή.
Ενώ ήταν στην Έφεσο, κάποια άτομα απ’ την
οικογένεια της Χλόης (α:11) ήρθαν απ’ την Κόρινθο για να του αναφέρουν τις
έριδες που υπήρχαν στην εκκλησία. Προφανώς ο Παύλος έγραψε μια επιστολή, τώρα
χαμένη, στην οποία επίπληξε τους Κορίνθιους γι’ αυτή τους τη συμπεριφορά. Την
έστειλε στην Κόρινθο με τους ανθρώπους της Χλόης.
Ο Παύλος είχε στείλει τον Τιμόθεο στην
Κόρινθο ενώ πήγαινε στη Μακεδονία, αλλά δεν είχε κανένα νέο απ’ αυτόν όταν ήρθε
μια αποστολή απ’ εκεί με αρχηγό το Στεφανά. Φαίνεται ότι κάποιο γράμμα ήρθε την
ίδια στιγμή απ’ την Κόρινθο με συγκεκριμένες ερωτήσεις (ζ:1).
Απ’ αυτό βλέπουμε, ότι σαρκικοί άνθρωποι
μπορεί να καλύπτουν τη σαρκικότητά τους με το να κάνουν θεολογικές ερωτήσεις. Ο
Παύλος δεν βιάστηκε ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις τους. Μόνο στο κεφ. ζ γράφει: «περί δε των όσων μοι εγράψατε...». Στα
6 πρώτα κεφάλαια είχε να κάνει με την κατάσταση που επικρατούσε στην εκκλησία
της Κορίνθου. Ξεκίνησε πρώτα απ’ τη ρίζα του προβλήματος και μετά απάντησε στις
ερωτήσεις τους.
Τα πρώτα έντεκα κεφάλαια αυτής της
επιστολής έχουν να κάνουν με τη σαρκικότητα. Ο Παύλος εξέθεσε την τραγωδία του
να ζουν στην αμαρτία και την κοσμικότητα και τους έδειξε πώς μπορούν ν’
αποκατασταθούν μέσω του σταυρού του Ιησού Χριστού. Μόνο στο κεφ.ιβ ο Παύλος
άρχισε να διδάσκει πνευματικά πράγματα.
Στο ιβ:1 λέει «Περί δε των
πνευματικών, αδελφοί, δεν θέλω να αγνοήτε...». Τα πέντε τελευταία κεφάλαια
έχουν να κάνουν με πνευματικά πράγματα κι εκθέτουν το ευαγγέλιο της ανάστασης
και της ζωής.
Ε.
ΣΧΙΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΙΟΡΘΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Α’ Κορ.α
1.
Εδάφια κλειδιά
α:29 «Διά
να μη καυχηθή ουδεμία σάρξ ενώπιον αυτού»
α:31 «...ώστε, καθώς είναι γεγραμμένον, <ο
καυχώμενος, εν Κυρίω ας καυχάται»
Σ’ αυτά τα δύο εδάφια βλέπουμε να
εκφράζεται η σκέψη «κλειδί» της επιστολής. Είναι ένα μήνυμα που καταδικάζει την
εξύψωση της σάρκας και στρέφει την εκκλησία της Κορίνθου στον Κύριο, ώστε να
καυχάται στον Ιησού, και μόνο σ’ Αυτόν.
2.
Χαιρετισμός
Εδώ ο Παύλος εξηγεί την αποστολική του
διακονία, ότι κλήθηκε να είναι απόστολος του Ιησού Χριστού, δια θελήματος Θεού.
Δεν καυχιόνταν ούτε υπερηφανευόταν για το γεγονός ότι ήταν απόστολος, αλλά ήταν
απαραίτητο γι’ αυτόν να εκθέσει αυτή την εξουσία του. Αν υπήρχε περίπτωση να δεχτούν
αυτά που έγραφε σ’ αυτό το γράμμα, έπρεπε οι άγιοι της Κορίνθου να αναγνωρίσουν
την εξουσία με την οποία τα έγραφε.
Αναφερόμενος στους Κορίνθιους, τους
αποκάλεσε «εκκλησία του Θεού», αγιασμένους εν Χριστώ Ιησού και προσκεκλημένους
αγίους. Παρόλο που αυτή η εκκλησία ταλαιπωρήθηκε από σχίσματα, ανθρωπολατρείες
κι από αμαρτία που υπήρχε μέσα της, ο απόστολος Παύλος επικέντρωσε την προσοχή
τους στο γεγονός ότι πρέπει να είναι άγιοι, ξεχωρισμένοι για το Θεό και ότι η
πρόσκλησή τους πάνω απ’ όλα, ήταν αυτή.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Παύλος ανέφερε
τις λέξεις «χάρη» και «ειρήνη». Η λέξη
«χάρη» αναφέρεται πρώτη, γιατί δεν μπορεί κανείς να πάρει ειρήνη από το Θεό
πριν γευτεί τη χάρη Του. Αυτή η ειρήνη δεν είναι ένα στάδιο νωθρότητας, αλλά
αναφέρεται στην τέλεια αρμονία και ενότητα, που είναι η συνέπεια της τέλειας
εναρμόνισης με το θέλημα του Θεού. Δεν θα έπαιρναν μόνο χάρη και ειρήνη απ’ το
Θεό, αλλά οι ζωές τους θα εμπλουτιζόταν μ’ ένα πνευματικό πλούτο σε κάθε είδους
έκφραση και γνώση. Είχαν να κηρύξουν ένα μήνυμα, το ευαγγέλιο, κι είχαν λάβει
το Άγιο Πνεύμα έτσι ώστε να έχουν τη σοφία και τη δύναμη να κατανοήσουν πλήρως
αυτό που επρόκειτο να κηρύξουν.
3. Η
πιστότητα του Θεού
Στο εδ.9 ο Παύλος αναφέρεται στην πιστότητα
του Θεού. Αυτό φαίνεται να είναι το θέμα με το οποίο ασχολείται σ’ όλη την
επιστολή, γιατί βλέπουμε να επανέρχεται σ’ αυτό στο κεφ.ιε:58. Εξαιτίας της
πιστότητας του Θεού, οι άγιοι νουθετούνται να είναι σταθεροί, αμετακίνητοι,
περισσεύοντες στο έργο του Κυρίου. Εξαιτίας της πιστότητας του Θεού, θα παρασταθούν
άμεμπτοι, όταν ο Κύριος επιστρέψει. Προσέξτε ότι υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του
να είναι κανείς άμεμπτος και του να είναι αναμάρτητος. Τελειότητα σημαίνει ότι
θα είμαστε άμεμπτοι. Έτσι, κάθε παιδί του Θεού έχει τη δύναμη και το προνόμιο
να το πετύχει αυτό.
4.
Σχίσματα εξαιτίας εξύψωσης ηγετών.
Στην εκκλησία της Κορίνθου υπήρχαν πολλά
σχίσματα καθώς και προσωπολατρίες. Τα σχίσματα στην εκκλησία είχαν προκληθεί
κυρίως απ’ τους χριστιανούς που προσηλωνόταν στον κήρυκα και εξύψωναν τον κήρυκα
μέσω της διακονίας του οποίου είχαν σωθεί. Ο Παύλος καταδίκασε όλα αυτά τα
σχίσματα με το να τους υπενθυμίσει ότι ο Χριστός σταυρώθηκε κι ότι στο όνομα
Εκείνου είχαν όλοι βαπτιστεί. Οι μέθοδοι του Παύλου στο να ιατρεύσει αυτή την
πληγή, οδήγησαν όλους στον Ιησού. Ο Χριστός δεν διαμερίζεται, και Αυτός είναι
το κέντρο της πηγής κάθε πνευματικής ενότητας.
5.
Σχίσματα εξαιτίας της εξύψωσης ανθρώπινης σοφίας.
Ο Παύλος ασχολήθηκε μ’ αυτό το θέμα,
κηρύττοντας το σταυρό του Χριστού. Κατά τους σοφούς του κόσμου, το κήρυγμα του
σταυρωμένου Χριστού και της σωτηρίας μέσω της θυσίας Του, ήταν μωρία, αλλά για
τον πιστό ήταν η ανώτατη σοφία που μπορούσε κάποιος ν’ αποκτήσει.
Για το αναγεννημένο παιδί του Θεού, ο λόγος
του σταυρού γίνεται δύναμη Θεού. Όταν το «εγώ» μ’ όλη του την υπερηφάνεια, μ’
όλη του την αυτοδικαίωση και την ιδέα που έχει το άτομο για τον εαυτό του,
σταυρωθεί, τότε έρχεται σ’ επαφή με το θρόνο του Θεού κι αρχίζει ν’ αγγίζει την
παντοδυναμία Του και ν’ αποκτά δύναμη.
6. Η
δήλωση του Παύλου σχετικά με το βάπτισμα.
Ο Παύλος είχε βαπτίσει μόνο λίγους στην
Κόρινθο. Αυτό δεν συνέβη επειδή δεν θεωρούσε το βάπτισμα σημαντικό, αλλά
κράτησε μια ταπεινή στάση με το να μην υπερηφανεύεται κατονομάζοντας ένα μεγάλο
αριθμό ανθρώπων, που είχε προσωπικά βαπτίσει. Ήταν πρόθυμος να κηρύττει, αλλά
προτιμούσε ν’ αφήνει άλλους να βαπτίζουν.
Ζ. Η
ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΟΦΙΑ ΜΕΤΑΔΙΔΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ
Α’ Κορ.β
Ο Παύλος πήγε στην Κόρινθο με αδυναμία,
φόβο και πολύ τρόμο. Η αποδοχή του στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο δεν ήταν και τόσο
ευχάριστη. Είχε φυλακιστεί στους Φιλίππους, είχε διωχθεί απ’ τη Θεσσαλονίκη και
απ’ τη Βέροια, ενώ στην Αθήνα πολύ λίγα πράγματα κατάφερε με διαπληκτισμούς.
Είχε δεχθεί πιέσεις στο πνεύμα του όταν έφτασε στην Κόρινθο, κι ο Ίδιος ο Θεός
τον είχε ενθαρρύνει.
Γνωρίζοντας τη δύναμη της Κορινθιακής
σοφίας, τον χαρακτήρα της πόλης, τα βάθη της αμαρτίας της και το καύχημα που
είχε για τον εαυτό της, αποφάσισε να μην διαπληκτιστεί, ούτε να συζητήσει
δημόσια με κανένα. Θα παρουσίαζε τον σταυρωμένο και αναστημένο Κύριο, με την
πεποίθηση ότι αν ύψωνε τον Ιησού, τότε Αυτός θα έλκυε τους ανθρώπους στον Εαυτό
Του. Ο απόστολος Παύλος έπρεπε να παραμείνει στο παρασκήνιο ώστε οι άνθρωποι να
ξεχάσουν την προσωπικότητα του κήρυκα και να στρέψουν τα μάτια τους στον Ιησού.
Αυτή η αρχή είναι το ίδιο αληθινή σήμερα,
όπως και τότε. Πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να σταυρώσουμε τη ζωή μας, να
παραιτηθούμε απ’ τη δική μας εξυπνάδα, τη σοφία μας και τις προσπάθειές μας και
να αναπαυθούμε ολοκληρωτικά πάνω στο χρίσμα του Αγίου Πνεύματος. Η πίστη δεν
πρέπει να στηρίζεται στην ανθρώπινη σοφία, αλλά στη δύναμη του Θεού. Ο κήρυκας
δεν πρέπει να κηρύττει αυτά που αρέσουν στους ανθρώπους, αλλά ό,τι εκείνοι
χρειάζονται. Δεν είναι κανενός δουλειά να στέκεται πάνω σ’ ένα άμβωνα για να
ψυχαγωγεί τους άλλους. Αυτός που είναι πάνω στον άμβωνα, είναι εκεί για να
παρουσιάσει τη θυσία του Γολγοθά σε όλη την πληρότητα της ελπίδας και της δόξας
που αυτή έχει.
Ο Παύλος έγραψε για ένα αποκεκαλυμένο
μυστήριο: «Εκείνα τα οποία οφθαλμός δεν είδε,
και ωτίον δεν ήκουσε, και εις καρδίαν ανθρώπου δεν ανέβησαν, τα οποία ο Θεός
ητοίμασεν εις τους αγαπώντας αυτόν» (β:9). Ο χριστιανός δεν είναι μωρός.
Έχει ένα φωτισμένο νου και μιλάει τη σοφία του Θεού.
Ο φυσικός άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει
τα του Πνεύματος του Θεού, απλά επειδή ποτέ δεν το έλαβε. Γι’ αυτόν, το
ευαγγέλιο είναι μωρία. Στα εδάφια 10, 11, και 12, ο Παύλος ξεκαθάρισε, ότι μόνο
μέσω του Αγίου Πνεύματος μπορεί ο λόγος του Θεού να γίνει κατανοητός και
αποδεκτός.