Δεν παραδεχόμαστε πως κάνουμε κάτι λάθος, ακόμη και όταν είναι πασιφανές.
Η φυσική μας αντίδραση όταν κρινόμαστε για
κάτι που κάναμε ή κάτι που είπαμε, είναι «να αμυνθούμε». Νοιώθουμε ότι
απειλούμαστε και προσπαθούμε να αποδείξουμε, όταν μας κάνουν κριτική, πως «ποτέ
δεν κάνουμε λάθη».
Στη θεωρία είναι εύκολο να πω, «όλοι κάνουμε
λάθη». Στην πράξη όμως είναι δύσκολο να το παραδεχτώ.
Το ίδιο γίνεται και στα πράγματα του Θεού.
Είναι εύκολο να παραδεχτώ πως «όλοι μας έχουμε αμαρτίες», δύσκολο όμως στην
πράξη, να παραδεχτώ και να αναγνωρίσω τις δικές μου.
Ίσως να αναρωτιέστε, γιατί είναι δύσκολο; Αντίθετα, δεν είναι καθόλου δύσκολο. Αν είναι δυνατόν να πιστεύει κάποιος πως δεν έχει αμαρτίες! Όποιος το λέει αυτό δεν έχει διαβάσει τη Γραφή!
Κι όμως… Είναι δύσκολο να παραδεχτούμε πως
είμαστε αμαρτωλοί, πως κι εμείς κάνουμε λάθη.
Κι αυτό φαίνεται όταν έρθει η ώρα να
συγχωρήσουμε τα λάθη άλλων, και δεν θέλουμε να το κάνουμε. Δε θέλουμε, γιατί
κάπου μέσα μας πιστεύουμε πως εμείς δε θα κάναμε ποτέ κάτι τέτοιο.
Υπάρχει τρόπος όμως να βοηθηθούμε. Επειδή ο
Ιησούς ξέρει τη δυσκολία μας αυτή, γι’ αυτό όταν οι μαθητές του ζήτησαν να τους
μάθει να προσεύχονται, έβαλε μέσα και τη φράση «άφες ημίν τα οφειλήματά ημών»,
συγχώρησε τις αμαρτίες μας.
Τι σημαίνει αυτό;
Η προσευχή αυτή δόθηκε για να μάθουμε να
προσευχόμαστε. Την είπε ο Ιησούς σαν μοντέλο, σαν παράδειγμα για τις δικές μας
προσευχές.
Κάθε φορά λοιπόν που προσευχόμαστε, ο Θεός
θέλει να θυμόμαστε ότι:
Πρέπει να υπάρχει ώρα εξομολόγησης. Πρέπει να διαθέσω
ώρα για να ζητήσω από το Θεό συγνώμη για τα λάθη μου, τις αμαρτίες μου,
για τις φορές που Τον λύπησα. Πρέπει να δώσω λίγο χρόνο για αυτοεξέταση, καθώς
στέκομαι μπροστά στην παρουσία του Θεού.
Η εξομολόγηση δεν έχει αξία αν δεν παραδεχτώ
μπροστά στο Θεό, με τιμιότητα και ειλικρίνεια την αμαρτία μου.
Προσευχόμαστε και λέμε για παράδειγμα:
·
Κύριε,
αν σε λύπησα, συγχώρεσε με.
·
Κύριε,
αν πρόσβαλα τον αδελφό μου, συγνώμη.
·
Πατέρα
αν μείωσα τη γυναίκα μου, συγνώμη.
·
Κύριε,
αν λύπησα τον άντρα μου, συγχώρεσε με.
·
Κύριε
αν δεν ήμουν συνεπής και δεν έκανα το μέρος μου συγνώμη.
Αυτά τα «αν» πρέπει να φύγουν. Γιατί
ξέρω πολύ καλά, πως λύπησα το Θεό, πρόσβαλα τον αδελφό μου, μείωσα τη γυναίκα
μου, λύπησα τον άντρα μου και δεν ήμουν συνεπής.
Όλοι έχουμε διαβάσει τουλάχιστον μία φορά το Α΄ Ιωάν.α:9:
«Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, είναι πιστός
και δίκαιος, ώστε να συγχωρήσει εις ημάς τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από
πάσης αδικίας».
Η εξομολόγηση λοιπόν πρέπει να είναι συγκεκριμένη.
Μόνο έτσι πετυχαίνει το σκοπό της, να με συμφιλιώσει με το Θεό, γιατί μόνο έτσι
ταπεινώνομαι μπροστά Του, και παραδέχομαι τα λάθη μου. Κι αυτή είναι η ουσία
της εξομολόγησης: Να ταπεινωθώ και να παραδεχτώ πως έκανα λάθος.
Πρέπει λοιπόν να είναι συγκεκριμένη και
συνειδητή.
Την αμαρτία να τη λέω αμαρτία.
Δεν την ονομάζω αδυναμία, ούτε λάθος, ούτε
ατέλεια.
Την ονομάζω αμαρτία.
Για να ισχύει αυτή η όμορφη υπόσχεση του Α΄
Ιωάν.α:9, πρέπει να παραδεχτώ τι έκανα.
Λευιτ.ε:5: Όταν λοιπόν
είναι τις ένοχος εις εν εκ τούτων, θέλει εξομολογηθή κατά τι ημάρτησε·
Ο Θεός είχε πάντα την ίδια αρχή. Η
εξομολόγηση για να είναι εξομολόγηση και να πετύχει το σκοπό της πρέπει να
είναι συνειδητή και συγκεκριμένη.
Τώρα, πως με βοηθάει αυτό στις σχέσεις μου με
τους άλλους; Η σωστή εξομολόγηση, όταν είναι συγκεκριμένη και συνειδητή μου
ανοίγει την καρδιά να μπορώ να συγχωρώ αυτούς που αμαρτάνουν σε μένα.
Αυτό συμβαίνει καθώς μόνο με τη σωστή
εξομολόγηση θυμάμαι πως κι εγώ είμαι αμαρτωλός.
Όταν λέω τι έκανα, όταν δεν δικαιολογώ τον
εαυτό μου, τις αμαρτίες μου.
Μόνο σ’ αυτή τη βάση μπορώ να προσευχηθώ
«Κύριε, αν κάποιον σήμερα πλήγωσα, μίλησε μου, δείξε μου λάθη στο χαρακτήρα
μου, στη συμπεριφορά μου, που δεν τα καταλαβαίνω, έλεγξε με περισσότερο». Και
το Πνεύμα του Θεού, να είμαστε σίγουροι, θα το κάνει.
Η εξομολόγηση «μας βάζει στη θέση μας».
Μας βοηθάει να μην περηφανευόμαστε.
Να μην ξεχνάμε πως μπροστά στον Θεό είμαστε
«συγχωρεμένοι αμαρτωλοί».
Τίποτα περισσότερο. Έτσι πρέπει να βλέπουμε
τον εαυτό μας. Όχι σαν κάτι ανώτερο στα πνευματικά.
Ό,τι είμαστε, το χρωστάμε στο έλεος του Θεού.
Γι’ αυτό ο Ιησούς συνέχισε στην προσευχή και είπε: «Άφες ημίν τα
οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».
Τι σημαίνει αυτό; Πρώτα να δούμε τι «δεν
σημαίνει».
Δεν σημαίνει πως ο Θεός με συγχωρεί επειδή
εγώ συγχωρώ. Δεν με κάνει δηλαδή, ο Θεός παιδί Του, επειδή κέρδισα το
δικαίωμα αυτό συγχωρώντας άλλους.
Ο Ιησούς μαθαίνει τους μαθητές να προσεύχονται. Δεν διδάσκει πως να
σωθούν. Η σωτηρία είναι με την πίστη στον Ιησού, είναι δωρεά, είναι χάρη. Δεν
κερδίζεται.
Αυτό που διδάσκει ο Κύριος είναι πως σαν
μαθητής του, σαν παιδί Του, δεν μπορεί να με συγχωρέσει, αν και εγώ δεν συγχωρώ
αυτούς που αμαρτάνουν σε μένα.
Σας κάνει εντύπωση πως μετά το τέλος της
προσευχής ο Χριστός δεν σχολιάζει κάτι άλλο, αλλά το εδάφιο που μελετάμε;
Ήξερε σε ποιο θέμα όλοι μας θα είχαμε
δυσκολία.
Εδ.14 & 15:
Διότι εάν συγχωρήσητε εις τους ανθρώπους τα
πταίσματα αυτών, θέλει συγχωρήσει και εις εσάς ο Πατήρ σας ο ουράνιος· εάν όμως
δεν συγχωρήσητε εις τους ανθρώπους τα πταίσματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ σας θέλει
συγχωρήσει τα πταίσματά σας.
Αν δεν υπάρχει για χρόνια αύξηση στη ζωή σου,
είναι πιθανόν πως αυτή είναι η αιτία. Η άρνησή σου να συγχωρείς.
Και μέρος του «γιατί μας είναι δύσκολη η
συγχώρηση», πιστεύω είναι η λανθασμένη νοοτροπία εξομολόγησης.
Αν με ειλικρίνεια παραδέχομαι στον Θεό τα
λάθη μου, τις δικές μου πτώσεις, και το κάνω κάθε μέρα, και πολλές φορές μέσα
στη μέρα, αυτό με βοηθάει να θυμάμαι πως είμαι συγχωρεμένος αμαρτωλός που
χρωστάω στον Θεό πολύ περισσότερα από ό,τι αυτός που με έβλαψε.
Αισθανόμαστε πως αυτή η διδασκαλία του Ιησού
είναι βουνό, δύσκολο να την υπακούσεις γιατί δεν έχουμε εκτιμήσει πόσο μεγάλη
είναι η συγχώρηση Του σε μας, στα δικά μας λάθη, στις δικές μας αμαρτίες.
Γιατί έχουμε την τάση λόγω της αμαρτωλής μας
φύσης, να μειώνουμε το βάρος των δικών μας αμαρτιών, και να ανεβάζουμε τις
αμαρτίες των άλλων.
Στο μυαλό μας οι αμαρτίες του άλλου
είναι πιο σημαντικές από τις δικές μας. Είναι πιο μεγάλες, πιο σοβαρές. Και
αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν παίρνουμε σοβαρά τις δικές μας αμαρτίες.
Νομίζουμε πως προσβάλουν τον Θεό λιγότερο από
τις αμαρτίες των άλλων.
Αυτό ήταν το λάθος του άδικου δούλου, δεν ήθελε να αφήσει
το χρέος του σύνδουλου του, τη στιγμή που το δικό του χρέος, το οποίο ήταν
απίστευτα μεγάλο του είχε χαριστεί.
Δεν μπορούσε να εκτιμήσει την χάρη που του είχε
δοθεί. Και πιστεύω πως σε ένα μεγάλο βαθμό δεν έχουμε κι εμείς την αντίστοιχη
εκτίμηση.
Είναι αλήθεια ότι η αληθινή συγχώρηση είναι
δύσκολη. Πολλές φορές θα πάρει και πρέπει να πάρει χρόνο.
Είναι όμως επίσης αλήθεια, ότι ο Θεός το
ζητάει και όπως σε όλα τα πράγματα έτσι και σ’ αυτό, δίνει την δύναμη για να
υπακούσουμε.
Έχει πει πως οι εντολές του δεν είναι βαριές.
Α΄ Ιωάν.ε:3-5, Διότι αύτη είναι
η αγάπη του Θεού, το να φυλάττωμεν τας εντολάς αυτού· και αι εντολαί αυτού
βαρείαι δεν είναι. Διότι παν ο, τι εγεννήθη εκ του Θεού νικά τον κόσμον· και
αύτη είναι η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών. Τις είναι ο νικών τον
κόσμον ειμή ο πιστεύων ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού;
Παρόλο που ο πόνος προσθέτει βάρος, ο Θεός
υπόσχεται πως επειδή έχουμε γεννηθεί από Εκείνον μπορούμε με τη χάρη Του να
ζήσουμε το ανθρωπίνως αδύνατο.
Στην Α΄
Κορ.ι:13 υπόσχεται:
Πειρασμός δεν σας κατέλαβεν ειμή ανθρώπινος·
πιστός όμως είναι ο Θεός, όστις δεν θέλει σας αφήσει να πειρασθήτε υπέρ την
δύναμίν σας, αλλά μετά του πειρασμού θέλει κάμει και την έκβασιν, ώστε να
δύνασθε να υποφέρητε.
Το να με πληγώσει, να με αδικήσει κάποιος να
με εκμεταλλευτεί είναι ένας πειρασμός πίστης. Είναι μια δοκιμασία. Και ο Θεός
λέει πως δεν πρόκειται ποτέ κανένας πειρασμός να είναι μεγαλύτερος από την
δύναμή μου. Ο Θεός ξέρει πόσο αντέχω.
Ιακ.ε:16 «εξομολογείσθε
εις αλλήλους τα πταίσματά σας και εύχεσθε υπέρ αλλήλων διά να ιατρευθήτε».
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η λέξη «Εκκλησία»
στην Καινή Διαθήκη, δεν σημαίνει ένα σύνολο ιεραρχίας, ούτε μια ομάδα ανθρώπων
προικισμένων με ιδιαίτερα χαρίσματα και εξουσίες, αλλά συμπεριλαμβάνει όλους
τους πιστούς που αποτελούν μια τοπική Εκκλησία, το λαό του Θεού, το σώμα του
Ιησού Χριστού.
Αυτή η Εκκλησία έχει υψηλή αποστολή και
διακονία στο έργο της εξομολόγησης και της συγχώρησης. Αυτό εννοεί ο λόγος του
Θεού με τα λόγια «εξομολογείσθε εις αλλήλους τα πταίσματά σας και εύχεστε
υπέρ αλλήλων διά να ιατρευθήτε».
Η Εκκλησία λοιπόν είναι μια κοινωνία
θεραπείας και συγχώρησης.
Αυτές οι δύο λέξεις «θεραπεία» και «συγχώρηση»
περιγράφουν την πνευματική ευθύνη που έχουμε απέναντι στους αδελφούς μας που
αμαρτάνουν.
Όταν μιλάμε για συγχώρηση των αμαρτιών,
νομίζουμε ότι μια τέτοια διακονία αφορά εκείνους μόνο που δεν είναι και τόσο
πνευματικοί. Οι χαρακτηρισμένοι αμαρτωλοί είναι αποκλειστικά και μόνο αυτοί
που χρειάζονται τη διακονία της θεραπείας και της συγχώρησης.
Στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει ακριβώς το
αντίθετο και μάλιστα παράδοξο. Όταν ένας πιστός αυξάνει στον αγιασμό και στην
πνευματική ζωή, αυξάνει η αγάπη του για τον Θεό και την δικαιοσύνη, αποζητά τη
λατρεία του Θεού και επιδιώκει το καλό και τη διακονία του ευαγγελίου. Αλλά
μαζί με όλα αυτά, αυξάνει και η αμαρτία στην ζωή του.
Πώς γίνεται όμως κάτι τέτοιο;
Απλά ο πνευματικός άνθρωπος γίνεται πιο
ευαίσθητος στην αμαρτία.
Εκεί που πρώτα δεν διέκρινε την αμαρτία γιατί
δικαιολογούσε ο ίδιος τις κακές του πράξεις ή τις παραλείψεις του σε σχέση με
το θέλημα του Θεού φορτώνοντας την αιτία στους άλλους, τώρα που αυξήθηκε στην
πνευματική του ζωή αναγνωρίζει την δική του ευθύνη.
Αρχίζει επίσης να αναγνωρίζει αμαρτίες στη
ζωή του που οφείλονται στην παράλειψή του να κάνει το καλό και να υπηρετήσει
το Θεό στο πρόσωπο των συνανθρώπων του.
Ο πιστός αμαρτάνει ακόμα και όταν αδιαφορεί
για τον πεινασμένο, τον άρρωστο, αυτόν που δεν έχει τα μέσα να θεραπευθεί, τον
άστεγο που του ζητά στέγη, τροφή και ενδυμασία.
Αμαρτάνει όταν αμελεί και αδιαφορεί για τον
ευαγγελισμό αυτών με τους οποίους έρχεται σε επαφή.
Μπορούμε λοιπόν να καταλάβουμε πόσο σημαντική
είναι αυτή η διακονία της θεραπείας και της συγχώρησης στη ζωή όλων των πιστών.
Όταν ο Θεός μας προτρέπει στον λόγο Του, να
διακονήσουμε τους ασθενείς αδελφούς μας που περιπίπτουν σε αμαρτήματα, απευθύνεται
ταυτόχρονα και στους πνευματικά δυνατούς λέγοντάς τους να προσέχουν να μη
πειραστούν οι ίδιοι (Γαλ.ς:1).
Ο πειρασμός στον οποίο αναφέρεται ο λόγος του
Θεού είναι η πνευματική υπερηφάνεια.
Υπάρχει ο φόβος συγκρίνοντας τον εαυτό μας με
τον αμαρτήσαντα αδελφό, να διακρίνουμε στον εαυτό μας υπεροχή, γιατί εμείς δεν
διαπράξαμε μια ανάλογη αμαρτία και να κατακρίνουμε στη συνείδηση μας τον
αδελφό μας.
Μια βασική προϋπόθεση λοιπόν αυτής της διακονίας
είναι η εμπειρία που πρέπει να έχει ο ίδιος στην δική του ζωή.
Να έχει δηλαδή δεχτεί ο ίδιος την διακονία
του ελέγχου περί αμαρτίας, να έχει περάσει από τη διαδικασία της μετάνοιας,
της εξομολόγησης και της συγχώρησης.
Μια τέτοια εμπειρία τον καθιστά ικανό να
βοηθήσει κάποιον αδύνατο αδελφό που έχει αμαρτήσει.
Έτσι επιβεβαιώνεται αυτή η αλήθεια του ευαγγελίου
που περιέχεται στη φράση «εξομολογείσθε εις αλλήλους». Η λέξη
«αλλήλους» περιγράφει αυτή τη διμερή σχέση που έχουμε με τους αδελφούς μας.
Η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί την λέξη «αλλήλους»
πολλές φορές, πράγμα που σημαίνει ότι ο κάθε πιστός έχει διπλή σχέση με τους
αδελφούς του. «Αγαπάτε αλλήλους», «εξομολογείσθε εις αλλήλους», «συγχωρείτε
αλλήλους», «εύχεσθε υπέρ αλλήλων», «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε».
Η έννοια της λέξης «αλλήλους» σημαίνει ότι
άλλοτε αμαρτάνουμε εμείς και έχουμε ανάγκη τη συμπαράσταση των άλλων και άλλοτε
αμαρτάνουν οι άλλοι και έχουν ανάγκη τη δική μας συμπαράσταση.
Άλλοτε χρειάζεσαι εσύ την έμπρακτη αγάπη του
αδελφού σου και κάποτε χρειάζεται εκείνος τη δική σου. Άλλοτε σηκώνει τα δικά
σου βάρη ο αδελφός σου και άλλοτε σηκώνεις εσύ τα δικά του.
Θα πει κανείς όμως: Πού είναι η εκκλησιαστική
πειθαρχία για τον αδελφό που έχει αμαρτήσει;
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι ο σκοπός της
πνευματικής πειθαρχίας δεν είναι η τιμωρία, αλλά η αποκατάσταση, η συγχώρηση,
η θεραπεία του αμαρτωλού.
Η Εκκλησία του Χριστού είναι πρώτα νοσοκομείο
και μετά είναι δικαστήριο. Υπάρχουν σ' αυτήν όλες οι ειδικότητες για τη
θεραπεία όλων των αμαρτωλών..
Ένα καλό παράδειγμα αυτής της διακονίας είναι
ο ίδιος ο Κύριος. Όταν οι Φαρισαίοι έφεραν τη γυναίκα που είχαν συλλάβει επ’
αυτοφώρω μoιχευoμένη, ρώτησαν τον Χριστό: «Εν τω νόμω ο Μωϋσής προσέταξεν
ημάς να λιθοβολούνται αι τοιαύται, συ τι λέγεις;» (Ιωάν.η:5).
Στην πρόκληση αυτή ο Χριστός, αντί να εκφέρει
κρίση και να την καταδικάσει σαν κριτής, την υπηρέτησε με τη διακονία της
θεραπείας και της συγχώρησης, φανερώνοντας για ακόμη μια φορά ότι η
αποστολή Του δεν ήταν να κρίνει τον αμαρτωλό, αλλά να τον οδηγήσει στην
μετάνοια και τη συγχώρηση.
Αφού έλεγξε τους Φαρισαίους με τα λόγια «Ο
αναμάρτητος, πρώτος ας ρίψη τον λίθον επ' αυτήν» εκείνοι έφυγαν (Ιωάν.η:7).
Αφού λοιπόν έφυγαν όλοι οι κατήγοροί της
ελεγχόμενοι από την ίδια τους τη συνείδηση, ο Χριστός είπε στη γυναίκα «ουδέ
εγώ σε καταδικάζω, ύπαγε και εις το εξής μη αμάρτανε» (Ιωάν.η:11).