Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Από πού προήλθε η θεωρία της Τριάδας; (1)

  

Πιστεύεις ότι ο Θεός είναι 3 ξεχωριστά πρόσωπα; Έχεις μελετήσει την Αγία Γραφή για να δεις τι μας λέει για την θεότητα;

Κολ.β:9 διότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς,

Αν πιστεύεις ότι ο Θεός είναι τριάδα, επειδή αυτή είναι η παράδοση που σου έχουν διδάξει, θα πρέπει πραγματικά να πάρεις χρόνο να μελετήσεις το θέμα. Αυτή η μικρή μελέτη που παρουσιάζουμε εδώ μιλάει με απλά λόγια και είναι εύκολο να την καταλάβεις.

 

Από πού προέρχεται λοιπόν η θεωρία της Τριάδας;

 

Λίγοι καταλαβαίνουν πώς η θεωρία της Τριάδας έφτασε στο σημείο να είναι αποδεκτή - αρκετούς αιώνες μετά την ολοκλήρωση της Αγίας Γραφής! Ωστόσο, οι ρίζες της πάνε πολύ πιο πίσω στην ιστορία.

Ιωάν.η:32 και θέλετε γνωρίσει την αλήθειαν, και η αλήθεια θέλει σας ελευθερώσει.

Οι περισσότεροι άνθρωποι υποθέτουν ότι κάθε τι που φέρει την ταμπέλα «Χριστιανικό», πρέπει να προέρχεται από τον Ιησού Χριστό και τους πρώτους μαθητές Του. Αλλά αυτό, σίγουρα δεν είναι η αλήθεια. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να εξετάσουμε τα λόγια του Ιησού Χριστού και των αποστόλων για να διαπιστώσουμε ότι αυτό σαφώς δεν είναι αλήθεια.

Οι ιστορικές αναφορές δείχνουν ότι ακριβώς όπως ο Ιησούς και οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης προείπαν, διάφορες αιρετικές ιδέες και ψευδοδιδάσκαλοι εμφανίστηκαν από τις αρχές της εκκλησίας, προερχόμενοι είτε μέσα από την εκκλησία, είτε απ’ έξω. Ο Χριστός ο ίδιος προειδοποίησε τους μαθητές Του: «Βλέπετε μη σας πλανήση τις. Διότι πολλοί θέλουσιν ελθεί επί τω ονόματί μου, λέγοντες, Εγώ είμαι ο Χριστός, και πολλούς θέλουσι πλανήσει» Ματθ.κδ:4-5.

Μπορείς να διαβάσεις παρόμοιες προειδοποιήσεις και σε άλλα μέρη, όπως: Ματθ.κδ:11, Πράξ.κ:29-30, Β’ Κορ.ια:13-15, Β’ Τιμ.δ:2-4, Β’ Πέτρ.β:1-2, Α’ Ιωάν.β:18-26, Α’ Ιωάν.δ:1-3.

Μόλις και μετά βίας δύο δεκαετίες μετά το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, ο απόστολος Παύλος έγραψε ότι πολλοί πιστοί, πολύ γρήγορα, «μεταφέρονται... εις άλλο ευαγγέλιον» (Γαλ.α:6). Έγραψε ότι αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει «ψευδαπόστολους, δόλιους εργάτες» που μετασχηματίζονται σε αποστόλους του Χριστού» (Β’ Κορ.ια:13). Ένα από τα μεγάλα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν ήταν οι «ψευδάδελφοι» (Β’ Κορ.ια:26).

Από τα τέλη του πρώτου αιώνα, όπως διαπιστώνουμε από την Γ’ Ιωάν.9-10, οι συνθήκες είχαν φτάσει σε τέτοια άσχημη κατάσταση, που ψευδοεργάτες ανοιχτά αρνήθηκαν να δεχτούν τους εκπροσώπους του απόστολου Ιωάννη και έκβαλαν τους αληθινούς Χριστιανούς από την εκκλησία!

Πριν από λίγο, οι αληθινοί εργάτες του Θεού, είχαν γίνει μια περιθωριοποιημένη και διάσπαρτη μειοψηφία, μεταξύ αυτών που αυτοαποκαλούντο χριστιανοί. Μια πολύ διαφορετική θρησκεία, αρχίζει να συμβιβάζεται με πολλές έννοιες και πρακτικές που είχαν τις ρίζες τους στην αρχαία ειδωλολατρία (μια τέτοια ανάμειξη των θρησκευτικών πεποιθήσεων είναι γνωστή σαν συγκρητισμός, πολύ κοινός στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκείνο τον καιρό), πήρε στα χέρια της και μεταμόρφωσε την πίστη που εδραιώθηκε από τον Ιησού Χριστό.

Ο ιστορικός Jesse Hurlbut λέει γι’ αυτή την εποχή της Μεταμόρφωσης: «ονομάζουμε την τελευταία γενιά του 1ου αιώνα, από το 68 μέχρι το 100 μ.Χ., «Η εποχή των σκιών» εν μέρει επειδή η κατήφεια και το σκοτάδι των διωγμών ήταν πάνω από την εκκλησία, αλλά προπάντων επειδή απ’ όλες τις περιόδους της Εκκλησιαστικής ιστορίας, είναι αυτή που ξέρουμε τα λιγότερα πράγματα. Δεν έχουμε πλέον το καθαρό φως του βιβλίου των Πράξεων να μας καθοδηγεί και κανένας άλλος συγγραφέας εκείνης της εποχής δεν μπόρεσε να γεμίσει το κενό της ιστορίας...»

«Για πενήντα χρόνια μετά από τη ζωή του αποστόλου Παύλου, ένα μαύρο πέπλο κρεμάστηκε πάνω από την εκκλησία, που προσπαθούμε μάταια να δούμε και όταν επιτέλους φεύγει, περίπου το 120 μ.Χ. με τα συγγράμματα των πατέρων της πρώτης εκκλησίας, βρίσκουμε μια εκκλησία σε πολλά σημεία πολύ διαφορετική απ’ ότι στις ημέρες του Πέτρου και του Παύλου» (Η ιστορία της χριστιανικής εκκλησίας, 1970, σελ.33).

Αυτή η «πολύ διαφορετική» εκκλησία, θα αυξηθεί σε δύναμη και επιρροή, και μέσα σε λίγο καιρό θα φτάσει στο σημείο να εξουσιάζει ακόμη και την πανίσχυρη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία!

Από το δεύτερο αιώνα, τα πιστά μέλη της εκκλησίας του Χριστού, το  «μικρό ποίμνιο» (Λουκ.ιβ:32), διασκορπίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τα κύματα των θανάσιμων διωγμών. Κρατιόταν σταθερά στη βιβλική αλήθεια για τον Ιησού Χριστό και τον Πατέρα Θεό, αν και καταδιώχτηκαν απ’ τις ρωμαϊκές αρχές, καθώς και από εκείνους που έλεγαν ότι είναι χριστιανοί, αλλά στην πραγματικότητα δίδασκαν «έναν άλλο Ιησού» και ένα «διαφορετικό Ευαγγέλιο» (Β’ Κορ.ια:4 & Γαλ.α:6-9).

Διαφορετικές ιδέες όσο αφορά στη θεότητα του Χριστού, οδηγούν σε συγκρούσεις.

Αυτό ήταν το σκηνικό κατά το οποίο εμφανίστηκε στο προσκήνιο το δόγμα της Τριάδας. Σ’ αυτές τις πρώτες δεκαετίες μετά τη διακονία το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού, που επεκτάθηκαν και στους επόμενους αιώνες, διάφορες ιδέες εμφανίστηκαν ως προς την ακριβή φύση του Ιησού. Ήταν άνθρωπος; Ήταν ο Θεός; Ήταν ο Θεός που φανερώθηκε εν σαρκί; Ήταν μια παραίσθηση; Ήταν ένας απλός άνθρωπος που έγινε Θεός; Δημιουργήθηκε από τον Θεό Πατέρα, ή υπήρχε αιώνια μαζί με τον Πατέρα;

Όλες αυτές οι ιδέες είχαν τους πρωταγωνιστές τους. Η ενότητα της πίστης της πρώτης εκκλησίας χάθηκε, καθώς νέες διδασκαλίες, πολλές από τις οποίες δανείστηκαν ή προσαρμόστηκαν από ειδωλολατρικές θρησκείες, αντικατέστησαν τις διδασκαλίες του Ιησού και των αποστόλων.

Ας είμαστε σαφείς ότι όταν πρόκειται για πνευματικές και θεολογικές συζητήσεις σ’ αυτούς τους πρώτους αιώνες που οδήγησαν στη διατύπωση της θεωρίας της Τριάδας, η αληθινή εκκλησία ήταν σε μεγάλο βαθμό απούσα από τη σκηνή, είχε οδηγηθεί στις κατακόμβες.

Για το λόγο αυτό, σε αυτή την θυελλώδη περίοδο, βλέπουμε συχνά συζητήσεις όχι μεταξύ αλήθειας και λάθους, αλλά μεταξύ ενός λάθους και ενός διαφορετικού λάθους — γεγονός που σπάνια αναγνωρίζεται από πολλούς σύγχρονους μελετητές, εντούτοις σημαντικό για την σωστή κατανόηση.

Ένα κλασικό παράδειγμα αυτού, ήταν η διαμάχη σχετικά με τη φύση του Χριστού που οδήγησε τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μέγα, να συγκαλέσει τη σύνοδο της Νίκαιας (στη δυτική Τουρκία) το 325 μ.Χ.

Ο Κωνσταντίνος, παρόλο που υποστηρίζεται από πολλούς σαν ο πρώτος «Χριστιανός» Ρωμαίος αυτοκράτορας, ήταν στην πραγματικότητα ένας προσκυνητής του ήλιου - που βαφτίστηκε μόνο στο νεκροκρέβατό του. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, δολοφόνησε τον μεγαλύτερο γιο του και τη γυναίκα του. Ήταν επίσης έντονα αντισημίτης, αναφερόμενος σ’ ένα από τα διατάγματα του «στο απεχθές εβραϊκό πλήθος» και «τα έθιμα αυτών των πολύ κακών ανθρώπων» — έθιμα που στην πραγματικότητα ήταν ριζωμένα στην Αγία Γραφή και εφαρμόστηκαν από τον Ιησού και τους αποστόλους.

Σαν αυτοκράτορας, σε μια περίοδο μεγάλη ταραχής μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο Κωνσταντίνος είχε την πρόκληση να διατηρήσει την ενότητα της αυτοκρατορίας. Αναγνώρισε την αξία της θρησκείας σ’ αυτό το πρόβλημα, την ενότητα της αυτοκρατορίας του. Αυτό ήταν, στην πραγματικότητα, ένα από τα κύρια κίνητρα στην αποδοχή και καθιέρωση της «Χριστιανικής» θρησκείας (η οποία, εκείνο τον καιρό, είχε παρασυρθεί πολύ μακριά από τις διδασκαλίες του Ιησού Χριστού και των αποστόλων και ήταν χριστιανική μόνο κατ’ όνομα).

Αλλά τώρα ο Κωνσταντίνος αντιμετώπισε μια νέα πρόκληση. Ο ερευνητής θρησκειών Karen Armstrong εξηγεί ότι: «ένα από τα πρώτα προβλήματα που έπρεπε να λυθεί ήταν το δόγμα του Θεού... ένας νέος κίνδυνος προέκυψε μέσα από την εκκλησία που χώρισε τους Χριστιανούς σε πικρά αντιμαχόμενα στρατόπεδα».

 

Συζήτηση για τη φύση του Θεού στη σύνοδο της Νίκαιας

 

Από που ξεκίνησε η θεωρία της Τριάδας;

Ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε τη σύνοδο της Νίκαιας το έτος 325 τόσο για πολιτικούς λόγους - για την ενότητα της αυτοκρατορίας — όσο και για θρησκευτικούς.

«Ελπίζοντας στην εξασφάλιση του θρόνου του με την υποστήριξη του αυξανόμενου σώματος των Χριστιανών, τους έδειξε σημαντική εύνοια ενδιαφερόμενος να έχει την εκκλησία ακμαία και ενωμένη. Η διαμάχη του Άρειου απειλούσε την ενότητά και τη δύναμή της. Ανέλαβε λοιπόν να βάλει τέρμα σ’ αυτή την κατάσταση. Του προτάθηκε, ίσως από τον Ισπανό επίσκοπο Όσιο, που είχε επιρροή στην αυλή, να συγκαλέσει μια σύνοδο Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας, κι έτσι θα αποκαθιστούσε την αρμονία. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος φυσικά, ούτε γνώριζε ούτε νοιαζόταν καθόλου για το θέμα της διαφοράς, αλλά ήθελε να σταματήσει αυτή η διαμάχη και η συμβουλή του Όσιου, ήταν αυτό που ήθελε να ακούσει» (Arthur Cushman McGiffert, “Α History of Christian Thought”, 1954, Vol. 1, p. 258).

O Άρειος, ιερέας από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, δίδασκε ότι ο Χριστός, επειδή ήταν ο Γιος του Θεού, πρέπει να είχε μια αρχή και συνεπώς ήταν μια ιδιαίτερη δημιουργία του Θεού. Ακόμα, αν ο Ιησούς ήταν ο Γιος, ο Πατέρας αναγκαστικά πρέπει να ήταν ηλικιακά μεγαλύτερος.

Αντίθετος στις διδασκαλίες του Άρειου, ήταν ο Αθανάσιος, ένας διάκονος επίσης από την Αλεξάνδρεια. Η άποψή του ήταν μια πρώιμη μορφή τριαδικότητας, όπου ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα ήταν ένας, αλλά την ίδια στιγμή διαφορετικοί μεταξύ τους.

Η απόφαση ως προς ποια θέση θα αποδεχόταν η σύνοδος των εκκλησιών ήταν σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετη. Ο Karen Armstrong εξηγεί στην «Ιστορία του Θεού»: «όταν οι επίσκοποι συγκεντρώθηκαν στη Νίκαια στις 20 Μαΐου 325, να επιλύσουν την κρίση, πολύ λίγοι συμφωνούσαν  με τη θέση του Αθανασίου για το πρόσωπο του Χριστού. Οι περισσότεροι κρατούσαν μια θέση μεταξύ του Αθανάσιου και του Άρειου» (σ. 110).

Σαν αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος ήταν στην ασυνήθιστη θέση να αποφασίσει για τη διδασκαλία της εκκλησίας, τη στιγμή που δεν ήταν καν χριστιανός. Τον επόμενο χρόνο ήταν που δολοφόνησε τη γυναίκα του και το γιο του, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. 

Ο ιστορικός Henry Chadwick βεβαιώνει, «Ο Κωνσταντίνος, όπως και ο πατέρας του, λάτρευαν τον «Αήττητο ήλιο» (The Early Church, 1993, p. 122). Όσο αφορά στον εναγκαλισμό του Χριστιανισμού από τον αυτοκράτορα, ο Chadwick παραδέχεται, «η μεταστροφή του δεν πρέπει να ερμηνεύεται σαν μια εσωτερική εμπειρία της χάρης... Ήταν στρατιωτικό θέμα. Κατά πόσο κατάλαβε ποτέ τη χριστιανική διδασκαλία, δεν ήταν ποτέ πολύ σαφές» (σ. 125).

Ο Chadwick λέει ότι το βάπτισμα στο νεκροκρέβατο του Κωνσταντίνου, αυτό καθ’ αυτό φανερώνει χωρίς αμφιβολία τη «χριστιανική του πίστη». Ήταν κοινό για τους κυβερνώντες να αναβάλουν το βάπτισμα, για  να αποφύγουν την ευθύνη για βασανιστήρια και εκτελέσεις εγκληματιών (σ.127). Αλλά αυτή η αιτιολόγηση, δεν βοηθά πραγματικά, αν ήταν γνήσια η μεταστροφή του αυτοκράτορα.

Ο Norbert Brox, καθηγητής της εκκλησιαστικής ιστορίας, επιβεβαιώνει ότι ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ποτέ στην πραγματικότητα Χριστιανός: «ο Κωνσταντίνος δεν βίωσε καμία μεταστροφή, δεν υπάρχουν ενδείξεις αλλαγής της πίστης του. Ποτέ δεν είπε ο ίδιος ότι στράφηκε σ’ έναν άλλο Θεό... Την εποχή που στράφηκε προς το Χριστιανισμό, για τον ίδιο αυτό ήταν Sol Invictus (ο νικηφόρος θεός ήλιος)» (A Concise History of the Early Church, 1996, p. 48).

Όταν ήρθε στη σύνοδο της Νίκαιας, η Εγκυκλοπαίδεια Britannica γράφει: «Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος προέδρευσε, καθοδηγώντας ενεργά τις συζητήσεις και προσωπικά πρότεινε... την κρίσιμη φόρμουλα που έκφραζε τη σχέση του Χριστού με τον Θεό, στο σύμβολο της πίστεως που εξέδωσε η σύνοδος... Φοβισμένοι από τον αυτοκράτορα, οι επίσκοποι, με δύο εξαιρέσεις μόνο, υπέγραψαν το σύμβολο της πίστης, αν και πολλοί από αυτούς ήταν ενάντιοι αυτής της γραμμής» (1971 edition, Vol. 6, “Constantine,” p. 386).

Με την έγκριση του αυτοκράτορα, η σύνοδος απέρριψε την μειοψηφούσα άποψη του Άρειου και, μη έχοντας κάτι να την αντικαταστήσει, ενέκρινε την άποψη του Αθανάσιου — που κι αυτή ήταν μειοψηφούσα. Έτσι, η εκκλησία έμεινε στην περίεργη θέση, να υποστηρίζει επίσημα την απόφαση που πάρθηκε στη Νίκαια, να εγκρίνει την άποψη μιας μειοψηφίας των παρευρισκόμενων, από εκείνο το σημείο και μετά.

Τα θεμέλια για την επίσημη αποδοχή της Τριάδας, τώρα είχαν μπει — αλλά πήρε πάνω από τρεις αιώνες μετά το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού για να αναφανεί αυτή η αντιβιβλική διδασκαλία!

Συνεχίζεται