Δυστυχώς, εν μέσω τέτοιων κατηγοριών, κανείς δεν νοιάζεται να ζητήσει τον ορισμό της ταπεινοφροσύνης που χρησιμοποιείται. Με τα χρόνια, ο ορισμός της ταπεινοφροσύνης έχει υποστεί μια σταδιακή και τελικά μια ριζική αλλαγή. Ειδικά ανάμεσα σ’ αυτούς που λένε ότι είναι πνευματικοί.
Στις μέρες μας,
η ταπείνωση έχει ουσιαστικά γίνει συνώνυμη με την λέξη αβεβαιότητα. Αν δεν είσαι
βέβαιος, τότε είσαι ταπεινός. Αν είσαι σίγουρος, τότε είσαι αλαζόνας. Έτσι, η
θεμελιώδης αμαρτία στον πνευματικό κόσμο είναι να ισχυρίζεσαι ότι γνωρίζεις κάτι
στα σίγουρα.
Φυσικά, αυτή η μετατόπιση παρουσιάζει ένα πραγματικό πρόβλημα για τον Χριστιανισμό. Οι μονοθεϊστές πιστεύουν ότι ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτό Του με σαφήνεια στον λόγο Του. Έτσι, όταν πρόκειται για σημαντικές θεολογικές ερωτήσεις (ποιος ήταν ο Ιησούς; ποιος είναι ο Θεός; Πώς μπορεί κανείς να σωθεί;), οι μονοθεϊστές πιστεύουν ότι έχουν την βάση, εξαιτίας της οποίας, μπορούν να διεκδικήσουν βεβαιότητα: την αποκάλυψη του Θεού.
Πράγματι, το να ισχυριζόμαστε ότι δεν γνωρίζουμε την αλήθεια για
τέτοια θέματα, ισοδυναμεί με άρνηση του Θεού, και του λόγου Του. (Αυτό δεν
σημαίνει, φυσικά, ότι οι μονοθεϊστές είμαστε βέβαιοι για τα πάντα, αλλά μπορούμε
να είμαστε βέβαιοι γι' αυτές τις βασικές χριστιανικές αλήθειες).
Έτσι, για τους
μονοθεϊστές, η ταπείνωση και η αβεβαιότητα δεν είναι συνώνυμα. Κάποιος μπορεί
να είναι σίγουρος και ταπεινός την ίδια στιγμή. Πώς; Για τον απλούστατο λόγο:
οι μονοθεϊστές πιστεύουν ότι καταλαβαίνουν την αλήθεια μόνο και μόνο επειδή ο
Θεός τους το αποκάλυψε (Α’ Κορ.α:26-30). Με άλλα λόγια, οι μονοθεϊστές είναι
ταπεινοί επειδή η κατανόησή τους για την αλήθεια δεν βασίζεται στη δική τους
νοημοσύνη, τη δική τους έρευνα, τη δική τους οξυδέρκεια. Μάλλον, εξαρτάται 100%
από τη χάρη του Θεού. Η χριστιανική γνώση είναι μια εξαρτημένη γνώση. Και αυτό
οδηγεί στην ταπείνωση (Α’ Κορ.α:31). Αυτό προφανώς δεν σημαίνει ότι όλοι οι
Χριστιανοί είναι προσωπικά ταπεινοί. Αλλά, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι,
και έχουν πολλούς λόγους για να είναι.
Αν και οι
Χριστιανοί έχουν μια βάση στην οποία μπορούν να είναι ταπεινοί και βέβαιοι
συγχρόνως, αυτό δεν είναι απαραίτητα η περίπτωση με άλλες κοσμοθεωρίες. Πάρε
τον άθεο, για παράδειγμα. Είναι αρκετά βέβαιος για πολλά πράγματα (σε αντίθεση
με τον ισχυρισμό του ότι δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος για τίποτα). Είναι
βέβαιος είτε ότι ο Θεός δεν υπάρχει (σκληρός αθεϊσμός), ή είναι βέβαιος ότι δεν
μπορεί κανείς να ξέρει αν ο Θεός υπάρχει (ήπιος αθεϊσμός). Και κρίνοντας τον
Χριστιανισμό, είναι βέβαιος ότι οι Χριστιανοί είναι λάθος αξιώνοντας ότι είναι
σίγουροι. Στην ουσία, ο άθεος ισχυρίζεται, «γνωρίζω αρκετά πράγματα για τον
κόσμο, ώστε να μπορώ να ξέρω ότι ένα άτομο δεν μπορεί ενδεχομένως να είναι
απόλυτα βέβαιο για οτιδήποτε». Αυτό από μόνο του είναι μια καθαρή δογματική αξίωση.
Αλλά, που
βασίζει ο άθεος αυτές τις άπιαστες
αξιώσεις του για το σύμπαν; Στο δικό του πεπερασμένο, έκπτωτο, ανθρώπινο μυαλό.
Έχει πρόσβαση μόνο στη δική του περιορισμένη, γνώση. Έτσι, τώρα θα πρέπει να ρωτήσω
και πάλι: Ποιος είναι αλαζονικός; Ο χριστιανός ή ο άθεος; Και οι δύο
ισχυρίζονται με βεβαιότητα πράγματα σε πολλά υπερβατικά ζητήματα. Αλλά ο ένας
το κάνει, στηριζόμενος και εξαρτώμενος σ’ Αυτόν που γνωρίζει τέτοια πράγματα (ο
Θεός), και ο άλλο το κάνει στηριζόμενος αποκλειστικά στον εαυτό του. Αν κάποια
θέση είναι αλαζονική, αυτή σίγουρα δεν είναι του χριστιανού.
Δεν υπάρχει
αμφιβολία, ότι ο άθεος θα αντιταχθεί σ’ αυτόν τον τρόπο αιτιολόγησης με το
σκεπτικό ότι απορρίπτει την Αγία Γραφή σαν θεϊκή αποκάλυψη. Αλλά, αυτό είναι
τελείως διαφορετικό πράγμα. Το θέμα δεν είναι αν είναι πεπεισμένος για την
αλήθεια της Βίβλου. Το ερώτημα είναι ποια κοσμοθεωρία, του χριστιανικού ή του
άθεου, έχει μια ορθολογική βάση για να διεκδικήσει την βεβαιότητα και την
ορθότητα σχετικά με υπερβατικά θέματα. Μόνο ο Χριστιανός έχει τέτοια βάση. Και
δεδομένου ότι η γνώση του για τέτοια πράγματα εξαρτάται από τη θεία χάρη,
μπορεί να είναι ταπεινός και βέβαιος την ίδια στιγμή.