Η απόφαση της συνόδου δεν τελείωσε τη συζήτηση
Η σύνοδος της Νίκαιας δεν τελείωσε τη διαμάχη. Ο Karen Armstrong εξηγεί: «ο
Αθανάσιος κατάφερε να επιβάλει τη θεολογία του στους συνέδρους... με τα χνώτα
του αυτοκράτορα πάνω από το λαιμό τους...
Η καταπιεστική συμφωνία ευχαρίστησε τον Κωνσταντίνο, ο οποίος δεν είχε καμία κατανόηση των θεολογικών ζητημάτων, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ομοφωνία στη Νίκαια. Μετά τη σύνοδο, οι επίσκοποι συνέχισαν να διδάσκουν όπως έκαναν πριν, και η διαμάχη με τον Άρειο συνεχίστηκε για άλλα εξήντα χρόνια. Ο Άρειος και οι οπαδοί του αγωνίστηκαν και κατάφεραν να επανακτήσουν την αυτοκρατορική εύνοια. Ο Αθανάσιος εξορίστηκε τουλάχιστον πέντε φορές (σελ. 110-111).
Η συνεχιζόμενη ασυμφωνία, κατά καιρούς ήταν βίαιη και
αιματηρή. Από την επαύριον της συνόδου της Νίκαιας, ο διάσημος ιστορικός Durant
γράφει, «Πιθανώς περισσότεροι Χριστιανοί σφαγιάστηκαν από Χριστιανούς αυτά τα
δύο χρόνια (342-3) από ό, τι από όλους τους διωγμούς των Χριστιανών από τους
ειδωλολάτρες στην ιστορία της Ρώμης» (The Story of Civilization, Vol. 4: The
Age of Faith, 1950, p.8). Στυγερά, ενώ ισχυρίζονταν ότι είναι χριστιανοί,
πολλοί πιστοί πολέμησαν και έσφαξαν ο ένας τον άλλο για τις διαφορετικές
απόψεις τους για τον Θεό!
Για τις επόμενες δεκαετίες, ο καθηγητής Harold Brown, που
αναφέραμε νωρίτερα, γράφει: «Κατά τη διάρκεια των μεσαίων δεκαετιών του αιώνα,
από το 340 μέχρι το 380, η ιστορία του δόγματος μοιάζει περισσότερο με τις
ίντριγκες ανάμεσα στην αυλή και την εκκλησία και με κοινωνικές αναταραχές... Τα
βασικά δόγματα που εκπονήθηκαν κατά την περίοδο αυτή, συχνά φαίνεται να έχουν δημιουργηθεί
από ίντριγκες ή κοινωνική βία και όχι από την κοινή συναίνεση της
Χριστιανοσύνης, καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα» (σ. 119).
Η συζήτηση στρέφεται στη φύση του Αγίου Πνεύματος
Οι διαφωνίες σύντομα επικεντρώθηκαν γύρω από ένα άλλο
ζήτημα, τη φύση του Αγίου Πνεύματος. Σ’ αυτή την περίπτωση, η δήλωση που
εκδόθηκε στη σύνοδο της Νίκαιας έλεγε απλά, «πιστεύουμε στο Άγιο Πνεύμα». Αυτό
«φαίνεται να έχει προστεθεί στο δόγμα του Αθανασίου εκ των υστέρων», γράφει ο
Karen Armstrong. «Οι άνθρωποι ήταν μπερδεμένοι σχετικά με το Άγιο Πνεύμα. Ήταν απλά
ένα συνώνυμο για τον Θεό ή ήταν κάτι περισσότερο;» (σελ. 115).
Ο καθηγητής Ryrie
γράφει, «Στο δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα, τρεις θεολόγοι από την επαρχία της
Καππαδοκίας, της Ανατολικής Μικράς Ασίας [σήμερα Κεντρική Τουρκία], έδωσαν το οριστικό
σχήμα στο δόγμα της Τριάδας» (σ. 65). Πρότειναν μια ιδέα που ήταν ένα βήμα πιο
μπροστά από την άποψη του Αθανάσιου — ότι ο Θεός πατέρας, ο Υιός Ιησούς, και το
Άγιο Πνεύμα ήταν ισότιμοι και αποτελούσαν μία οντότητα, αλλά την ίδια στιγμή
ήταν ξεχωριστοί, ο ένας από τον άλλο.
Αυτοί οι άνδρες — ο Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας, ο αδελφός
του Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης, και ο Γρηγόριος από την Ναζιανζό — είχαν «εκπαιδευτεί
στην ελληνική φιλοσοφία» (Armstrong,
σ. 113), η οποία αναμφίβολα είχε επηρεάσει τις πεποιθήσεις τους (δείτε «Greek Philosophy’s Influence on the Trinity Doctrine», beginning on page 14).
Κατά την άποψή τους, «η Τριάδα νοείτο μόνο σαν μια
μυστικιστική ή πνευματική εμπειρία... Δεν ήταν λογική ή πνευματική διατύπωση
αλλά ένα ευφάνταστο παράδειγμα που μπέρδευε το θέμα. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός,
το ξεκαθάρισε όταν εξηγούσε ότι η αναγνώριση του «τρία σε ένα», προκαλεί ένα δυσκολονόητο και αφόρητο
συναίσθημα που συγχύζει κάθε σκέψη και πνευματική διαύγεια.
Οι συνεχιζόμενες διαφορές οδηγούν στη σύνοδο της
Κωνσταντινούπολης
Το έτος 381, 44 χρόνια μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου, ο αυτοκράτορας
Θεοδόσιος ο Μέγας, συγκάλεσε τη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης για την επίλυση
αυτών των διαφορών. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, πρόσφατα διορισμένος σαν Αρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως, προέδρευσε στη σύνοδο, και πίεσε για την υιοθέτηση της
άποψής του για το Άγιο Πνεύμα.
Ο ιστορικός Charles Freeman
αναφέρει: «σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό από τις θεολογικές συζητήσεις της συνόδου
του 381, αλλά ο Γρηγόριος σίγουρα ήλπιζε να γίνει κάπως αποδεκτή η πεποίθησή
του ότι το Πνεύμα ήταν ομοούσιο με τον Πατέρα [εννοώντας ότι τα πρόσωπα είναι από
την ίδια ουσία, σαν υπόσταση].
«Αν ασχολήθηκε αδέξια με το θέμα ή αν απλά δεν υπήρχε καμία
πιθανότητα συναίνεσης, οι «Μακεδόνες», επίσκοποι που αρνήθηκαν να δεχτούν την
πλήρη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, εγκατέλειψαν τη Σύνοδο... Τυπικά, ο Γρηγόριος
μάλωσε τους επισκόπους ότι προτίμησαν να έχουν την πλειοψηφία, αντί να
αποδεχτούν απλά «το θείο λόγο» της Τριάδας και το κύρος του"(A.D. 381:
Heretics, Pagans and the Dawn of the Monotheistic State, 2008, p. 96).
Ο Γρηγόριος σύντομα αρρώστησε και έπρεπε να αποσυρθεί από τη
Σύνοδο. Ποιος θα προεδρεύει τώρα; «Υπήρχε κάποιος Νεκτάριος, ένας ηλικιωμένος προύχοντας,
που ήταν πολύ δημοφιλής στην πόλη, σαν αποτέλεσμα της εύνοιας που έδειξε για
τους αγώνες, αλλά δεν ήταν ακόμα βαπτισμένος Χριστιανός, κι αυτός εκλέχτηκε... Ο
Νεκτάριος φαίνεται να μη γνώριζε τίποτα από θεολογία, και έπρεπε να μυηθεί στην
απαιτούμενη πίστη πριν βαφτιστεί και καθιερωθεί (Freeman, σ. 97-98).
Παραδόξως, ένας άνθρωπος που δεν ήταν μέχρι αυτό το σημείο
χριστιανός, διορίστηκε να προεδρεύσει σε μια σημαντική Σύνοδο των Εκκλησιών,
επιφορτισμένη με τον καθορισμό της διδασκαλίας σχετικά με τη φύση του Θεού!
Η Τριάδα γίνεται το επίσημο δόγμα
Η διδασκαλία των τριών Καππαδοκαίων θεολόγων «κατέστησε
δυνατό για τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (381) να επιβεβαιώσει τη θεότητα του
Αγίου Πνεύματος, που μέχρι εκείνο το σημείο δεν είχε εκφραστεί πουθενά σαφώς,
ούτε καν στην Αγία Γραφή» (The Harper Collins Encyclopedia of Catholicism,
“God,” p. 568).
Η Σύνοδος υιοθέτησε την παρακάτω θέση: «Πιστεύω εις ένα
Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και
αοράτων. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον
εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων˙... Και εις το Πνεύμα το άγιον,
το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ
συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν δια των προφητών....» Η δήλωση
επιβεβαίωσε επίσης την πίστη σε μία, Αγία, καθολική [εννοώντας σε αυτό το
πλαίσιο παγκόσμια, ολόκληρη ή πλήρη] και Αποστολική Εκκλησία...»
Με τη δήλωση αυτή του 381, γνωστή σαν το πιστεύω της Συνόδου
Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης, η Τριάδα, όπως είναι γενικά παραδεκτή σήμερα, έγινε
η επίσημη πίστη και διδασκαλία σχετικά με τη φύση του Θεού.
Ο καθηγητής Θεολογίας Richard Hanson παρατηρεί ότι ένα αποτέλεσμα της
απόφασης της συνόδου «ήταν να μειωθεί η σημασία της λέξης Θεός, από μια πολύ
μεγάλη ποικιλία εναλλακτικών σε ένα μόνο», έτσι που «όταν ο δυτικός άνθρωπος
σήμερα λέει «Θεός» να εννοεί τον αποκλειστικά Τριαδικό Θεό και τίποτα άλλο» (Studies in Christian Antiquity, 1985,pp. 243-244).
Έτσι, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος — που είχε βαφτιστεί μόνο ένα
χρόνο πριν από τη σύγκληση του συνόδου — ήταν, όπως ο Κωνσταντίνος πριν 60
χρόνια, ένα όργανο στη θέσπιση σημαντικής διδασκαλίας της εκκλησία. Ο ιστορικός
Charles Freeman
σημειώνει: «είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο Θεοδόσιος δεν είχε κανένα προσωπικό
θεολογικό υπόβαθρο και σαν τέτοιος, πέτυχε να θέσει σαν δόγμα μια φόρμουλα που
περιέχει δυσεπίλυτα φιλοσοφικά προβλήματα, για τα οποία είχε τέλεια άγνοια. Ουσιαστικά,
οι νόμοι του αυτοκράτορα σταμάτησαν τη συζήτηση, ενώ τα προβλήματα ήταν ακόμη
άλυτα» (σ. 103).
Άλλες γνώμες σχετικά με τη φύση του Θεού, απαγορεύτηκαν.
Τώρα που είχε επιτευχθεί μια απόφαση, ο Θεοδόσιος δεν θα
ανεχόταν καμία διάσταση απόψεων. Εξέδωσε λοιπόν ένα διάταγμα που έλεγε: «εμείς
τώρα διατάσσουμε, ότι όλες οι εκκλησίες πρέπει να παραδίδονται σε επισκόπους
που ομολογούν ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι μια ενιαία λαμπρότητα,
της ίδιας δόξας, του ίδιου μεγαλείου, που δεν δημιουργεί κανένα ιερόσυλο
διαχωρισμό, αλλά (που επιβεβαιώνει) την τάξη της Αγίας Τριάδας με την
αναγνώριση των προσώπων και την ενότητα της θεότητας» (αναφορά από Richard Rubenstein When
Jesus Became God, 1999, p. 223).
Ένα άλλο διάταγμα από τον Θεοδόσιο πήγε ακόμα πιο πέρα τις
απαιτήσεις για την τήρηση της νέας διδασκαλίας: «Ας πιστεύουμε τη μία θεότητα
του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σαν ίση μεγαλειότητα και σαν Αγία
Τριάδα. Εξουσιοδοτούμε τους οπαδούς του παρόντος νόμου, να πάρουν τον τίτλο του
Καθολικού Χριστιανού, αλλά όσον αφορά στους άλλους, εφόσον, κατά τη γνώμη μας,
είναι ανόητοι και τρελοί, διατάσσουμε να ονομάζονται με το ατιμωτικό όνομα του
αιρετικού, και δεν επιτρέπεται να δίνουν στις συναθροίσεις τους το όνομα
εκκλησία.
«Θα υποφέρουν κατά πρώτον την τιμωρία της θεϊκής καταδίκης,
και κατά δεύτερον την τιμωρία που η εξουσία μας, σε συμφωνία με τη βούληση του
ουρανού, θα αποφασίσει να εκτελέσει» (reproduced in Documents of the Christian
Church, Henry Bettenson, editor, 1967, p. 22).
Έτσι, βλέπουμε ότι μια διδασκαλία που ήταν ξένη στον Ιησού
Χριστό, που ποτέ δεν διδάχτηκε από τους αποστόλους και ήταν άγνωστη σε όλους
τους βιβλικούς συγγραφείς, ήταν κάπου κρυμμένη και ξαφνικά αποκαλύφθηκε. Όσοι
διαφωνούσαν, σύμφωνα με τα διατάγματα του αυτοκράτορα και της εκκλησιαστικής εξουσίας,
έπαιρναν τον τίτλο του αιρετικού και αντιμετωπιζόταν ανάλογα.
Η θεωρία της τριάδας αποφασίστηκε μέσα από δοκιμές και
λάθη.
Αυτή η ασυνήθιστη αλυσίδα γεγονότων είναι ο λόγος που οι
καθηγητές της Θεολογίας Anthony
και Richard Hanson
θα συνοψίσουν την όλη ιστορία, με απόλυτη βεβαιότητα στο βιβλίο τους: Η έρευνα
της χριστιανικής πίστης, λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι η υιοθέτηση της θεωρίας της Τριάδας
ήρθε σαν αποτέλεσμα «μιας διαδικασίας θεολογικής διερεύνησης που διήρκεσε
τουλάχιστον τριακόσια χρόνια... Στην πραγματικότητα ήταν μια διαδικασία δοκιμών
και λαθών, στην οποία τα σφάλματα δεν ήταν απλά ανορθόδοξα... Θα ήταν ανόητο να
εμφανίζουμε το δόγμα της Αγίας Τριάδος ότι επιτεύχθηκε με άλλο μέσο"(1980,
σ. 172).
Στη συνέχεια καταλήγουν στο συμπέρασμα: «αυτή ήταν μια μακρόχρονη,
μπερδεμένη διαδικασία, δια της οποίας, διαφορετικές σχολές σκέψης μέσα στην
εκκλησία, επεξεργάστηκαν για τους ίδιους, και στη συνέχεια προσπάθησαν να
επιβάλουν στους άλλους, την απάντησή τους στην ερώτηση, «πόσο θείος είναι ο
Ιησούς Χριστός;»... Εάν υπήρξε ποτέ μια αμφισβήτηση που τελικά αποφασίστηκε με
τη μέθοδο των πειραματισμών και λαθών, είναι ακριβώς αυτή» (σ. 175).
Ο Αγγλικανός κληρικός και Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της
Οξφόρδης K.E. Kirk γράφει για την υιοθέτηση του
δόγματος της Τριάδας: «η θεολογική και φιλοσοφική υπεράσπιση της θεότητας του Πνεύματος
αρχίζει τον τέταρτο αιώνα. Φυσικά, στρεφόμαστε στους συγγραφείς εκείνης της
περιόδου για να ανακαλύψουμε ποιους λόγους είχαν γι’ αυτή την πίστη τους. Προς
έκπληξή μας, είμαστε αναγκασμένοι να παραδεχτούμε, ότι δεν είχαν κανένα...
«Η αποτυχία της «χριστιανικής»
θεολογίας... να παρουσιάσει λογική αιτιολόγηση αυτού του θεμελιώδους σημείου του
Τριαδικού δόγματος, είναι σπουδαιότατης σημασίας. Είμαστε αναγκασμένοι, ακόμη
και πριν στραφούμε στην ερώτηση της εμπειρικής δικαιολόγησης του δόγματος, να
αναρωτηθούμε αν ποτέ η θεολογία ή η φιλοσοφία είχε λόγους να πιστεύει την Τριαδική
θεωρία» (“The Evolution of the Doctrine of the Trinity,” published in Essays on
the Trinity and the Incarnation, A.E.J. Rawlinson, editor, 1928, pp. 221-222).
Γιατί πιστεύουν σε μια διδασκαλία που δεν είναι Βιβλική;
Αυτή, εν συντομία, είναι η καταπληκτική ιστορία, πώς η
θεωρία της Τριάδας έκανε την εμφάνισή της — και πώς αυτοί που αρνήθηκαν να την αποδεχτούν
πήραν τον χαρακτηρισμό αιρετικοί και άπιστοι.
Αλλά, μπορούμε πραγματικά, να βασίσουμε την άποψή μας για τον
Θεό, σε μια διδασκαλία που δεν ορίζεται ρητά μέσα στην Αγία Γραφή, που δεν είχε
διατυπωθεί για τρεις αιώνες μετά την εποχή του Ιησού Χριστού και των αποστόλων,
που συζητήθηκε και αμφισβητήθηκε για δεκαετίες (για να μην πούμε για τους αιώνες
που ακολούθησαν), που επιβλήθηκε από συνόδους στις οποίες προέδρευαν αρχάριοι
και άπιστοι και που τελικά «αποφασίστηκε με τη μέθοδο της δοκιμής και του
λάθους (ψαχτά)»;
Φυσικά και όχι. Αντίθετα θα πρέπει να κοιτάξουμε στο λόγο
του Θεού – όχι σε ανθρώπινες ιδέες — για να δούμε πώς αποκαλύπτει ο Δημιουργός
τον εαυτό Του!
Στην ερώτηση λοιπόν, από που προήλθε η διδασκαλία της
τριάδας, η απάντηση είναι: από τον άνθρωπο!