Λουκ.ιη:1-8 Έλεγε δε και παραβολήν προς αυτούς περί του ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχωνται και να μη αποκάμνωσι, λέγων· Κριτής τις ήτο εν τινί πόλει, όστις τον Θεόν δεν εφοβείτο και άνθρωπον δεν εντρέπετο. Ήτο δε χήρα τις εν εκείνη τη πόλει και ήρχετο προς αυτόν, λέγουσα· Εκδίκησόν με από του αντιδίκου μου. Και μέχρι τινός δεν ηθέλησε· μετά δε ταύτα είπε καθ' εαυτόν· Αν και τον Θεόν δεν φοβώμαι και άνθρωπον δεν εντρέπωμαι, τουλάχιστον επειδή με ενοχλεί η χήρα αύτη, ας εκδικήσω αυτήν, διά να μη έρχηται πάντοτε και με βασανίζη. Και είπεν ο Κύριος· Ακούσατε τι λέγει ο άδικος κριτής· ο δε Θεός δεν θέλει κάμει την εκδίκησιν των εκλεκτών αυτού των βοώντων προς αυτόν ημέραν και νύκτα, αν και μακροθυμή δι' αυτούς; σας λέγω ότι θέλει κάμει την εκδίκησιν αυτών ταχέως. Πλην ο Υιός του ανθρώπου, όταν έλθη, άρα γε θέλει ευρεί την πίστιν επί της γης;
Την παραβολή αυτή μας την αναφέρει μονάχα ο
Ευαγγελιστής Λουκάς. Συνήθως ονομάζεται η παραβολή του άδικου κριτή. Δεν είναι
όμως ο άδικος κριτής το μόνο κύριο πρόσωπο. Είναι εξ ίσου πρωταγωνίστρια η
φτωχή και αδικούμενη χήρα που ζητούσε με επιμονή να της αποδοθεί δικαιοσύνη. Θα
μπορούσε ακόμα αυτή η παραβολή να πάρει σαν σωστό τίτλο «η παραβολή για τα
αποτελέσματα της επίμονης προσευχής». Γιατί στην πραγματικότητα αυτό το
αντικείμενο έχει η παραβολή και αυτό διδάσκει.
Έτσι την προλογίζει ο Λουκάς: «Έλεγε και
παραβολήν προς αυτούς περί του ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μη
αποκάμνωσι».
Έχουμε ένα ακατανίκητο όπλο στη διάθεσή μας. Το
όπλο του αυτό είναι η προσευχή. Κατέχουμε ένα μυστικό. Κρατάμε ένα κλειδί με το
οποίο μπορούμε να ανοίξουμε κλειστές πόρτες και να υπερπηδήσουμε εμπόδια
ανυπέρβλητα. Αυτό είναι η προσευχή. Σε τούτη την παραβολή ο Κύριος δεν διδάσκει
απλά το να προσευχόμαστε, αλλά το πώς να προσευχόμαστε.
Με τι δύναμη, με πόση επιμονή με ποιο πνεύμα
οφείλουμε να πλησιάζουμε τον ουράνιο Κριτή, τον παντοδύναμο Πατέρα μας.
Το σύνθημα της χριστιανικής ζωής, ιδιαίτερα στις μέρες
μας, είναι «αγρυπνείτε και προσεύχεσθε».
Χωρίς ανάπαυλα χωρίς διακοπή σε όλες τις
περιστάσεις και μπροστά σε όλες τις ανάγκες: «πάντοτε να προσεύχονται και να
μη αποκάμνωσι».
Δεν υπάρχει τίποτε αδύνατο στον Θεό και όταν όλα
φαίνονται απελπιστικά, μη βαριέσαι, μην αποκάμνεις, μη λες το είπα μια, το είπα
δυο στον Θεό. Το γνωρίζει.
Δεν ξέρουμε ακριβώς την διαδικασία με την οποία ο
Θεός κινεί τις πνευματικές δυνάμεις, όταν απαντά στην θερμή και πιστή προσευχή.
Δεν δεσμεύεται όμως από τίποτε. Ξέρουμε πως ζητά και ακούει προσευχή.
Δεν έχετε διότι δεν ζητείτε·
ζητείτε και δεν λαμβάνετε διότι κακώς ζητείτε (Ιάκ.δ:2,3).
Όλη η Καινή Διαθήκη μας προτρέπει στην αδιάλειπτη,
την συνεχή προσευχή.
«Αδιαλείπτως προσεύχεσθε...» μας παραγγέλλει ο Παύλος (Εφεσ.ς:18, Α΄ Θεσ.ε:17).
Και όταν το πνεύμα του Θεού μας δίνει μια τέτοια
προτροπή δεν εννοεί φυσικά ότι δεν θα κάνουμε τίποτε άλλο παρά να αφιερώνουμε
όλο μας το χρόνο, απαγγέλλοντας προσευχές. Δεν είναι αυτό το πνεύμα.
Μπορεί ο άνθρωπος να κάνει μακρές προσευχές και
συχνές προσευχές και όμως στην πραγματικότητα να μην προσεύχεται.
Δεν είναι η μηχανική επανάληψη αυτό που ζητά ο
Θεός. Η αδιάλειπτη προσευχή, είναι η διαρκής και μόνιμη στροφή και διάθεση της
ψυχής.
Για να υπογραμμίσει αυτή την ανάγκη και να δείξει
την αποτελεσματικότητα της αδιάκοπης και επίμονης προσευχής, ο Κύριος δίνει
στους δικούς Του αυτή την σύντομη παραβολή.
Και αυτή η παραβολή είναι παρμένη μέσα από τη ζωή.
Σε κάποια πόλη ήταν ένας κριτής, ένας δικαστής που
μήτε το Θεό φοβόταν μήτε τους ανθρώπους ντρεπόταν. Και δεν υπάρχει για ένα λαό
και μια κοινωνία, τίποτε το χειρότερο από του να μην έχει δικαιοσύνη αδέκαστη
και ακέραιη.
Η δικαιοσύνη υψώνει ένα έθνος, λέει ο λόγος του
Θεού. Και ειδικότερα για τον ξένο, τις χήρες και τα ορφανά ο λόγος του Θεού
δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία τους:
Δευτ.κζ:19 «Επικατάρατος όστις διαστρέψη την κρίσιν του ξένου, του ορφανού και
της χήρας».
Δευτ.α:17 «Εν τη κρίσει δεν θέλετε αποβλέπει εις πρόσωπα· θέλετε ακούει τον
μικρόν, ως τον μεγάλον· δεν θέλετε φοβείσθαι πρόσωπον ανθρώπου· διότι η κρίσις
είναι του Θεού».
Αυτό είναι το ιδανικό της δικαιοσύνης. Και γι' αυτό
σε όλα τα πολιτισμένα και ελεύθερα έθνη η δικαιοσύνη υποτίθεται ότι είναι
ανεξάρτητη από τις άλλες εξουσίες για να είναι ανεπηρέαστη στην κρίση της.
Και έχουμε καθήκον να προσευχόμαστε για τους
λειτουργούς της δικαιοσύνης. Να λυπόμαστε για τις εκτροπές γιατί είναι συμφορά
για τον λαό και το έθνος όταν, η δικαιοσύνη και οι κριτές ξεπέσουν.
Στις ημέρες του Κυρίου μας δεν ήταν ασυνήθιστο το
φαινόμενο. Κριτές που το χρέος τους ήταν να απονέμουν δικαιοσύνη, δεχόταν
δωροδοκίες ή κινούντο από άλλα ελατήρια, ατομιστικά.
Κλασσικό παράδειγμα ο Ρωμαίος Πόντιος Πιλάτος. Είχε
μπροστά του, κατά την ίδια την ομολογία του, έναν αθώο. Και όμως κάτω από την
πίεση που άσκησαν οι αρχιερείς και κάτω από το φόβο μην κατηγορηθεί πως δεν
ήταν φίλος του Καίσαρα, ενέδωσε στην άδικη κρίση.
Ίσως ο αντίδικος της φτωχής χήρας να ήταν κάποιος
ισχυρός. Να είχε τέτοια θέση και τέτοια επιρροή. Και ο κριτής αυτός μη έχοντας
μέσα του το φόβο του Θεού απέβη εις όλα τα προσχήματα και απέφευγε συστηματικά
να αποδώσει το δίκαιο στην χήρα. Ήταν άραγε τα δικαιώματα του συζύγου της; Ήταν
κάποιο οικοπεδάκι που το καταπάτησε ο ισχυρός αντίδικος;
Η γυναίκα όμως εκείνη, με όλη τη δύναμη που δίνει η
συναίσθηση του δικαίου επιμένει: έρχεται και ξανάρχεται. Μπροστά στην πόρτα του
στο δρόμο όπου μπορούσε να τον συναντήσει έρχεται με την επίμονη επίκληση:
Δος μου το δίκιο μου, απ' αυτόν που το κατακρατεί!
Στην ασυνειδησία και τον κυνισμό του κριτή που αρνείται να αποδώσει δικαιοσύνη,
αντιτάσσει την επίμονη κραυγή της: Εκδίκησόν με από του αντιδίκου μου!
Και επιτέλους λυγίζει τον άσπλαχνο, σκληρό και
άδικο κριτή. Τον εξέθετε τον απασχολούσε τον βασάνιζε στη συνείδησή του. Και
ήλθε μια στιγμή που ο ίδιος είπε:
Δεν πιστεύω σε Θεό και δεν τον φοβούμαι δεν
ντρέπομαι τους ανθρώπους και δεν τους λογαριάζω γιατί είμαι αρκετά ισχυρός και
κανένας δεν μπορεί να με σαλέψει από τη θέση μου, αλλά πρέπει να απαλλαγώ από
τούτο το βάσανο. Δεν μπορώ πια να τη βλέπω μπροστά μου αυτή τη γυναίκα. Ας
εκδικάσω την υπόθεση της.
Και ο Κύριος από αυτό το περιστατικό βγάζει το
πνευματικό Του συμπέρασμα:
Τ' ακούσατε τι είπε, πώς στοχάστηκε ο άδικος
κριτής; Μπροστά στην επίμονη κραυγή της χήρας υποχώρησε.
Εσείς δεν έρχεσθε σε κάποιον παρόμοιο κριτή. Ο
δικός σας ο Κριτής είναι ο Θεός ο δίκαιος ο εύσπλαχνος.
Σαν τέκνα του Θεού, αδικείσθε διώκεστε πιέζεστε όλη
η Εκκλησία έχει ν' αντιμετωπίσει κάθε μέρα το μεγάλο της αντίδικο όπως και ο
κάθε Χριστιανός.
Ο αντίδικός σας διάβολος
περιέρχεται ζητών τίνα να καταπίη. (Α΄ Πέτρ.ε:8).
Σας καταδυναστεύει. Έχετε όμως Κριτή. Αν δεν
επεμβαίνει αμέσως, αν αφήνει το Σατανά να σας ραπίζει (όπως το έκαμε στον
Παύλο) μην αποκάμνετε και μην παύσετε να προσεύχεστε.
Φαίνεται πως κωφεύει, όπως ο άδικος κριτής. Αλλά
σεις, εξακολουθήστε. Η μακροθυμία Του σας περιβάλλει. Και αν ο άδικος κριτής
απέδωσε δικαιοσύνη στη φτωχή χήρα, ο Θεός δεν θα κάμει εκδίκησιν των
εκλεκτών αυτού, των βοώντων προς αυτόν ημέραν και νύκτα;
σας λέγω ότι θέλει κάμει την
εκδίκησιν αυτών ταχέως
Πλην ο Υιός του ανθρώπου, όταν
έλθη, άρα γε θέλει ευρεί την πίστιν επί της γης;
Θα βρει δηλαδή ανθρώπους, ψυχές, με τέτοιο πνεύμα
προσευχής - σαν το πνεύμα της φτωχής χήρας; Θα βρει πιστούς που θα περιμένουν
με υπομονή την θεία κρίση;
Προσευχή λοιπόν, επίμονη και με εμπιστοσύνη στον
Πατέρα μας.