Εξαιρετικά έντονες αντιδράσεις έχει προκαλέσει η πρόσφατη
αποκάλυψη ότι το 2012 είχε διεξαχθεί έρευνα υπό μορφή ψυχολογικού πειράματος
στο Facebook, στο οποίο
συμμετείχαν, χωρίς να το γνωρίζουν, 689.003 χρήστες.
Όπως αναφέρεται στο κείμενο της έρευνας – συντάκτες της
οποίας ήταν οι Άνταμ Κρέιμερ (Core Data Science Team
του Facebook), Τζέιμι
Γκιλορί (Center for Tobacco Control Research and Education,
University of California),
Τζέφρι Χάνκοκ (Departments of Communication and Information Science
του Cornell University)-
στο πείραμα επιδείχθηκε ότι οι συναισθηματικές καταστάσεις μπορούν να
μεταφερθούν σε άλλους μέσω «συναισθηματικής μόλυνσης», η οποία μπορεί να λάβει
χώρα χωρίς άμεση αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων (αρκεί ή έκθεση σε έναν φίλο ο
οποίος εκφράζει ένα συναίσθημα).
Κατά το πείραμα, όπως επισημαίνεται στο κείμενο,
«χειραγωγήθηκε» ο τρόπος με τον οποίο χρήστες εκτίθονταν σε εκφράσεις
συναισθημάτων στα News Feed τους (κοινώς, «χειραγωγήθηκαν» τα News Feed τους),
με σκοπό να διαπιστωθεί εάν η έκθεση σε συναισθήματα είχε ως αποτέλεσμα την
αλλαγή των συνηθειών και τάσεων δημοσίευσης. Ειδικότερα, ελέγχθηκε το εάν η
έκθεση σε δημοσιεύσεις συναισθηματικού περιεχομένου είχε ως αποτέλεσμα τη
δημοσίευση υλικού που ήταν πιο «σύμφωνο» με το είδος της έκθεσής τους, δηλαδή
εάν υφίστατο ένα είδος συναισθηματικής εξάπλωσης/ μόλυνσης. Για το πείραμα
επελέγησαν άτομα που χρησιμοποιούσαν την αγγλική έκδοση του Facebook.
«Δύο παράλληλα πειράματα διεξήχθησαν για θετικά και αρνητικά
συναισθήματα: ένα στο οποίο η έκθεση σε θετικού χαρακτήρα συναισθηματικό υλικό
(φίλων) μειωνόταν και ένα στο οποίο μειωνόταν η έκθεση σε αρνητικό
συναισθηματικό υλικό στα News Feed. Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν ένα άτομο
‘φόρτωνε’ το News Feed του, δημοσιεύσεις οι οποίες περιείχαν συναισθηματικό υλικό
σχετικού συναισθηματικού σθένους, κάθε συναισθηματικό post είχε μεταξύ 10 και
90% (ανάλογα του User ID) πιθανότητα να παραλειφθεί από το News Feed για τη
συγκεκριμένη θέαση. Σημειώνεται ότι αυτό το υλικό ήταν πάντα διαθέσιμο μέσω της
άμεσης θέασης του υλικού ενός φίλου στο wall ή timeline του» αναφέρεται
σχετικά, ενώ τονίζεται ότι το παραλειφθέν υλικό μπορεί να είχε εμφανιστεί ή να
εμφανιζόταν σε παλαιότερες ή μελλοντικές θεάσεις του News Feed, ενώ δεν υπήρξε
επηρεασμός των direct messages.
Τα πειράματα έλαβαν χώρα μία εβδομάδα στις αρχές του 2012
(11-18 Ιανουαρίου). Συνολικά αναλύθηκαν πάνω από τρία εκατ. δημοσιεύσεις, οι
οποίες περιείχαν 122 εκατ. λέξεις, τέσσερα εκατ. εκ των οποίων ήταν θετικές και
1,8 εκατ. αρνητικές. Τα αποτελέσματα της μελέτης υπέδειξαν την ύπαρξη
«συναισθηματικής μόλυνσης», καθώς σε άτομα τα οποία έβλεπαν μειωμένο «θετικό»
υλικό στα News Feed τους, στα status updates παρατηρούνταν μεγαλύτερο ποσοστό
«αρνητικών» λέξεων και μικρότερο θετικών και, στην αντίστροφη περίπτωση
συνέβαινε το αντίθετο. «Αυτά τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι τα συναισθήματα
που εκφράζονται από φίλους, μέσω online κοινωνικών δικτύων, επηρεάζουν τις
διαθέσεις μας, συνιστώντας, από όσο γνωρίζουμε, τα πρώτα πειραματικά στοιχεία
για μεγάλης κλίμακας συναισθηματική εξάπλωση μέσω κοινωνικών δικτύων και
υποστηρίζοντας προηγούμενους αμφισβητούμενους ισχυρισμούς ότι τα συναισθήματα
εξαπλώνονταν σαν μόλυνση μέσω ενός δικτύου», αναφέρεται. Επίσης, τονίζεται ότι παρατηρήθηκε
«σύνδρομο στέρησης»: άτομα τα οποία εκτέθηκαν σε λιγότερα συναισθηματικού
χαρακτήρα δημοσιεύσεις (κάθε είδους χαρακτήρα) στα News Feed τους ήταν λιγότερο
«εκφραστικά» τις επόμενες ημέρες.
Όπως υποστήριξε η εταιρεία, δεν σημειώθηκε άνευ λόγου
συλλογή δεδομένων χρηστών. Ωστόσο η κατακραυγή είναι έντονη, καθώς, όπως
τονίζεται σε δημοσιεύματα ΜΜΕ, ο τρόπος διεξαγωγής της έρευνας δημιουργεί
ερωτήματα σχετικά με τη «δύναμη» του δημοφιλούς κοινωνικού δικτύου και την
ηθική της επιλογής του να πραγματοποιήσει τη μελέτη με αυτόν τον τρόπο. Η Κέιτ
Κρόφορντ, ερευνήτρια της Microsoft Research και καθηγήτρια των MIT Center for
Civic Media και University of New South Wales η οποία ασχολείται με τη μελέτη
του τρόπου χρήσης των τεχνολογιών δικτύωσης και τις πολιτικές, νομικές και
φιλοσοφικές επιπτώσεις της, έκανε στο Twitter λόγο για ένα πείραμα – «ματιά» σε
ένα «παιχνίδι» το οποίο παίζεται σε όλη τη βιομηχανία, το οποίο αποτελεί
σύμπτωμα μίας ευρύτερης κλίμακας αποτυχία να εξεταστούν τα θέματα της ηθικής,
της ισχύος και της συγκατάθεσης σε πλατφόρμες.
Όπως έγραψε στο Twitter ο Λόρεν Γουάινσταϊν, συνιδρυτή του PFIR – People For
Internet Responsibility, του NNSquad – Network Neutrality Squad και του PRIVACY
Forum, «το Facebook κάνει μυστικά πειράματα σε χρήστες για να τους κάνει
λυπημένους. Τι μπορεί να πάει στραβά;» ενώ παράλληλα διερωτήθηκε εάν το
Facebook «σκότωσε» κάποιον με το πείραμα αυτό: «σε αυτή την κλίμακα και με ανθρώπους εκεί έξω που
βρίσκονται σε κατάθλιψη, είναι πιθανό». Παράλληλα, ο βρετανός βουλευτής Τζιμ
Σέρινταν, μέλος αρμόδιας επιτροπής της βουλής του Ηνωμένου Βασιλείου, ζήτησε
έρευνα πάνω στο ζήτημα. Όπως ανέφερε στον Guardian, «προβληματίζομαι σχετικά με
τη δυνατότητα του Facebook και άλλων να χειραγωγούν τις σκέψεις ανθρώπων σε
τομείς όπως η πολιτική και αλλού. Εάν ασκείται έλεγχος σκέψης με αυτόν τον
τρόπο πρέπει να υπάρχει προστασία, ή τουλάχιστον γνώση περί αυτού». Παράλληλα,
ο Κλέι Τζόνσον, συνιδρυτής της Blue State Digital, της εταιρείας που ανέπτυξε
και διαχειρίστηκε την online καμπάνια του Μπαράκ Ομπάμα το 2008, ήταν εξαιρετικά
δηκτικός σε μία σειρά από tweets του, χαρακτηρίζοντας «τρομακτικό» το πείραμα
«μετάδοσης θυμού» του Facebook, ειδικά στον απόηχο των αποκαλύψεων της υπόθεσης
Σνόουντεν.
Παρόλα αυτά, δεν λείπουν και απόψεις όπως της Κάθριν Σλετζ
Μουρ, καθηγήτριας ψυχολογίας στο Elmhurst College, η οποία, όπως αναφέρεται σε
δημοσίευμα του BBC, ανέφερε ότι «βάσει αυτών που κάνει συνέχεια το Facebook με
το News Feed του και βάσει αυτών στα οποία συμφωνήσαμε εγγραφόμενοι στο
Facebook, αυτή η μελέτη δεν είναι κάτι ασυνήθιστο…τα αποτελέσματα δεν
δημιουργούν πολλούς προβληματισμούς ούτε εκπλήσσουν».
Σε γενικές γραμμές ωστόσο, οι αντιδράσεις στο Διαδίκτυο
είναι εξαιρετικά έντονες, με πολλούς να κάνουν λόγο για έναν «Μεγάλο Αδελφό» ο
οποίος αποδεικνύει ότι μπορεί να «χειραγωγεί τις μάζες» των χρηστών του, ή να
θέτουν ζήτημα συγκατάθεσης από πλευράς των χρηστών που συμμετείχαν στην έρευνα.
Από πλευράς του ο πρώτος συντάκτης της έρευνας, Άνταμ Κρέιμερ, έγραψε σε
δημοσίευσή του στο κοινωνικό δίκτυο ήταν πως ο λόγος της έρευνας ήταν το
ενδιαφέρον σχετικά με τις συναισθηματικές επιπτώσεις της χρήσης του Facebook
στους χρήστες. «Νιώσαμε ότι ήταν σημαντικό να διερευνήσουμε τον κοινό
προβληματισμό ότι το να βλέπει κανείς φίλους να δημοσιεύουν θετικού χαρακτήρα
υλικό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αρνητικών συναισθημάτων ή αίσθησης
αποκλεισμού».
«Ο στόχος όλων μας των ερευνών στο Facebook είναι να μάθουμε
πώς να παρέχουμε καλύτερες υπηρεσίες. Έχοντας σχεδιάσει το πείραμα ο ίδιος,
μπορώ να σας πω ότι ο στόχος μας δεν ήταν να ποτέ να αναστατώσουμε
οποιονδήποτε. Μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιοι έχουν προβληματισμούς, και οι
συνεργάτες μου και εγώ λυπόμαστε για τον τρόπο που περιγράφηκε η έρευνα στο
paper και τον προβληματισμό που προκάλεσε. Εκ των υστέρων, τα ερευνητικά οφέλη
του paper ίσως να μην δικαιολογούν όλη αυτή την ανησυχία».