Αν η πρώτη μέρα του καινούριου
χρόνου είναι μια ανοιχτή πόρτα, προτείνω να την παρατηρήσουμε λίγο πιο
προσεκτικά, και θα δούμε ότι «Κύριος ο Θεός σου επιβλέπει πάντοτε, οι
οφθαλμοί Κυρίου του Θεού σου είναι επ’ αυτή, από της αρχής του έτους έως τέλους
του έτους» (Δευτ.ια:12).
Η ωραιότερη υπόσχεση που θα
μπορούσαμε να επιθυμήσουμε, καθώς μπήκαμε στην ανοιχτή πύλη και αρχίσαμε ένα
καινούριο χρόνο της ζωής μας. Τι μας περιμένει και τι θα συναντήσουμε αυτό το
χρόνο δεν ξέρουμε. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι πάνω σ’ αυτό τον καινούριο δρόμο
δεν θα είμαστε μόνοι μας, δίχως συντροφιά. Τα μάτια του Κυρίου του Θεού μας θα
είναι πάνω μας από την αρχή του χρόνου μέχρι το τέλος του χρόνου.
Βλέποντας τα πράγματα με το φως
της Καινής Διαθήκης, αρχίζουμε να αισθανόμαστε πολύ όμορφα, γιατί αυτή η πύλη
που μόλις περάσαμε δεν είναι υλικό, κάτι άψυχο, αλλά ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς. «Εγώ
είμαι η θύρα» μας λέει (Ιωάν.ι:9) ο ίδιος. Του καινούριου σας χρόνου εγώ
είμαι η πόρτα. Ας δούμε τώρα που θα μας οδηγήσει αυτή η πόρτα: «δι’ εμού εάν
τις εισέλθη, θέλει σωθεί, και θέλει εισέλθει και εξέλθει, και θέλει ευρεί
βοσκήν».
Όποιος μπει απ’ αυτή την πόρτα, θα
μπει και θα βγει, αλλά πρέπει πρώτα να μπει. Η πόρτα αυτή οδηγεί στο σπίτι του
Πατέρα, στη σωτηρία. Οδηγεί σε μια σχέση οικειότητας με το Θεό. Μόνο αν μπει
κάποιος απ’ αυτή την πόρτα, μπορεί με αίσθημα ασφάλειας να ξεκινήσει τον
καινούριο χρόνο. Αυτό που δε πρέπει να ξεχνάμε ποτέ είναι ότι του Θεού η πόρτα
είναι πάντοτε ανοιχτή. Όταν ο άσωτος γιος έφυγε από το σπίτι, ο πατέρας που
τόσο πολύ είχε πικραθεί απ’ το παιδί του, δεν αμπάρωσε την πόρτα του σπιτιού
του. Την άφησε ανοικτή και περίμενε μ’ ελπίδα την επάνοδο του γιου του.
Ανεβασμένος ίσως στο δώμα, αγνάντευε το δρόμο και μπόρεσε έτσι να τον
διακρίνει, ενώ αυτός ήταν ακόμα μακριά κι έτρεξε να τον συναντήσει.
Πόσες φορές και με πόσο τρυφερές
εκφράσεις ο Θεός δεν μας κάλεσε κοντά Του!
«Έλθετε προς με, πάντες οι
κοπιώντες και πεφορτισμένοι και εγώ θέλω σας αναπαύσει»
(Ματθ.ια:28).
«Τον ερχόμενον προς εμέ δεν θέλω εκβάλει
έξω» (Ιωάν.ς:37).
Αν τελικά μείνεις έξω, αυτό δεν θα
συμβεί επειδή βρήκες κλειστή την πόρτα του Θεού. Ίσως ήσουν πολύ απορροφημένος
από τις φροντίδες και τις επιδιώξεις σου. Ίσως να μη βρήκες λίγο χρόνο ν’
ασχοληθείς σοβαρά με το αιώνιο μέλλον σου, ίσως να μη δέχτηκες την πρόσκληση
που σου έγινε.
Πρόσεξε όμως, κάποτε θα κλείσει η
πόρτα του Θεού. Πόσο άσκημη εικόνα είναι αυτή με τα πέντε κορίτσια έξω από την
κλειστή πόρτα, με τις λαμπάδες στο χέρι, που τις άναψαν όμως πολύ αργά! «Κύριε,
Κύριε, άνοιξον εις ημάς» φώναζαν, αλλά η φωνή που ακούστηκε από μέσα είπε: «Αληθώς
σας λέγω, δεν σας γνωρίζω» (Ματθ.κε:1-13).
Πόσο θλιβερά είναι κι αυτά τα
λόγια που διαβάζουμε στον προφήτη Ιερεμία, που προφανώς βγαίνουν από στόματα
ανθρώπων που είχαν την ευκαιρία να πλησιάσουν περισσότερο το Θεό, ίσως σκόπευαν
κάποτε να το κάνουν, αλλά άφησαν μια – μια τις ευκαιρίες να τους διαφύγουν:
«Παρήλθεν ο θερισμός, ετελείωσε το
θέρος, και ημείς δεν εσώθημεν» (Ιερεμ.η:20).
Του Χριστού η πόρτα είναι ακόμα
ανοιχτή, άρχισε τον καινούριο χρόνο σαν καινούριος άνθρωπος!
Η πόρτα του Χριστού δεν οδηγεί
μόνο μέσα, αλλά κι έξω. Είναι η πόρτα της υπηρεσίας που προσφέρουν στον Κύριό
τους, εκείνοι που μπήκαν στο σπίτι του Πατέρα κι απόλαυσαν τα αγαθά Του.
Δεν είναι πόρτα εγωισμού η πόρτα
του Χριστού. Δεν μπαίνει κανείς στην οικογένεια του Πατέρα, για να καθίσει
μόνος του στο τραπέζι και να απολαύσει ανενόχλητος τα αγαθά Του. Σώζεσαι για να
υπηρετήσεις.
Κάποτε ο απόστολος Παύλος έγραφε
στους Κορίνθιους για το έργο που έκανε στην Έφεσο: «Διότι ηνοίχθη εις εμέ
θύρα μεγάλη και ενεργητική, και είναι πολλοί εναντίοι» (Α’ Κορ.ις:9). Αυτή
την πόρτα δεν μπορεί κανείς να την κλείσει, όμως καμιά φορά «αραχνιάζει» επειδή
εμείς παραμελούμε να πάρουμε το μερίδιό μας στο έργο του Χριστού.
Ο απόστολος Πέτρος λέει ότι στη
ζωή της ανάστασης, στη βασιλεία του Θεού, κάποιοι θα έχουν «πλούσια είσοδο»
(Β’ Πέτρ.α:11). Αυτό πρέπει να μας κάνει να αναρωτηθούμε: Για μένα άραγε αυτή η
πόρτα θα είναι μεγάλη ή μικρή;
Η είσοδός μου στη ζωή της
ανάστασης θα είναι πλούσια ή φτωχιά; Μήπως είμαι ανάμεσα σ’ αυτούς που θα
σωθούν «ως δια πυρός;» (Α’ Κορ.γ:16).
Αυτό εξαρτάται από τον τρόπο, με τον οποίο, όσο ζω εδώ κάτω, θα εισέλθω και θα
εξέλθω από την πόρτα της υπηρεσίας.
Σε όλους τους αναγνώστες της
Επιστολής, εύχομαι ο καινούριος χρόνος να είναι χρόνος ευλογημένος. Ας
προχωρήσουμε με τη βεβαιότητα ότι τα μάτια του Θεού είναι πάνω μας κι ότι
Εκείνος θα μας συμπαρασταθεί σε όλα.