Ζοῦσε κάποτε σέ μιά πόλι ἕνας ὡρολογᾶς, πού στή μέση τῆς
βιτρίνας του, ἀνάμεσα στά μικρά καί μεγάλα ὡρολόγια, εἶχε κι’ ἕνα πού δέσποζε
μέ τό μέγεθός του καί ἔδειχνε μέ ἀκρίβεια τήν ὥρα.
Πολλοί περαστικοί πλησίαζαν καθημερινά τήν βιτρίνα τοῦ ὡρολογᾶ,
νά δοῦν τήν σωστή ὥρα. Δέν παραξενευόταν ὁ ὡρολογᾶς, μᾶλλον καί καμάρωνε.
...Κάποιος, ὅμως, ἀπ’ ὅλους αὐτούς τούς καθημερινούς
περαστικούς, τοῦ ἔκανε ἐντύπωσι. Ἦταν ἕνας γεροντάκος κυρτός, πού περνοῦσε
πάντα ἀκουμπισμένος στό μπαστούνι του. Περνοῦσε κάθε πρωΐ, καί σταματοῦσε
μπροστά στό κατάστημα τοῦ ὡρολογᾶ. Φοροῦσε τά γυαλιά του, καί σκύβοντας στήν
βιτρίνα, διώρθωνε τήν ὥρα σ’ ἕνα παλιό ὡρολόϊ τῆς τσέπης.
Αὐτό γινόταν κάθε μέρα, ὥσπου κάποτε ὁ ὡρολογᾶς τόν ρώτησε.
– Δέν μέ ξέρεις; τοῦ εἶπε ὁ γεροντάκος. Ἐγώ εἶμαι πού χτυπῶ
τήν σφυρίχτρα τοῦ Δημαρχείου, κάθε μεσημέρι στίς 12.
– Τί λές; εἶπε μέ ἔκπληξι ὁ ὡρολογᾶς. Καί ἐγώ κάθε μεσημέρι
διορθώνω τό ρολόϊ μου μέ τήν σφυρίχτρα σου!...
Ἀποκάλυψις, ἀλήθεια, καί γιά τούς δυό! Ὁ ἕνας στηριζόταν
στόν ἄλλο, καί ... ἴσως κανείς ἀπό τούς δυό νά μήν εἶχε τήν σωστή ὥρα.