Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι πολλές φορές επιχείρησαν να παγιδέψουν τον Ιησού με διάφορες ερωτήσεις. Άλλοι, ρωτούσαν θέλοντας γνήσια να μάθουν.
Υπάρχει μια ερώτηση η οποία δοκιμάστηκε 2 φορές από δυο διαφορετικούς ανθρώπους. Από τον ένα με σκοπό να παγιδέψει τον Ιησού από δε τον άλλο γνήσια με σκοπό μια πραγματική απάντηση. Είναι η ερώτηση του ποια εντολή είναι η πιο μεγάλη από όλες.
Ματθ.κβ:35-38 Και εις εξ αυτών, νομικός, ηρώτησε
πειράζων αυτόν και λέγων· Διδάσκαλε, ποία εντολή είναι μεγάλη εν τω νόμω; Και ο
Ιησούς είπε προς αυτόν· Θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας
σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου. Αύτη είναι πρώτη
και μεγάλη εντολή.
Μάρκ.ιβ:28-30 Και προσελθών εις των γραμματέων,
όστις ήκουσεν αυτούς συζητούντας, γνωρίζων ότι καλώς απεκρίθη προς αυτούς,
ηρώτησεν αυτόν· Ποία εντολή είναι πρώτη πασών; Ο δε Ιησούς απεκρίθη προς αυτόν
ότι πρώτη πασών των εντολών είναι· Άκουε Ισραήλ, Κύριος ο Θεός ημών είναι εις
Κύριος· και θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ
όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου·
αύτη είναι η πρώτη εντολή.
1. Τι σημαίνει να αγαπάς τον Θεό;
Το να αγαπάμε τον Θεό με όλη μας την καρδιά είναι όπως
διαβάζουμε η πιο σημαντική εντολή. Τι σημαίνει όμως να αγαπάμε τον Θεό;
Δυστυχώς ζούμε σε μια εποχή που η λέξη «αγάπη» έχει καταλήξει να έχει ταυτιστεί
με ένα συναίσθημα.
Πολλοί συγχύζουν το «αγαπώ κάποιον» με το «αισθάνομαι όμορφα
γι’ αυτόν». «Αισθάνομαι όμορφα» όμως για κάποιον δεν είναι αυτό που η Βίβλος
καταλαβαίνει σαν αγάπη. Γιατί κατά την Βίβλο η αγάπη είναι συνδεδεμένη με
πράξη, και μιλώντας συγκεκριμένα για αγάπη για τον Θεό με το να κάνει κανείς
αυτό που ο Θεός θέλει, δηλαδή το θέλημα Του, τις εντολές Του. Ο Ιησούς το έκανε
αυτό πολύ ξεκάθαρο όταν είπε:
Ιωάν.ιδ:15 Εάν με αγαπάτε, τας εντολάς μου φυλάξατε.
Ιωάν.ιδ:21-24 Ο έχων τας εντολάς μου και φυλάττων αυτάς, εκείνος είναι ο αγαπών με· ο δε αγαπών με θέλει αγαπηθή υπό του Πατρός μου, και εγώ θέλω αγαπήσει αυτόν και θέλω φανερώσει εμαυτόν εις αυτόν. Λέγει προς αυτόν ο Ιούδας, ουχί ο Ισκαριώτης· Κύριε, τι συμβαίνει ότι μέλλεις να φανερώσης σεαυτόν εις ημάς και ουχί εις τον κόσμον; Απεκρίθη ο Ιησούς και είπε προς αυτόν· Εάν τις με αγαπά, τον λόγον μου θέλει φυλάξει, και ο Πατήρ μου θέλει αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν θέλομεν ελθεί και εν αυτώ θέλομεν κατοικήσει. Ο μη αγαπών με τους λόγους μου δεν φυλάττει· και ο λόγος, τον οποίον ακούετε, δεν είναι ιδικός μου, αλλά του πέμψαντός με Πατρός.
Δευτ.ε:9,10 μη προσκυνήσης αυτά μηδέ λατρεύσης
αυτά· διότι εγώ Κύριος ο Θεός σου είμαι Θεός ζηλότυπος, ανταποδίδων τας
αμαρτίας των πατέρων επί τα τέκνα, έως τρίτης και τετάρτης γενεάς των μισούντων
με· και κάμνων έλεος εις χιλιάδας γενεών των αγαπώντων με και φυλαττόντων τα
προστάγματά μου.
Έξοδ.κ:5,6 μη προσκυνήσης αυτά μηδέ λατρεύσης
αυτά· διότι εγώ Κύριος ο Θεός σου είμαι Θεός ζηλότυπος, ανταποδίδων τας
αμαρτίας των πατέρων επί τα τέκνα, έως τρίτης και τετάρτης γενεάς των μισούντων
με· και κάμνων έλεος εις χιλιάδας γενεών των αγαπώντων με και φυλαττόντων τα
προστάγματά μου.
Το να αγαπά κανείς τον Θεό και να τηρεί τις εντολές Του, τον
λόγο Του, δεν είναι πράγματα ξεχωριστά το ένα από το άλλο. Ο Ιησούς είναι
απόλυτα ξεκάθαρος. Εκείνος που τον αγαπά τηρεί τον λόγο Του και εκείνος που δεν
τηρεί τον λόγο Του δεν τον αγαπά!
Το να αγαπάω λοιπόν τον Θεό λοιπόν δεν σημαίνει αισθάνομαι
όμορφα μια Κυριακή πρωί καθώς κάθομαι στην εκκλησία. Απεναντίας αυτό που
σημαίνει είναι ότι προσπαθώ να κάνω αυτό που ευαρεστεί τον Θεό, αυτό που κάνει
τον Θεό χαρούμενο. Και αυτό είναι κάτι καθημερινό, ο τρόπος που ζω, μέρα με την
μέρα.
Α' Ιωάν.δ:19-21 Ημείς αγαπώμεν αυτόν, διότι αυτός
πρώτος ηγάπησεν ημάς. Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και μισή τον αδελφόν
αυτού, ψεύστης είναι· διότι όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού, τον οποίον είδε,
τον Θεόν, τον οποίον δεν είδε πως δύναται να αγαπά; Και ταύτην την εντολήν
έχομεν απ' αυτού, όστις αγαπά τον Θεόν, να αγαπά και τον αδελφόν αυτού.
Α’ Ιωάν.ε:2,3 Εκ τούτου γνωρίζομεν ότι αγαπώμεν τα
τέκνα του Θεού, όταν τον Θεόν αγαπώμεν και τας εντολάς αυτού φυλάττωμεν. Διότι
αύτη είναι η αγάπη του Θεού, το να φυλάττωμεν τας εντολάς αυτού· και αι εντολαί
αυτού βαρείαι δεν είναι.
Α’ Ιωάν.γ:22,23 και ό,τι αν ζητώμεν λαμβάνομεν
παρ' αυτού, διότι φυλάττομεν τας εντολάς αυτού και πράττομεν τα αρεστά ενώπιον
αυτού. Και αύτη είναι η εντολή αυτού, το να πιστεύσωμεν εις το όνομα του Υιού
αυτού Ιησού Χριστού και να αγαπώμεν αλλήλους καθώς έδωκεν εντολήν εις ημάς.
Υπάρχουν πολλές απατηλές θεωρίες και παραπλανητικά πιστεύω
στον Χριστιανισμό σήμερα. Μια από τις σοβαρότερες είναι η ιδέα ότι ο Θεός δεν
ενδιαφέρεται αν και κατά ποσό θα κάνουμε το θέλημα Του, τις εντολές Του.
Σύμφωνα με αυτή την πλάνη, το μόνο που βασικά ενδιαφέρει τον
Θεό είναι εκείνο το λεπτό κατά το οποίο αρχίσαμε στην «πίστη». Η «πίστη» και η
«αγάπη για τον Θεό» έχουν αποχωριστεί από οτιδήποτε πρακτικό και θεωρούνται
τρόπον τινά θεωρητικές ιδέες και πιστεύω, καταστάσεις του νου, που μπορούν να
συνυπάρχουν ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίον ζει κάποιος.
Όμως το να έχει κανείς πίστη σημαίνει ότι είναι πιστός προς
εκείνον προς τον οποίον έχει πίστη! Και ο πιστός προσπαθεί να ικανοποιήσει
Εκείνον προς τον οποίον είναι πιστός, κάνοντας δηλαδή το θέλημα Του, τις
εντολές Του. Διαφορετικά απιστεί.
Κάτι άλλο που επίσης γίνεται ξεκάθαρο από τα παραπάνω είναι
ότι η αγάπη του Θεού στη ζωή μας δεν είναι πραγματικά χωρίς όρους:
Ιωάν.ιδ:23 Απεκρίθη ο Ιησούς και είπε προς αυτόν·
Εάν τις με αγαπά, τον λόγον μου θέλει φυλάξει, και ο Πατήρ μου θέλει αγαπήσει
αυτόν, και προς αυτόν θέλομεν ελθεί και εν αυτώ θέλομεν κατοικήσει.
Α’ Ιωάν.γ:22 και ό,τι αν ζητώμεν λαμβάνομεν παρ'
αυτού, διότι φυλάττομεν τας εντολάς αυτού και πράττομεν τα αρεστά ενώπιον αυτού.
Δευτ.ε:9,10 μη προσκυνήσης αυτά μηδέ λατρεύσης
αυτά· διότι εγώ Κύριος ο Θεός σου είμαι Θεός ζηλότυπος, ανταποδίδων τας
αμαρτίας των πατέρων επί τα τέκνα, έως τρίτης και τετάρτης γενεάς των μισούντων
με· και κάμνων έλεος εις χιλιάδας γενεών των αγαπώντων με και φυλαττόντων τα
προστάγματά μου.
Υπάρχει λοιπόν μια καθαρή σύνδεση ανάμεσα στο έλεος του Θεού
και στο να κάνει κανείς το θέλημα Του. Για να πούμε με άλλα λόγια: ας μην
νομίζει κανείς ότι η απείθεια προς τον Θεό και η παράβλεψη του λόγου Του και
των εντολών Του δεν έχει δα και μεγάλη σημασία, αφού ο Θεός έτσι και αλλιώς μας
αγαπά.
Επίσης ας μην νομίζουμε ότι επειδή λέμε ότι αγαπάμε τον Θεό
σημαίνει αυτό τον αγαπάμε και πραγματικά. Το κατά ποσό αγαπάμε ή όχι τον Θεό
φανερώνεται από την απάντηση στην εξής πολύ απλή ερώτηση: κάνουμε αυτό που
ευαρεστεί τον Θεό, το θέλημα Του, τις εντολές Του ή όχι; Αν η απάντηση είναι
ναι, τότε ναι αγαπάμε τον Θεό. Αν η απάντηση είναι όχι, τότε δεν τον αγαπάμε.
Είναι τόσο απλό!
Ιωάν.ιδ:23,24 Απεκρίθη ο Ιησούς και είπε προς αυτόν· Εάν τις με αγαπά, τον λόγον μου θέλει φυλάξει, και ο Πατήρ μου θέλει αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν θέλομεν ελθεί και εν αυτώ θέλομεν κατοικήσει. Ο μη αγαπών με τους λόγους μου δεν φυλάττει· και ο λόγος, τον οποίον ακούετε, δεν είναι ιδικός μου, αλλά του πέμψαντός με Πατρός.
2. «Μα δεν αισθάνομαι ότι θέλω να κάνω το θέλημα του Θεού»:
η περίπτωση των δυο αδελφών
Πηγή σύγχυσης είναι επίσης η ιδέα ότι οφείλει κανείς να
κάνει το θέλημα του Θεού μόνο όταν το «αισθάνεται». Άμα όμως δεν το
«αισθάνεται», ε τότε δεν πειράζει αν δεν κάνει το θέλημα του Θεού, αφού, κατ’
υπόθεση, ο Θεός δεν μας θέλει να κάνουμε κάτι αν δεν το αισθανόμαστε
πραγματικά.
Αλλά αναρωτιέμαι: πηγαίνετε στην δουλειά σας μόνο όταν το
αισθάνεστε; Σηκωνόσαστε το πρωί και σκεπτόσαστε αν αισθανόσαστε ότι θα θέλατε
να πάτε στην δουλειά και αν το αισθανόσαστε σηκωνόσαστε και πάτε, αλλά άμα δεν
το «αισθανόσαστε» χωνόσαστε βαθύτερα κάτω από τα σκεπάσματα; Κάνετε αλήθεια
κάτι τέτοιο; Δεν το νομίζω!
Αντίθετα σηκωνόσαστε και κάνετε την δουλειά σας άσχετα με το
πώς αισθανόσαστε! Σε αντίθεση όμως με αυτό που όλοι μας θεωρούμε σωστό όσον
αναφορά τη δουλειά μας, όταν το θέμα έχει να κάνει με το θέλημα του Θεού,
δίνουμε εξωπραγματική βάση στο πως αλήθεια «αισθανόμαστε».
Φυσικά και ο Θεός μας θέλει να κάνουμε το θέλημα Του και να
το αισθανόμαστε κιόλας, αλλά εάν δεν το αισθανόμαστε, είναι προτιμότερο να
κάνουμε το θέλημα Του σε κάθε περίπτωση αντί να μην το κάνουμε καθόλου!
Και για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα από αυτά που ο
Κύριος μας είπε: «Εάν ο οφθαλμός σου ο δεξιός σε σκανδαλίζη, έκβαλε αυτόν
…». Δε λέει ο Κύριος: «Αν σε σκανδαλίζει ο οφθαλμός και αισθάνεσαι να τον
βγάλεις, τότε βγάλτον! Αλλά άμα δεν αισθάνεσαι ε τότε, αφού δεν το
«αισθάνεσαι», άφησε τον να σε φθείρει!»
Το σάπιο μάτι οφείλεις να το βγάλεις και να το απορρίψεις
είτε το αισθάνεσαι, είτε όχι! Έτσι και το θέλημα του Θεού: είναι ωραίο και το
πλέον επιθυμητό να το κάνεις και να το αισθάνεσαι, αλλά άμα δεν το αισθάνεσαι
κάντο έτσι κι αλλιώς αντί να απειθείς σε αυτό.
Ματθ.κα:28-31 «Αλλά τι σας φαίνεται; Άνθρωπος τις είχε δύο υιούς, και ελθών προς τον πρώτον είπε· Τέκνον, ύπαγε σήμερον εργάζου εν τω αμπελώνι μου. Ο δε αποκριθείς είπε· Δεν θέλω· ύστερον όμως μετανοήσας υπήγε. Και ελθών προς τον δεύτερον είπεν ωσαύτως. Και εκείνος αποκριθείς είπεν· Εγώ υπάγω, κύριε· και δεν υπήγε. Τις εκ των δύο έκαμε το θέλημα του πατρός; Λέγουσι προς αυτόν· Ο πρώτος. Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς· Αληθώς σας λέγω ότι οι τελώναι και αι πόρναι υπάγουσι πρότερον υμών εις την βασιλείαν του Θεού».
Η απάντηση τους ήταν δίχως άλλο σωστή. Ο πρώτος γιος δεν αισθάνονταν ότι ήθελε να κάνει το θέλημα του πατέρα του. Του το είπε ξεκάθαρα: «δεν θα πάω να δουλέψω στον αμπελώνα σου σήμερα». Αλλά μετά το σκέφτηκε και άλλαξε γνώμη. Ποιος να ξέρει τι να άλλαξε την γνώμη του.
Υπόθεση μου: η φροντίδα και η αγάπη για τον πατέρα του.
Άκουσε τον πατέρα του να τον καλεί να κάνει το θέλημα του, αλλά δεν
«αισθάνονταν» ότι ήθελε να το κάνει. Μπορεί να ήθελε να κοιμηθεί περισσότερο,
να πιει τον καφέ του αργά αργά ή να πάει έξω με τους φίλους του. Έτσι η πρώτη
του αντίδραση, πιθανόν κάτω από τα σκεπάσματα, ήταν να φωνάξει: «δεν πάω!».
Αλλά έπειτα, σκέφτηκε τον πατέρα του, και επειδή τον αγαπούσε, άλλαξε γνώμη,
σηκώθηκε από το κρεβάτι και έκανε αυτό που ο πατέρας του του ζήτησε να κάνει.
Ο άλλος τώρα γιος, είπε στον πατέρα του – πιθανόν επίσης κάτω από τα σκεπάσματα – «ναι μπαμπά, θα πάω». Αλλά δεν πήγε! Πιθανόν ξανακοιμήθηκε, ή πήγε σε ένα φίλο του και εξαφανίστηκε κάνοντας αυτό που αυτός ήθελε. Μπορεί να «αισθάνθηκε» για μια στιγμή ότι ήθελε να κάνει αυτό που ο πατέρας του του ζήτησε, αλλά τα αισθήματα έρχονται και φεύγουν σαν τον αέρα. Έτσι αυτό το «αίσθημα» του να κάνει το θέλημα του πατέρα του, αντικαταστάθηκε από ένα άλλο δυνατότερο «αίσθημα» και τελικά δεν το έκανε!
Ποιος λοιπόν από τους δυο γιους έκανε το θέλημα του πατέρα του; Αυτό που δεν αισθάνονταν αρχικά ότι ήθελε να το κάνει αλλά τελικά το έκανε ή εκείνος που αισθάνονταν αρχικά ότι ήθελε να το κάνει αλλά τελικά δεν το έκανε;
Η απάντηση είναι νομίζω προφανής. Προηγουμένως επίσης είδαμε
ότι το να αγαπά κανείς τον Θεό σημαίνει να κάνει το θέλημα Του. Μπορούμε λοιπόν
να ρωτήσουμε: «ποιος από τους δυο γιους αγαπούσε πραγματικά τον πατέρα;» ή «με
ποιον από τους δυο γιους ήταν ο πατέρας ευχαριστημένος;»
Η απάντηση είναι προφανώς και πάλι η ίδια: με εκείνον που
έκανε το θέλημα του Πατέρα! Συμπέρασμα λοιπόν: κάνε το θέλημα του Θεού άσχετα
από αισθήματα! Ακόμα και αν η πρώτη σου αντίδραση είναι «δεν θα το κάνω», «δεν
αισθάνομαι ότι θέλω να το κάνω», άλλαξε γνώμη και κάντο.
Σίγουρα είναι καλύτερο να κάνει κανείς το θέλημα του Θεού
και να το «αισθάνεται», αλλά μεταξύ του να μην κάνει κανείς το θέλημα του Θεού
και να το κάνει χωρίς να το αισθάνεται ιδιαίτερα, η επιλογή που πρέπει να
επιλέξει είναι: θα κάνω το θέλημα του Θεού άσχετα από το τι αισθάνομαι. Θα το
κάνω γιατί αγαπώ τον Πατέρα μου και θέλω να τον ευχαριστήσω!
3. Η νύχτα στον κήπο της Γεσθημανής
Τώρα, με τα παραπάνω δεν εννοούμε ότι δεν μπορούμε ή δεν
πρέπει να μιλήσουμε στον Πατέρα μας ζητώντας άλλες πιθανές επιλογές. Η σχέση
μας με τον Πατέρα είναι πραγματική σχέση. Ο Κύριος θέλι τα κανάλια επικοινωνίας
με τα παιδιά του που στέλνει να εργαστούν στον αμπελώνα να είναι πάντα ανοιχτά.
Αυτό που συνέβη στον κήπο της Γεσθημανής την νύχτα που ο
Ιησούς παραδόθηκε για να σταυρωθεί είναι χαρακτηριστικό. Ο Ιησούς ήταν στον
κήπο με τους μαθητές του και ο Ιούδας με τους υπηρέτες των αρχιερέων ήταν
καθοδόν για να Τον συλλάβουν και να Τον σταυρώσουν. Ο Ιησούς ήταν σε αγωνία. Θα
προτιμούσε το ποτήρι αυτό να απομακρυνθεί από αυτόν. Και αυτό ζήτησε από τον
Πατέρα:
Λουκ.κβ:41-44 «Και αυτός εχωρίσθη απ' αυτών ως λίθου βολήν, και γονατίσας προσηύχετο, λέγων· Πάτερ, εάν θέλης να απομακρύνης το ποτήριον τούτο απ' εμού· πλην ουχί το θέλημά μου, αλλά το σον ας γείνη. Εφάνη δε εις αυτόν άγγελος απ' ουρανού ενισχύων αυτόν. Και ελθών εις αγωνίαν, προσηύχετο θερμότερον, έγεινε δε ο ιδρώς αυτού ως θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες εις την γην».
Αυτό που είναι μεμπτό είναι να μείνει κανείς σπίτι
αδιαφορώντας για τον Πατέρα και το τι αυτός λέει. Χωρίς δηλαδή να του το
ζητήσει. Αυτό είναι απείθεια. Δεν είναι όμως απείθεια να συζητήσει κανείς με
τον Πατέρα ζητώντας εξαίρεση.
Αν κάποιος ζητήσει άλλη οδό από τον Πατέρα και δεν υπάρχει
πραγματικά καμιά άλλη, μπορεί να λάβει ειδική υποστήριξη από τον Πατέρα στο να
κάνει το θέλημα Του, όπως και ο Ιησούς έλαβε εκείνη την νύχτα: «Εφάνη δε εις
αυτόν άγγελος απ' ουρανού ενισχύων αυτόν».
Ο Ιησούς θα προτιμούσε αυτό το ποτήρι να απομακρυνθεί από
Αυτόν, ΜΟΝΟ ΟΜΩΣ αν ήταν το θέλημα του Θεού. Και σ’ αυτήν την περίπτωση δεν
ήταν. Και ο Ιησούς το δέχτηκε. Όπως είπε στον Πέτρο, μετά την άφιξη του Ιούδα
και της παρέας του:
Ιωάν.ιη:11 «Είπε λοιπόν ο Ιησούς προς τον Πέτρον· Βάλε την μάχαιράν σου εις την θήκην· το ποτήριον, το οποίον μοι έδωκεν ο Πατήρ, δεν θέλω πίει αυτό;».
Ο Ιησούς έκανε πάντα αυτό που ευχαριστούσε τον Πατέρα, ακόμα και αν δεν το αισθάνονταν τόσο. Και επειδή το έκανε αυτό, επειδή πάντα έκανε αυτό που ευχαριστούσε τον Πατέρα, ο Πατέρας ποτέ δεν τον άφησε μόνο:
Ιωάν.η:29 «Και ο πέμψας με είναι μετ' εμού· δεν με αφήκεν ο Πατήρ μόνον, διότι εγώ κάμνω πάντοτε τα αρεστά εις αυτόν».
Αυτός είναι το παράδειγμα μας. Όπως ο απόστολος Παύλος είπε:
Φιλιπ.β:5-11 «Το αυτό δε φρόνημα έστω εν υμίν, το οποίον ήτο και εν τω Χριστώ Ιησού, όστις εν μορφή Θεού υπάρχων, δεν ενόμισεν αρπαγήν το να ήναι ίσα με τον Θεόν, αλλ' εαυτόν εκένωσε λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους, και ευρεθείς κατά το σχήμα ως άνθρωπος, εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. Διά τούτο και ο Θεός υπερύψωσεν αυτόν και εχάρισεν εις αυτόν όνομα το υπέρ παν όνομα, διά να κλίνη εις το όνομα του Ιησού παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα να ομολογήση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος εις δόξαν Θεού Πατρός».
Ο Ιησούς ταπείνωσε τον εαυτό Του. Είπε: «όχι το δικό μου θέλημα, αλλά το δικό σου ας γίνει». Ο Ιησούς υπάκουσε! Και το ίδιο θα πρέπει να κάνουμε και εμείς. Το ίδιο φρόνημα, το φρόνημα της υπακοής, το φρόνημα που λέει «όχι όπως εγώ θέλω αλλά όπως εσύ», ας είναι και σε μας. Όπως ο Παύλος συνεχίζει:
Φιλιπ.β:12-13 «Ώστε, αγαπητοί μου, καθώς πάντοτε υπηκούσατε, ουχί ως εν τη παρουσία μου μόνον, αλλά τώρα πολύ περισσότερον εν τη απουσία μου, μετά φόβου και τρόμου εργάζεσθε την εαυτών σωτηρίαν· διότι ο Θεός είναι ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν κατά την ευδοκίαν αυτού».
Ιακ.δ:6-10 «Αλλά μεγαλητέραν χάριν δίδει ο Θεός· όθεν λέγει· Ο Θεός εις τους υπερηφάνους αντιτάσσεται, εις δε τους ταπεινούς δίδει χάριν. Υποτάχθητε λοιπόν εις τον Θεόν. Αντιστάθητε εις τον διάβολον, και θέλει φύγει από σάς· πλησιάσατε εις τον Θεόν, και θέλει πλησιάσει εις εσάς. Καθαρίσατε τας χείρας σας, αμαρτωλοί, και αγνίσατε τας καρδίας, δίγνωμοι. Κακοπαθήσατε και πενθήσατε και κλαύσατε· ο γέλως σας ας μεταστραφή εις πένθος και η χαρά εις κατήφειαν. Ταπεινώθητε ενώπιον του Κυρίου, και θέλει σας υψώσει»
4. Συμπέρασμα
Το να αγαπά κανείς τον Θεό με όλη του την καρδιά είναι η πιο
σημαντική εντολή. Αλλά η αγάπη του Θεού δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν διανοητική
κατάσταση όπου απλά «αισθανόμαστε όμορφα» αναφορικά με τον Θεό.
Το να αγαπάμε τον Θεό είναι το ίδιο με το να κάνουμε το
θέλημα Του. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως αγαπώ τον Θεό αλλά την ίδια στιγμή
δεν πειθαρχώ στο θέλημα Του. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως έχω πίστη αλλά την
ίδια στιγμή απιστώ προς τον Θεό, αρνούμενος να κάνω αυτό που Εκείνος λέει. Η
πίστη δεν είναι απλά διανοητική κατάσταση. Πίστη στον Θεό και τον λόγο Του
σημαίνει είμαι πιστός στον Θεό και τον λόγο Του. Ας μην δώσουμε βάση στις
διάφορες απάτες που θέλουν να ξεχωρίσουν το ένα από το άλλο.
Επίσης είδαμε ότι είναι καλυτέρα κανείς να κάνει το θέλημα
του Θεού ακόμα και αν δεν το αισθάνεται και τόσο πάρα να απειθήσει. Αυτό δεν
μας κάνει ρομπότ χωρίς αισθήματα. Μπορούμε και πρέπει πάντα να μιλάμε με τον
Κύριο ζητώντας Του μια άλλη οδό, αν αισθανόμαστε ότι το θέλημα Του είναι
ιδιαίτερα δύσκολο για μας και θα πρέπει να λάβουμε την απάντηση Του όπως αυτή
μας δοθεί. Αν υπάρχει πραγματικά και άλλη οδός ο Κύριος θα την προμηθεύσει.
Είναι ο πιο υπέροχος Πατέρας και Κύριος από όλους, γεμάτος χάρη και αγαθότητα
προς όλα τα παιδιά Του. Και αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος θα μας βοηθήσει να
κάνουμε αυτό που σε μας φαίνεται πολύ δύσκολο, όπως ακριβώς έκανε εκείνη την
νύχτα με τον Ιησού.