ΤΟ ΚΑΤΑΠΕΤΑΣΜΑ
Το εσωτερικό καταπέτασμα (Έξ. λς:35,36)
Το εσωτερικό καταπέτασμα ήταν ένα από τα πιο σημαντικά αντικείμενα της Σκηνής εξαιτίας της θέσης, του σκοπού, και της σημασίας του. Ήταν μια κουρτίνα από φίνο στριφτό λινό, «κεκλωσμένη βύσσο», κεντημένο με χερουβείμ σε μπλε (κυανούν), πορφυρούν και κόκκινο. Ήταν τόσο όμορφο όσο το παραπέτασμα από φίνο λινό της Σκηνής που σχημάτιζε την οροφή από πάνω του.
Δεν ήταν μόνο μεγαλοπρεπές στην όψη, αλλά και
καταπληκτικά ανθεκτικό. Λέγεται, ότι δύο ομάδες βοδιών, τραβώντας σε αντίθετες
κατευθύνσεις δεν μπορούσαν να το σχίσουν.
Κρεμασμένο σε χρυσά άγκιστρα πάνω στους τέσσερις
στύλους από ξύλο ακακίας, το καταπέτασμα χώριζε τα Άγια από τα Άγια των Αγίων (Έξ.κς:31-33).
Οι στύλοι, καλυμμένοι με χρυσό, ήταν τοποθετημένοι σε ασημένια υποβάσια και
βαλμένοι σε απόσταση δέκα πηχών από το πίσω δυτικό περιτείχισμα, κάνοντας τα
Άγια των Αγίων ένα τέλειο κύβο δέκα πηχών.
Το καταπέτασμα έπρεπε να κρέμεται από τις περόνες (Έξ.κς:33). Εκεί ακριβώς, τα 2 τμήματα του παραπετάσματος από φίνο λινό ενώνονταν με χρυσές περόνες διαμέσου των θηλυκωτηριών από κυανούν. Ήταν επίσης το μέρος όπου τα δύο τμήματα από τις τρίχες των αιγών ενώνονταν μαζί με χάλκινες περόνες.
Ένα τμήμα από το παραπέτασμα του φίνου λινού έφθανε από την
είσοδο της Σκηνής, στην ανατολή, μέχρι εκεί που ήταν οι τέσσερις στύλοι, απ’
όπου κρεμόταν το εσωτερικό καταπέτασμα. Το άλλο τμήμα κάλυπτε τα Άγια των Αγίων
και κρεμόταν πάνω από το δυτικό περιτείχισμα μέχρι το έδαφος.
Το καταπέτασμα συμβολίζει την ανθρώπινη φύση του Χριστού.
Στους Εβρ.ι:19-20 διαβάζουμε: «Έχοντες λοιπόν, αδελφοί, παρρησίαν νά εισέλθωμεν εις τά άγια διά τού αίματος τού Ιησού, διά νέας καί ζώσης οδού, τήν οποίαν καθιέρωσεν εις ημάς διά τού καταπετάσματος, τουτέστι τής σαρκός αυτού».
Εδώ, πολύ καθαρά λέει ότι το
αληθινό καταπέτασμα ήταν το σώμα του Χριστού κι ότι αυτό που χώριζε τα δύο μέρη
στη σκηνή, ήταν απλά ένα σύμβολο. Όμως, γιατί ήταν τέλειο σύμβολο της
ανθρώπινης φύσης του Χριστού;
Το καταπέτασμα έκρυβε από τα Άγια τη δόξα του Θεού που φανερωνόταν ανάμεσα στα δύο Χερουβείμ πάνω στο ιλαστήριο. Ακριβώς πίσω απ’ αυτό ήταν η άγια παρουσία του Παντοδύναμου Θεού. Απ’ αυτό το γεγονός καταλήγουμε ότι το καταπέτασμα ήταν μια σιωπηλή προφητεία ότι μια μέρα ο Θεός που είναι Πνεύμα, θα φανερωθεί «ντυμένος» με σάρκα.
Ο αόρατος Θεός τους, ο Γιάχβε, θα ερχόταν στη γη με ανθρώπινο σχήμα. «Καί ο Λόγος έγεινε σάρξ καί κατώκησε μεταξύ ημών» (Ιωάν.α:14). «Καί αναντιρρήτως τό μυστήριον τής ευσεβείας είναι μέγα· ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α’ Τιμ.γ:16). Δες ακόμα Β’ Κορ.ε:19 και Κολ.β:9. Κανείς άνθρωπος δεν μπορούσε να δει το Θεό και να ζήσει, αλλά ο Θεός ήθελε ν’ αποκαλυφτεί στον άνθρωπο.
Ο μόνος τρόπος που ο Θεός μας μπορούσε να πλησιάσει
τον αμαρτωλό άνθρωπο – επειδή Αυτός είναι «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ.ιβ:29)
– και να τον συμφιλιώσει μαζί Του, ήταν να «κρυφτεί» πίσω από ένα καταπέτασμα. «Τω
όντι σύ είσαι Θεός κρυπτόμενος, Θεέ τού
Ισραήλ, ο Σωτήρ» (Ης.με:15).
Η δόξα του Θεού που κατοικούσε πίσω από το καταπέτασμα της σκηνής, είναι μια απ’ τις πιο καθαρές Βιβλικές απεικονίσεις του γεγονότος της ενσάρκωσης, όπου η δόξα του Γιάχβε φανερώθηκε πίσω από το καταπέτασμα του σώματος του Ιησού.
Στο όρος Χερμών, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, άστραψε ένα
φως που δεν ήταν απ’ το φεγγάρι ή τ’ αστέρια, αλλά φώτισε τον τόπο σα να ήταν
μεσημέρι. Μια ακτίνα αυτού του φωτός που βρισκόταν συνέχεια πίσω από το
καταπέτασμα, ξεπέρασε τα όρια της σάρκας του Ιησού κάνοντας τα ρούχα Του να
γίνουν «στιλπνά, λευκά λίαν ως χιών, οποία λευκαντής επί τής γής δέν δύναται
νά λευκάνη» (Μάρκ.θ:3).
Το γεγονός ότι το καταπέτασμα, που συμβολίζει το σώμα του
Χριστού, ήταν από άσπρο λινό, φανέρωνε ότι η ανθρώπινη φύση Του θα ήταν
αναμάρτητη. Παρόλα αυτά, καμία προσπάθεια να μοιάσει κανείς σ’ αυτή την
καθαρότητα δεν μπορούσε να φέρει σωτηρία, αφού το ακέραιο καταπέτασμα έκλεινε
τον κόσμο έξω από την παρουσία του Θεού. Έπρεπε να σχιστεί το καταπέτασμα για
ν’ ανοίξει ο δρόμος προς την παρουσία του Θεού. Εδώ, υπάρχει η αλήθεια που
αντικρούει τη μοντέρνα θέση ότι μπορεί κάποιος να σωθεί προσπαθώντας να μιμηθεί
τις αρετές του Χριστού.
Ας υποθέσουμε ότι ο ιερέας στέκεται μπροστά από το καταπέτασμα θαυμάζοντας το ακηλίδωτο λινό και την έξοχη εργασία των κεντημάτων. Όσο όμορφο κι αν ήταν, έπρεπε να παραδεχτεί ότι αποτελούσε ένα χώρισμα ανάμεσα σ’ αυτόν και την παρουσία του Θεού. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο άνθρωπος μπορεί να θαυμάζει τις αρετές του ανθρώπου Χριστού, αλλά την ίδια στιγμή πρέπει ν’ αναγνωρίσει ότι απέχει πολύ απ’ αυτή την τελειότητα (Ρωμ.γ:23).
Ας προσπαθήσει όσο θέλει, ο μη
αναγεννημένος άνθρωπος διαφέρει από το Χριστό όσο το φως απ’ το σκοτάδι. Ο
μόνος τρόπος για να μπει ο αρχιερέας στα Άγια των Αγίων, ακόμα και τη μέρα της
εξιλέωσης, ήταν δια μέσου του αίματος από το θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος.
Σήμερα, ο μόνος τρόπος να μπούμε στην παρουσία του Θεού, είναι δια του αίματος
του Ιησού Χριστού.