Ο ΙΑΚΩΒ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΗΝ
ΕΥΛΟΓΙΑ
Ο Ισαάκ, έχοντας μεγαλώσει αρκετά, θέλει να ευλογήσει τον
Ησαύ, τον πρωτότοκο, αλλά και τον αγαπημένο του γιο. Τα μαλλιά του έχουν
ασπρίσει, και τα μάτια του δεν βλέπουν καλά. Ζητάει από τον Ησαύ να του φέρει
κυνήγι και να του κάνει εδέσματα καθώς αγαπά, για να φάει και να τον ευλογήσει
πριν πεθάνει.
Η Ρεβέκκα κρυφακούει τη συνομιλία τους, και επειδή ήταν αποφασισμένη να πάρει την ευλογία ο αγαπημένος της γιος, ο Ιακώβ, τον συμβουλεύει να εξαπατήσει τον πατέρα του και να πάρει τις ευλογίες για τον εαυτό του.
Λέει στον Ιακώβ να φέρει γρήγορα δύο καλά ερίφια εξ αιγών, τα ετοιμάζει για τη γιορτή του Ισαάκ,
βάζει τα ρούχα του Ησαύ στον Ιακώβ, και τα δέρματα των αιγών στα χέρια και το
λαιμό του, για να μιμηθεί τον Ησαύ, που ήταν τριχωτός.
Παρόλο που ο Ισαάκ αμφιβάλει για τη φωνή του Ιακώβ, όλα τα
υπόλοιπα τον πείθουν ότι είναι πραγματικά ο Ησαύ και του δίνει την ευλογία.
«Λοιπόν ο Θεός να σοι
δώση από της δρόσου του ουρανού και από του πάχους της γης και αφθονίαν σίτου
και οίνου· Λαοί να σε δουλεύσωσι και έθνη να σε προσκυνήσωσι· να ήσαι κύριος
των αδελφών σου, και οι υιοί της μητρός σου να σε προσκυνήσωσι· κατηραμένος
όστις σε καταράται, και ευλογημένος όστις σε ευλογεί» Γέν.κζ:28-29 με
Γέν.ιβ:3 και Γέν. κη:4.
Αυτή η τελετή σήμαινε κάτι περισσότερο από μια πατρική προσευχή
προς το Θεό, να «ευλογήσει» το γιο του. Ήταν μια θεόπνευστη προφητεία σχετικά
με το μέλλον του σε σχέση με το σχέδιο του Θεού.
Ενώ το κληρονομικό του δικαίωμα του έδινε απλά τη θέση του
αρχηγού στην οικογένειά του, η ευλογία μετέφερε τη διαθήκη της υπόσχεσης προς
τον Αβραάμ, με όλα τα προνόμια, τόσο
φυσικά όσο και πνευματικά, με την οποία οι απόγονοί του θα διακρίνονταν σαν
ξεχωριστός λαός του Θεού.
Υπάρχουν δύο εξαιρετικά παραδείγματα αυτού μέσα στο λόγο του
Θεού: ο Ιακώβ ευλογεί τους δώδεκα γιους του (Γέν.μθ), και ο Μωυσής ευλογεί τις
δώδεκα φυλές του Ισραήλ. (Δευτ.λγ).
Ο Θεός κινήθηκε μέσα από τους πατριάρχες, δίνοντάς τους
πνευματική όραση για το μέλλον. Ο Θεός κράτησε αυτές τις προφητείες,
εκπληρώνοντας κάθε μία με κάθε λεπτομέρεια.
Πριν καλά καλά ο Ιακώβ απομακρυνθεί από την παρουσία του
πατέρα του, έρχεται ο Ησαύ με το κυνήγι.
«Εξεπλάγη ο Ισαάκ
έκπληξιν μεγάλην σφόδρα», και ο Ησαύ «ανέκραξε
κραυγήν μεγάλην και πικράν σφόδρα», αλλά χωρίς αποτέλεσμα, γιατί ο Ισαάκ
λέει: «ευλόγησα αυτόν; και ευλογημένος
θέλει είσθαι» (εδ.33).
Ο Θεός έχει μιλήσει μέσω του Ισαάκ, και ξέρει ότι αυτό δεν
μπορεί να αλλάξει. Ωστόσο, ο Ισαάκ υπόσχεται στον Ησαύ ότι «Ιδού, η κατοίκησίς σου θέλει είσθαι εις το
πάχος της γης, και εις την δρόσον του ουρανού άνωθεν· και με την μάχαιράν σου
θέλεις ζη, και εις τον αδελφόν σου θέλεις δουλεύσει, όταν δε υπερισχύσης,
θέλεις συντρίψει τον ζυγόν αυτού από του τραχήλου σου» (εδ.39,40).
Η εκπλήρωση αυτής της προφητείας βρίσκεται στο Β’ Βας.η:20
όταν ο Εδώμ, οι απόγονοι του Ησαύ, στασιάζουν από τον Ιούδα και επιλέγουν δικό
τους βασιλιά.
Ο Ησαύ πικραίνεται τόσο πολύ, που σχεδιάζει να σκοτώσει τον
αδελφό του Ιακώβ (εδ.41). Όταν η είδηση φτάνει στη Ρεβέκκα, αυτή προειδοποιεί
τον αγαπημένο της γιο για τις προθέσεις του Ησαύ, και συμβουλεύει τον Ιακώβ να
φύγει από το σπίτι έως ότου κατευναστεί η οργή του.
Σαν δικαιολογία που τον στέλνει μακριά, η Ρεβέκκα λέει στον
Ισαάκ ότι φοβάται μήπως ο Ιακώβ θα επιλέξει για γυναίκα από τις κόρες του Χετ,
όπως ο Ησαύ (Γέν.κς:34-35). Χωρίς να ψάξουμε περαιτέρω στη ζωή του Ιακώβ,
βλέπουμε ότι ζει πλήρως το όνομά του. Όπως ο Ησαύ είπε, «Δικαίως εκαλέσθη το όνομα αυτού Ιακώβ, (υποσκελιστής ή απατεώνας) διότι τώρα δευτέραν ταύτην φοράν με
υπεσκέλισεν· έλαβε τα πρωτοτόκιά μου, και ιδού, τώρα έλαβε και την ευλογίαν μου»
(εδ.36).