«Και τοιούτοι υπήρχετέ τινες· αλλά απελούσθητε, αλλά ηγιάσθητε, αλλ' εδικαιώθητε διά του ονόματος του Κυρίου Ιησού και διά του Πνεύματος του Θεού ημών» (Α΄Κορ.ς:11).
Η σωτηρία που προμηθεύει ο
Θεός θα θεραπεύσει κάθε πρόβλημα που δημιούργησε η αμαρτία. Επιτέλους, θα
αποκατασταθεί κάθε τι που έχασε ο Αδάμ και όχι μόνο (Ρωμ.ε:15-21) και θα μας
κάνει ξανά «συμμόρφους της εικόνος του
Υιού αυτού» (Ρωμ.η:29, Α΄Ιωάν.γ:2).
Αυτό το κεφάλαιο πραγματεύεται τις τέσσερεις βασικές πτυχές της σωτηρίας: τη δικαίωση, την αναγέννηση, την υιοθεσία και τον αγιασμό.
Δικαίωση
Δικαίωση είναι η πράξη κατά
την οποία ο Θεός ανακηρύσσει ένα αμαρτωλό, δίκαιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι σ’
αυτό το σημείο ο αμαρτωλός γίνεται δίκαιος με δικές του προσπάθειες, αλλά ότι
ο Θεός τον μετρά, τον κρίνει, ή τον θεωρεί δίκαιο χωρίς να παίρνει υπόψη Του
τις προγενόμενες αμαρτίες. Δικαίωση είναι ένας νομικός όρος που σημαίνει
αλλαγή στάσης απ’ τη μεριά του Θεού.
Η Δικαίωση αποτελείται από
δύο στοιχεία:
(1) Ο Θεός συγχωρεί τον αμαρτωλό,
απομακρύνοντας την ενοχή και την τιμωρία που σχετίζεται με τις αμαρτίες του
(Ρωμ.δ:6-8, η:1).
(2) Ο Θεός καταλογίζει (μεταφέρει)
την δικαιοσύνη του Χριστού στον αμαρτωλό, έτσι ώστε να μπορεί να συμμετέχει σε
κάθε τι που έχει προσδοθεί στον αναμάρτητο Χριστό εξαιτίας της δικαιοσύνης Του
(Ρωμ.γ:22, δ:3-5, Β΄Κορ.ε:20-21).
Εξαιτίας αυτού του δίπτυχου
έργου, ο δικαιωμένος άνθρωπος είναι πλήρως συμφιλιωμένος με τον Θεό (Ρωμ.ε:1,
9-10) και εμπιστευμένος να κληρονομήσει όλες τις υποσχέσεις Του,
συμπεριλαμβανομένης της αιώνιας ζωής (Ρωμ.ε:9, η:30, Γαλ.γ:10-14,
Τίτ.γ:7).
Η δικαίωση έχει την καταγωγή
της στην χάρη του Θεού, εξαγορασμένη για μας με το αίμα του Χριστού:
«δικαιούνται δε δωρεάν με την χάριν αυτού διά της απολυτρώσεως της εν
Χριστώ Ιησού,τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως διά της πίστεως εν τω
αίματι αυτού, προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού διά την άφεσιν των
προγενομένων αμαρτημάτων διά της μακροθυμίας του Θεού» (Ρωμ.γ:24-25).
Έρχεται μόνο δια πίστεως
Ιησού Χριστού και όχι με έργα του Νόμου:
«Συμπεραίνομεν λοιπόν ότι ο άνθρωπος δικαιούται διά της πίστεως χωρίς
των έργων του νόμου» (Ρωμ.γ:28)
«εις τον μη εργαζόμενον όμως, πιστεύοντα δε εις τον δικαιούντα τον
ασεβή, η πίστις αυτού λογίζεται εις δικαιοσύνην» (Ρωμ.δ:5).
Το αίμα του Ιησού Χριστού
δηλοποιεί το απόλυτο λυτρωτικό έργο Του, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου Του (ο
οποίος ικανοποίησε τις απαιτήσεις του Νόμου του Θεού) και την ανάστασή Του
(χωρίς την οποία, ο θάνατος δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα).
«αλλά και δι' ημάς, εις τους οποίους (η δικαίωση) μέλλει να λογισθή, τους πιστεύοντας εις τον αναστήσαντα εκ νεκρών Ιησούν τον Κύριον ημών,
όστις παρεδόθη διά τας αμαρτίας ημών και ανέστη διά την δικαίωσιν ημών»
(Ρωμ.δ:24-25).
Η χάρη του Θεού είναι η πηγή
της δικαίωσης, το αίμα του Χριστού (θάνατος - ταφή – ανάσταση) είναι το
υπόβαθρο της δικαίωσης και η πίστη είναι η συνθήκη πάνω στην οποία
δικαιωνόμαστε.
Εφόσον η δικαίωση έρχεται δια
πίστεως, απαντάται όταν κανείς εξασκήσει πλήρως σώζουσα πίστη, κάτι που σημαίνει
υπακοή στο ευαγγέλιο (κεφ.2). Ωστόσο, το πλήρες έργο της δικαίωσης συμβαίνει
όταν κάποιος μετανοήσει, βαπτιστεί στο νερό στο όνομα του Ιησού και λάβει το
Άγιο Πνεύμα.
Στην Α΄Κορ.ς:9-10 ο απόστολος
Παύλος καταγράφει δέκα κατηγορίες αμαρτωλών που δεν θα κληρονομήσουν τη
Βασιλεία του Θεού. Και συνεχίζει: «Και
τοιούτοι υπήρχετέ τινες· αλλά απελούσθητε, αλλά ηγιάσθητε, αλλ' εδικαιώθητε
διά του ονόματος του Κυρίου Ιησού και διά του Πνεύματος του Θεού ημών»
(ς:11). Με άλλα λόγια η δικαίωση επήλθε όταν βαπτίστηκαν στο όνομα του Ιησού
και πήραν το Άγιο Πνεύμα.
Μια επί πλέον εξέταση του
σκοπού της μετάνοιας, του βαπτίσματος στο νερό και το Άγιο Πνεύμα, φανερώνει
ότι το έργο της δικαίωσης συμβαίνει κατά την εκπλήρωση και των τριών.
Στην μετάνοια, ο άνθρωπος
και ο Θεός ξεκινούν μια προσωπική σχέση που βάζει τα θεμέλια για το βάπτισμα
στο νερό και το Πνεύμα. Κατά το βάπτισμα στο νερό γίνεται η άφεσις των
αμαρτιών από τον Θεό (Πράξ.β:38), που είναι η πρώτη βαθμίδα της δικαίωσης.
Το Άγιο Πνεύμα μεταδίδει τη
δικαιοσύνη του Χριστού, γιατί το Πνεύμα είναι ο Χριστός εν ημίν «διά να
πληρωθή η δικαιοσύνη του νόμου εις ημάς τους μη περιπατούντας κατά την σάρκα,
αλλά κατά το πνεύμα» (Ρωμ.η:4),
«Σεις όμως δεν είσθε της σαρκός, αλλά του πνεύματος, εάν το Πνεύμα του
Θεού κατοική εν υμίν. Αλλ' εάν τις δεν έχη το Πνεύμα του Χριστού, ούτος δεν
είναι αυτού.Εάν δε ο Χριστός ήναι εν υμίν, το μεν σώμα είναι νεκρόν διά την
αμαρτίαν, το δε πνεύμα ζωή διά την δικαιοσύνην» (Ρωμ.η:9-10).
Το Πνεύμα που κατοικεί μέσα
μας, μας ικανώνει να πάρουμε τη μέλλουσα σωτηρία (Ρωμ.η:11). Εξαιτίας του Πνεύματος,
προκρινόμαστε για τις ευλογίες και τις υποσχέσεις του Θεού (Ρωμ.η:15-17,
Γαλ.γ:14). Με λίγα λόγια, η βάπτιση του Αγίου Πνεύματος είναι η δεύτερη βαθμίδα
της δικαίωσης.
Το έργο της δικαίωσης ξεκινά
κατά την αρχική μετάνοια από την αμαρτία και τελειοποιείται με το βάπτισμα στο
νερό και το Πνεύμα. Όμως, η δικαίωση στο σύνολο, είναι στιγμιαία κατά την
αναγέννηση. Θα ήταν λάθος να συσχετίσουμε την δικαίωση μόνο με τη μία πτυχή της
αναγέννησης, γιατί η αναγέννηση μπορεί να περιλαμβάνει τη μετάνοια, το
βάπτισμα στο νερό και το βάπτισμα στο Πνεύμα, αλλά είναι ένα γεγονός, το
γεγονός της αναγέννησης.
Ωστόσο, υπό μία έννοια, η
δικαίωση είναι διαθέσιμη συνεχόμενα για
αμαρτίες που πραγματοποιήθηκαν αλλά ομολογήθηκαν με μετάνοια, μετά την εμπειρία
της αναγέννησης.
Αναγέννηση
Αναγέννηση σημαίνει καινούρια
γέννηση. Είναι κάτι περισσότερο από μεταρρύθμιση ή αναδιάρθρωση της παλιάς
φύσης. Ο αναγεννημένος άνθρωπος παίρνει μια καινούρια, άγια φύση, που έχει
εξουσία απέναντι στην παλιά αμαρτωλή φύση. Η νέα γέννηση περιλαμβάνει δύο
στοιχεία:
(1) κατάργηση της δύναμης της
παλιάς φύσης (Β΄Κορ.ε:17)
(2) μετάδοση νέας φύσης, που
στην πραγματικότητα είναι η ίδια η φύση του Θεού (Εφες.δ:24, Κολ.γ:10, Β’
Πέτρ.α:4).
Αυτή η νέα φύση αλλάζει τις
επιθυμίες και τη συμπεριφορά (Εφες.δ:23-32) και δίνει δύναμη να ζήσεις μια νέα
ζωή (Πράξ.α:8, Ρωμ.η:4).
Η νέα γέννηση δεν εξαλείφει
την αμαρτωλή φύση, ο χριστιανός τώρα έχει δύο φύσεις, τη σάρκα (αμαρτωλή ή
σαρκική φύση) και το Πνεύμα.
Αν ακολουθεί τις επιθυμίες
της σάρκας ή εξαρτάται από την δύναμη της σάρκας, δεν μπορεί να ζήσει μια
νικηφόρα άγια ζωή (Ρωμ.ζ:21-25, η:12-13, Γαλ.ε:19-21).
Αν όμως ζει κατά το Πνεύμα, μπορεί
να απολαύσει μια νικηφόρα ζωή κατά της αμαρτίας (Ρωμ.η:1-4, Γαλ.ε:22-23, Α’
Ιωάν.γ:9). Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρηθεί σωσμένος χωρίς το έργο της
αναγέννησης στην ζωή του (Ιωάν.γ:3-7, Γαλ.ς:15).
Η αναγέννηση προέρχεται από
την χάρη του Θεού (Ιωάν.α:13, Τίτ.γ:5, Ιάκ.α:18) και ενεργείται με την πίστη
του ανθρώπου (Ιωάν.α:12-13).
Η σύλληψη έγινε με τον λόγο
του Θεού, το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού (Α’ Κορ.δ:15, Ιάκ.α:18, Α’ Πέτρ.α:23).
Ακούγοντας τον λόγο, φυτεύτηκε ο σπόρος της σωτηρίας, αλλά για να αναπτυχθεί σε
αναγέννηση πρέπει ν’ ανταποκριθούμε με πίστη υπακούοντας το Πράξ.β:38.
Όταν μετανοούμε και
βαπτιζόμαστε στο νερό, η παλιά φύση πεθαίνει και θάβεται, που σημαίνει ότι ο
παλιός τρόπος ζωής και η εξουσία της αμαρτίας καταργείται (Ρωμ.ς:1-7).
Με το βάπτισμα του Αγίου
Πνεύματος μεταδίδεται η νέα φύση και μια μόνιμη δύναμη ώστε να κρατάμε τον
παλαιό άνθρωπο νεκρό (Ρωμ.η:8-9, 13). Το βάπτισμα στο νερό και το βάπτισμα του
Αγίου Πνεύματος είναι τα δύο στοιχεία που περιλαμβάνει η αναγέννηση.
Η αναγέννηση συμβαίνει όταν
μετανοούμε, βαπτιζόμαστε στο νερό, στο όνομα του Ιησού Χριστού και παίρνουμε το
Άγιο Πνεύμα. Το έργο της αναγέννησης μας ωφελεί καθ’ όλη την διάρκεια της
χριστιανικής μας ζωής, παρέχοντάς μας θείες επιθυμίες, πνευματική καθοδήγηση
και δύναμη να υπερνικούμε καθημερινά την αμαρτία.