Το Εβραϊκό αυτό όνομα στην Καινή Διαθήκη φέρει η μητέρα του
Χριστού και άλλες γυναίκες. Η σημασία του ονόματος τούτου είναι τόσο σκοτεινή,
ώστε έχουν δοθεί σ’ αυτό περίπου 70 διαφορετικές ερμηνείες. Κατ’ άλλους
σημαίνει την “ελπίδα” κατ’ άλλους την “πικρία” κατ’ άλλους την “κυρία” κατ’
άλλους το “ύψος” κατ’ άλλους το “δώρο” κατ’ άλλους τη “μύρα” κατ’ άλλους την
“κυρία της θάλασσας” κ.τ.λ. Σαν όνομα ήταν πολύ εύχρηστο στις μέρες του Ιησού.
Οι Ο’ το μεταφράζουν “Μαριάμ” και έτσι χρησιμοποιείται στην Καινή Διαθήκη
προκειμένου μόνο για τη μητέρα του Χριστού. Για τις άλλες ομώνυμες γυναίκες
χρησιμοποιείται ο εξελληνισμένος τύπος “Μαρία”. Ο Ιώσηπος το Μιργιάμ αποδίδει
με το “Μαριάμη”.
Ξεκινάω αυτή τη σύντομη μελέτη, παίρνοντας αφορμή από μια
συζήτηση που είχα με μια κοπέλα σχετικά με το λόγο του Θεού, τη σωτηρία στο
όνομα του Ιησού Χριστού και τη λατρεία που πρέπει να αποδίδεται στο πρόσωπο
Αυτού. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, είναι το έργο που έχει κάνει ο Σατανάς στις
καρδιές των ανθρώπων εκμεταλλευόμενος τα συναισθήματά τους, και κάνοντάς τους
να μοιράζουν τη λατρεία τους σε περισσότερα του ενός πρόσωπα, και μάλιστα να
λατρεύουν μια θηλυκή θεότητα.
Όμως το σπουδαιότερο τέχνασμα του διαβόλου είναι, το να
αφήνει τον κόσμο στην αμάθεια η καλύτερα στην ημιμάθεια. Έτσι πολλοί “νομίζοντας”
ότι ξέρουν την Αγία Γραφή, λένε πράγματα που δεν υπάρχουν γραμμένα σ’ αυτό το
βιβλίο. Αυτό με κάνει να πιστεύω ότι μπορεί ορισμένοι να διδάσκουν έτσι τον
λόγο του Θεού σκόπιμα. Να ανακατεύουν δηλαδή τον λόγο του Θεού με ανθρώπινες
παραδόσεις προσπαθώντας να πείσουν αθώες ψυχές ότι οι παραδόσεις αυτές είναι
γραμμένες μέσα στο λόγο του Θεού.
Όμως, ο λόγος του
Θεού είναι κατηγορηματικός:
Δεν θέλετε προσθέσει εις τον λόγον τον οποίον εγώ σας
προστάζω, ουδέ θέλετε αφαιρέσει απ’ αυτού δια να φυλάττητε τας εντολάς Κυρίου
του Θεού σας, τας οποίας εγώ σας προστάζω (Δευτ.δ:2).
Εάν τις επιθέσει εις ταύτα, ο Θεός θέλει επιθέσει εις αυτόν
τας πληγάς τας γεγραμμένας εν τω βιβλίω τούτω. Και εάν τις αφαιρέσει από των
λόγων του βιβλίου της προφητείας ταύτης, ο Θεός θέλει αφαιρέσει το μέρος αυτού
από του βιβλίου της ζωής, και από της πόλεως της αγίας, και των γεγραμμένων εν
τω βιβλίω τούτω (Αποκ.κβ:18).
Βλέπουμε λοιπόν πόσο υπόλογοι είναι όλοι αυτοί που χάριν της
παραδόσεως των ανθρώπων αθετούν το λόγο του Θεού. Ο απόστολος Παύλος γράφει: Βλέπετε μη σας εξαπατήσει τις δια της
φιλοσοφίας και της ματαίας απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα
στοιχεία του κόσμου, και ουχί κατά Χριστόν
(Κολοσ.β:9).
Άρα πρόκειται περί απάτης όπως μας λέει ο λόγος του Θεού,
και μάλιστα μάταιης, γιατί τί μπορεί να περιμένει κανείς από κάποιον που δεν
μπορεί να προσφέρει ΤΙΠΟΤΑ!!!
Αλλά και ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς επέπληξε τους Φαρισαίους
όταν θέλησαν να στηρίξουν ενέργειές τους στην παράδοσή, λέγοντας: Διότι αφήσαντες την εντολήν του Θεού,
κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων...... ακυρούντες τον λόγον του Θεού χάριν
της παραδόσεώς σας (Μαρκ.ζ:8,13)
Απέναντι σ’ όλα αυτά, ο λόγος του Θεού αντιπαραθέτει τα
λόγια του Χριστού: Εάν σεις μείνητε εν τω
λόγω τω εμώ, είσθε αληθώς μαθηταί μου και θέλετε γνωρίσει την αλήθειαν, και η
αλήθεια θέλει σας ελευθερώσει. (Ιωαν.η:31, 32) Βλέπουμε λοιπόν
ότι όταν υπάρχει καταδυνάστευση από το ψεύδος του διαβόλου, μόνο η αλήθεια του
λόγου του Θεού μπορεί να μας ελευθερώσει και ο λόγος του Θεού μας παραδόθηκε
ΑΠΑΞ. .....αγωνίζησθε δια την πίστην,
ήτις άπαξ παρεδόθει εις τους αγίους. (Ιουδ.3).
Δεν μπορεί λοιπόν ο καθ’ ένας να κάθεται και να γράφει ότι θέλει και
μετά να απαιτεί θεοπνευστία στα γραφτά του, γιατί ό,τι ο Θεός ήθελε να
γνωρίζουμε το έχει δώσει μία φορά. Μια απλή σκέψη είναι η εξής: Αν χρειαζόμαστε
τους “πατέρες” για να μας εξηγήσουν το λόγο του Θεού, η πρώτη εκκλησία που δεν
είχε “πατέρες” ήταν σε μειονεκτική θέση ή δεν μπορούσε να καταλάβει τις Γραφές
ή τις καταλάβαινε λάθος;
Το Ευαγγέλιο της σωτηρίας μας βρίσκεται λοιπόν στη γνήσια
και απλή διδασκαλία του Ιησού Χριστού και των αποστόλων, όπου ο αμαρτωλός μέσω
της πίστης του, ζητά και παίρνει τη χάρη να ζήσει σε ζωντανή και προσωπική
σχέση με τον Ιησού Χριστό. Ο λόγος του Θεού μας διδάσκει ότι η σωτηρία μας
είναι στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, (Ιωαν.γ:16 Πραξ.β:21,δ:12) Θεραπευόμαστε στο
όνομα του Ιησού Χριστού (Πραξ.γ:6
Ματθ.η:17 Α’ Πετρ.β:24) στο όνομά Του βαπτιζόμαστε (Πραξ.β:38) στο όνομά
Του φεύγουν τα δαιμόνια (Μαρκ.ις:17 Λουκ.ι:17)
στο όνομά Του πράττομε παν ότι πράττομε εν λόγω η εν έργω (Κολοσ.γ:17). Ακόμη,
Αυτός είναι ο μόνος μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων (Α’Τιμ.β:5). Αν τώρα έρθει
κάποιος και κηρύξει άλλα πράγματα απ’ αυτά που ο λόγος του Θεού μας κηρύττει, ο
απόστολος Παύλος λέει:
Αλλά και αν ημείς,
η άγγελος εξ ουρανού σας κηρύττει άλλο ευαγγέλιον παρά εκείνο το οποίον σας
εκηρύξαμεν, ας είναι ανάθεμα.... διότι ουδ’ εγώ παρέλαβον αυτό παρά ανθρώπου,
ούτε εδιδάχθην, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού.
Όμως τα πράγματα δεν ακολούθησαν τη σωστή τους πορεία. Οι
λεγόμενες “εκκλησιαστικές παραδόσεις” έχουν διαστρέψει σε τέτοιο βαθμό την αλήθεια
που σώζει, ώστε την κατάντησαν ένα μπερδεμένο σύστημα από νεκρές τυπολατρίες
και ανθρώπινες διδαχές, μέσα στις οποίες ο αμαρτωλός βρίσκει τον εαυτό του
αβοήθητο και απελπισμένο. Επειδή το Πνεύμα του Θεού γνώριζε όλα αυτά τα οποία
θα γινόταν, γράφει στην προς Κολοσ.β:18 Ας μη σας στερήσει μηδείς του
βραβείου με προσποίησιν ταπεινοφροσύνης, και με θρησκείαν των αγγέλων, εμβατεύων
εις πράγματα τα οποία δεν είδε, ματαίως φυσιούμενος υπό του νοός της σαρκός
αυτού, και μη κρατών την κεφαλήν, τον Χριστόν, εκ του οποίου όλον το σώμα δια
των αρμών και συνδέσμων διατηρούμενον και συνδεόμενον, αυξάνει κατά την αύξησιν
του Θεού.
Τα δόγματα για τη μητέρα του Χριστού είναι από κείνα που
πραγματικά έχουν “εκπέσει από την απλότητα την εις Χριστόν” με αποτέλεσμα να
έχουν μπερδέψει πολλές ειλικρινείς συνειδήσεις. Το κατάντημα αυτό φοβήθηκε ο
απόστολος Παύλος όταν έγραφε: Φοβούμαι
όμως μήπως, καθώς ο όφις εξηπάτησε την Εύαν δια της πανουργίας αυτού, διαφθαρεί
ούτως ο νους σας εκπεσών από της απλότητος της εις τον Χριστόν. Αυτός
λοιπόν που διαφθείρει τις συνειδήσεις των ανθρώπων από την απλότητα του Χριστού
είναι ο διάβολος εξαπατώντας τους με πανουργίες.
Όλοι οι πραγματικοί χριστιανοί πρέπει να θεωρούμε τη Μαρία,
σαν ένα πρόσωπο αγαπητό και σεβαστό. Ήταν η “μακαρία” και “χαριτωμένη” γυναίκα,
που ο Θεός διάλεξε να γίνει η κατά σάρκα μητέρα του Ιησού Χριστού. Ας θυμόμαστε
όμως πάντοτε ότι η σχέση του Ιησού με τη μητέρα Του μπορεί να ήταν τέλεια όπως
οι άνθρωποι την εννοούν, μέχρις ότου ο Θεός έβαλε τον Ιησού στη διακονία.
Υπήρχε λοιπόν μια ιδιαιτερότητα στη σχέση των δύο αυτών προσώπων γιατί ενώ η
Μαρία ήταν η μητέρα του Ιησού, ο Ιησούς ήταν και γι’ αυτήν σωτήρας όπως η ίδια ομολόγησε:
Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον, και
ηγαλλίασε το πνεύμα μου εις τον Θεό τον σωτήρα μου (Λουκ.α:46,47).
Είχε λοιπόν και η Μαρία ανάγκη σωτηρίας καθώς κι εμείς, ενώ
ο Ιησούς Χριστός είναι Αυτός που έσωσε εμάς και τη Μαρία. Η αλήθεια αυτή δεν
μας επιτρέπει να ξεπερνάμε τα όρια και να τιμούμε τη μητέρα του Ιησού καθώς
τιμούμε τον Κύριο Ιησού. Η Μαρία ήταν άνθρωπος όπως κι εμείς, ενώ ο Ιησούς
Χριστός είναι “ο Κύριός μας και ο Θεός μας” τον Οποίο οφείλουμε να αγαπάμε “εξ όλης της δυνάμεώς μας” (Μαρκ.ιβ:33).
ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ
ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Βλέπουμε μέσα στη Γραφή ότι ο σκοπός που ο Θεός “έδωσε τον Υιόν Αυτού τον μονογενή”
ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε πνευματικός, γιατί ο Χριστός ήλθεν “δια να μη απολεσθεί πας ο πιστεύων εις
αυτόν, αλλά να έχει ζωήν αιώνιον”. Ακόμη μπορούμε να διακρίνουμε πόσο ο Χριστός
ήταν δεμένος με το λόγο του Θεού (Ματθ.δ:10) ώστε να μην αφήνει τίποτα να πέφτει
κάτω.
Ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς είπε: Όστις αγαπά πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, δεν είναι άξιος εμού και όστις
αγαπά υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ, δεν είναι άξιος εμού. (Ματθ.ι:37). Δεν
μπορούσε λοιπόν να αθετήσει τα ίδια τα λόγια Του και γι αυτό βλέπουμε όταν
δίδασκε και η μητέρα του έστειλε να Τον καλέσουν ο απεσταλμένος είπε στον
Ιησού: “Ιδού, η μήτηρ σου και οι αδελφοί
σου έξω σε ζητούσι” και ο Κύριος Ιησούς απάντησε: Τις είναι η μήτηρ μου ή οι αδελφοί μου; και περιβλέψας κύκλω προς τους
καθημένους περί αυτόν, λέγει, Ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου διότι όστις
κάμει το θέλημα του Θεού, ούτος είναι αδελφός μου, και αδελφή μου, και μήτηρ. (Μαρκ.γ:31-33)
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι με την απάντησή Του αυτή ο Κύριος,
παραμερίζει με λεπτότητα τους σαρκικούς συγγενείς Του για να τιμήσει περισσότερο
τους πνευματικούς, δηλαδή όλους αυτούς που κάνουν το θέλημα του Θεού. Σε μια
άλλη περίπτωση, ενώ κάποια γυναίκα του λαού ενθουσιασμένη απ’ το κήρυγμα του
Ιησού άρχισε να εξυψώνει και να δοξάζει την παρθένο Μαρία φωνάζοντας στον
Κύριο: “Μακαρία η κοιλία ήτις σε
εβάστασε, και οι μαστοί τους οποίους εθήλασας” ο Κύριος, αντί να συμφωνήσει
με τα λόγια αυτής της γυναίκας και να συστήσει αφοσίωση των ανθρώπων προς τη
μητέρα Του, της απάντησε: Μακάριοι μάλλον
οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλλάττοντες αυτόν. (Λουκ.ια:28) Βλέπουμε πως ο Κύριος στρέφει την προσοχή από άλλα
πρόσωπα στο πρόσωπο του Θεού και στο λόγο Του. Όταν ο Ιησούς βρέθηκε στο γάμο
της Κανά της Γαλιλαίας, η μητέρα Του που ήταν κι αυτή εκεί, τον πληροφόρησε ότι
το κρασί είχε τελειώσει. Και να, τι απάντησε ο Ιησούς στη μητέρα Του: Τι είναι μεταξύ εμού και σού γύναι; δεν ήλθεν
έτι η ώρα μου (Ιωαν.β:4).
Με την απάντηση αυτή ο Ιησούς ήθελε να εξηγήσει στη μητέρα
Του ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα να επεμβαίνει στο έργο Του. Πραγματικά ο
Κύριος Ιησούς δεν μας φανερώνεται μέσα απ’ το λόγο του Θεού σαν “γιος της παρθένου
Μαρίας” αλλά σαν ο μονογενής Υιός του Θεού. Στο έργο Του αυτό, ο Χριστός
παραμέρισε κάθε επίγειο δεσμό αίματος με θνητούς ανθρώπους, και αναγνώρισε μόνο
τον πνευματικό δεσμό που είχε με τον επουράνιο Πατέρα Του. Γι’ αυτό και πάντοτε
επαναλάμβανε: “Ο Πατέρας μου κι εγώ...” (Ιωάν. ι) και ποτέ δεν είπε: “η μητέρα
μου κι εγώ”.
Στην περίπτωση του
γάμου της Κανά, ο Κύριος Ιησούς ονόμασε τη μητέρα του “γύναι” όχι φυσικά από έλλειψη σεβασμού προς αυτήν, επειδή ο Ιησούς
ήταν υπόδειγμα υπακοής και αγάπης (Λουκ.β:51). Εξ’ άλλου ο Νόμος απαιτούσε
σεβασμό προς τους γονείς (Εξοδ.κ:12).
Στην πνευματική δράση και αποστολή του Χριστού σαν Σωτήρας
του κόσμου, ο τίτλος της παρθένου Μαρίας σαν “μητέρας του Χριστού” έπαυσε να
έχει σπουδαιότητα στην υπόθεση της σωτηρίας μας. Γι’ αυτό και ουδέποτε ο Κύριος
ονόμασε την παρθένο Μαρία “μητέρα” Του αλλά πάντοτε “γυναίκα” (Ιωαν.β:4,
ιθ:26).
Η αλήθεια αυτή φανερώνεται κι από άλλες μαρτυρίες της Καινής
Διαθήκης: Στο βιβλίο “Πράξεις των Αποστόλων” βλέπουμε ότι στην πρώτη
χριστιανική εκκλησία η Μαρία δεν είχε κανένα ξεχωριστό προνόμιο, που να μην το
είχαν οι απόστολοι και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου. Διαβάζουμε στις Πραξ.α:13-14 Ανέβησαν εις το ανώγειον, όπου είχον
κατάλυμα ο Πέτρος και Ιάκωβος, και Ιωάννης και Ανδρέας, Φίλιππος και Θωμάς,
Βαρθολομαίος και Ματθαίος, Ιάκωβος Αλφαίου, και Σίμων ο Ζηλωτής, και Ιούδας
Ιακώβου. Ούτοι πάντες ενέμενον ομοθυμαδόν εις την προσευχήν και την δέησιν,
μετά των γυναικών και Μαρίας της μητρός του Ιησού, και μετά τον αδελφών αυτού.
Είναι φανερό ότι αν η πρώτη χριστιανική εκκλησία εξύψωνε και
δόξαζε τη Μαρία όπως εξυψώνεται σήμερα, τότε στον παραπάνω κατάλογο το όνομά
της θα έπρεπε να αναφέρεται πρώτο κι όχι τελευταίο.
Όταν λοιπόν εμείς σήμερα υψώνουμε την παρθένο Μαρία περισσότερο
απ’ όσο την υψώνει ο Χριστός στο λόγο Του, αμαρτάνουμε ενώπιον του Θεού επειδή
παρακούμε το λόγο Του.
Σ’ όλες τις “Επιστολές των Αποστόλων” η μητέρα του Ιησού
αναφέρεται μόνο μία φορά και με την ονομασία “γυναίκα” από τον απόστολο Παύλο:
Ότε όμως ήλθε το
πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, όστις εγεννήθει εκ
γυναικός.... (Γαλ.δ:4). Όπως ο Ιησούς Χριστός, έτσι κι ο απόστολος Παύλος ονομάζει
τη Μαρία “γυναίκα”. Και τούτο γιατί κατά το λόγο του Θεού, κανένα επίγειο η
επουράνιο πρόσωπο δεν πρέπει να κατέχει τη θέση και τη δόξα που ανήκει στο Θεό
στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Σε καμιά περίπτωση τα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν
αποδίδουν στην παρθένο Μαρία πρωτεύουσα θέση μεταξύ των άλλων μαθητών, και
τούτο το βλέπουμε από τα παρακάτω γεγονότα:
1)
Δεν πήρε πρόσκληση να παρευρεθεί στο
τελευταίο δείπνο.
2)
Δεν είχε κάποια θέση αυθεντίας η
επισημότητας τους αποστολικούς χρόνους.
3)
Ο Χριστός δεν παρουσιάστηκε στη μητέρα
Του μετά την ανάστασή Του, όπως παρουσιάστηκε στη Μαρία τη Μαγδαληνή και στις
άλλες γυναίκες.
4)
Το Πνεύμα του Θεού δεν αφιερώνει ούτε
δύο λόγια για τη γέννησή της η τον θάνατό της.
Γιατί άραγε αυτό; Η απάντηση είναι απλή: Το Άγιο Πνεύμα
πρόβλεψε τις ανθρώπινες προσπάθειες για τη θεοποίηση της παρθένου Μαρίας-που θα
ενέπνεε ο πανούργος Σατανάς-για να πλανήσει τους ανθρώπους από το πρόσωπο του
Ιησού Χριστού και από την αλήθεια που πραγματικά σώζει!!!
ΠΩΣ ΜΙΛΗΣΕ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑΜ
Ο άγγελος Γαβριήλ προσφώνησε την παρθένο Μαρία με τα εξής
λόγια: Μη φοβού Μαριάμ εύρες γαρ χάριν
παρά τω Θεώ. (Λουκ.α:30). Καθώς
είναι γνωστό η φράση “εύρες χάριν παρά τω Θεώ” σημαίνει ότι δεν οφείλεται σε
πραγματική αξία της το γεγονός της γεννήσεως του Χριστού, μέσω αυτής, αλλά σε
συγκατάβαση του Θεού, ο Οποίος παραμέρισε τις αδυναμίες της και τις ατέλειές
της.
Η ίδια φράση λέγεται και για το Νώε, “ο δε Νώε εύρε χάριν ενώπιον του Κυρίου” (Γεν. ς:8). Επίσης η φράση αυτή λέγεται και για κάθε αμαρτωλό άνθρωπο
από εμάς ο οποίος βρίσκει χάρη όταν προσέρχεται στο θρόνο της χάριτος. Να εύρωμεν χάριν εις βοήθειαν εν καιρώ
χρείας. (Εβρ.δ:16). Η
παρθένος Μαρία λοιπόν, ήταν η ταπεινή δούλη που ο Θεός διάλεξε χάρη στην ευσέβειά
της, για να είναι η γυναίκα που θα γεννούσε τον Υιό του Θεού. Αυτή την τιμητική
αλλά ταπεινή θέση δίνουν τα κείμενα στην παρθένο Μαρία.
Παρ’ όλα αυτά, οι ανθρώπινες εκκλησιαστικές παραδόσεις έχουν
ξεπεράσει τα όρια σε τέτοιο σημείο, ώστε να ανεβάζουν την παρθένο Μαρία σε
λατρευτική θέση ακόμα ανώτερη κι απ’ τη θέση του Ιδιου του Θεού. Ο Θεός
αποδίδει στον εαυτό Του τον τίτλο “Άγιος” Άγιοι
γίνεσθε, διότι εγώ είμαι άγιος. (Α’
Πετρ.α:16). Οι παραδόσεις αυτές αποδίδουν στην παρθένο Μαρία τον τίτλο
“Υπεραγία” ή “Παναγία”. Δηλαδή αγιότητα ανώτερη και από την αγιότητα του Θεού.
Επίσης ο Χριστός αναφέρεται σαν “Βασιλιάς” ενώ η παρθένος
Μαρία έχει γίνει “Παντάνασσα” δηλαδή βασίλισσα των πάντων. Ο Χριστός είναι “Ευλογητός”
η παρθένος Μαρία “Υπερευλογημένη” κ.ο.κ. Έτσι, έχει σιγά-σιγά δημιουργηθεί ένα
νέο σύστημα θρησκείας που ανταγωνίζεται όχι μόνο τη διδασκαλία του Ευαγγελίου,
(Μαριολογία) αλλά και αυτό ακόμη το πρόσωπο του Ιησού Χριστού (Μαριολατρεία)
Ας δούμε τι λέει ο λόγος του Θεού σχετικά με το που πρέπει
να κατευθύνεται η λατρεία των πιστών:
Είναι γεγραμμένον,
Κύριον τον Θεόν σου θέλεις προσκυνήσει, και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει. (Ματθ.δ:10)
Κύριον τον Θεόν
σου θέλεις φοβείσθαι, και αυτόν θέλεις λατρεύει, και εις το όνομα αυτού θέλεις
ομνύει. (Δευτ.ς:13)
Κύριον τον Θεόν
σου θέλεις φοβείσθαι αυτόν θέλεις λατρεύει, και εις αυτόν θέλεις είσθαι
προσηλωμένος, και εις το όνομα αυτού θέλεις ομνύει. (Δευτ.ι:20)
.....αποβάλετε εκ
μέσου υμών τους θεούς τους αλλοτρίους, και τας Ασταρώθ, και ετοιμάσατε τας
καρδίας υμών προς τον Κύριον, και αυτόν μόνον λατρεύετε. (Α’ Σαμ.ζ:3)
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο λόγος του Θεού στρέφει όλη τη λατρεία
την προσκύνηση και τη δόξα στο Θεό. Όμως ο λόγος του Θεού μας λέει ακόμη ότι ο
Χριστός είναι η ακτινοβολία της δόξας του Θεού απαύγασμα της δόξης και
χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού (Εβρ. α:1-3) Μας λέει ακόμη ο λόγος του Θεού
ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητας σωματικώς (Κολοσ. β:9)
που σημαίνει ότι ό,τι θέλουμε να ξέρουμε από το Θεό, θα το δούμε στο πρόσωπο
του Ιησού Χριστού. Στη Β’ Κορ.δ:6 ότι ο Θεός ο ειπών, εκ σκότους φως λάμψει, ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις
ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω (Ιησού) Χριστού. Βλέπουμε
ότι η δόξα του Θεού φανερώθηκε σ’ εμάς στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού έτσι ώστε
λατρεύοντας τον Ιησού, λατρεύουμε το Θεό γιατί ο Ιησούς είναι Κύριος εις δόξαν
Θεού Πατρός (Φιλιπ. β:11).
Ο Θεός απαιτεί να τιμούμε το Χριστό με την ίδια τιμή που
τιμούμε τον Ίδιο και που δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή: δια να τιμώσι πάντες τον Υιόν, καθώς τιμώσι τον Πατέρα. (Ιωάν. ε:23)
Αλλά και με την πρώτη εντολή Μη έχεις άλλους θεούς πλην εμού (Εξ. κ:3) ο Θεός απαιτεί τη λατρεία
και την προσκύνηση ζηλοτυπώντας για το πρόσωπό Του (Εξ. κ:5).
Η ΜΑΡΙΟΛΑΤΡΕΙΑ ΕΝΑΝΤΙΑ
ΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΛΑΤΡΕΙΑ
Λατρευτικά
εγκώμια της ορθοδοξίας προς την Παναγία (παρμένα από το μέγα Ωρολόγιο της
κρατικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
|
Οι
απαντήσεις του Χριστού και των αποστόλων παρμένες από την Αγία Γραφή.
|
1.
Σύ γαρ ει η σωτηρία του γένους των χριστιανών .
|
(εκτός
του Χριστού) δεν υπάρχει δι’ ουδενός άλλου σωτηρία, ούτε υπάρχει άλλο
όνομα υπό τον ουρανόν, δοσμένο εις
τους ανθρώπους, δια του οποίου πρέπει να σωθούμε (Πραξ.δ:12)
|
2.
Έκαστος όπου σώζεται εκεί δικαίως και προστρέχει. Και ποία άλλη τοιαύτη καταφυγή
ως ού Θεοτόκε;
|
Έχοντες
λοιπόν αρχιερέα μέγαν, όστις διήλθε τους ουρανούς, Ιησούν τον Υιόν του Θεού,
ας κρατώμεν την ομολογίαν-ας πλησιάζωμεν λοιπόν μετά παρρησίας εις τον θρόνον
της χάριτος δια να λάβωμεν έλεος και
να εύρωμεν χάριν προς βοήθειαν εν
καιρώ χρείας
(Εβρ. δ:14-16).
Όθεν
δύναται να σώζει εντελώς τους προσερχομένους εις τον Θεόν δι’ αυτού, (του Χριστού) ζών πάντοτε δια να μεσιτεύει υπέρ αυτών (Εβρ.ζ:25).
|
3.
Υπερέβης τας δυνάμεις των ουρανών
|
Όστις (Ιησούς Χριστός) είναι εν δεξιά του Θεού, πορευθείς
εις τον ουρανόν, και εις ον υπετάχθησαν άγγελοι και εξουσίαι και δυνάμεις (Α’Πετρ.γ:22).
|
4.
Χαίρε, παραδείσου θυρών ανοικτήριον
|
Εδόθη
εις εμέ πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γής (Ματθ.κη:18).
Εγώ
είμαι η θύρα
(Ιωάν.ι:9).
Ουδείς
έρχεται προς τον Πατέρα ειμή δι’ εμού (Ιωάν.ιδ:6).
|
5.
...πάντων προς Θεόν καταλλαγή των μακαριζόντων σε Θεοτόκε........
|
Κατηλλάγημεν
τω Θεώ δια του θανάτου του Υιού αυτού (Ρωμ.ε:10).
|
6.
Χαίρε της αμαρτίας αναιρούσα τον ρύπον
|
Το
αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας (Α’Ιωάν.α:7).
|
7.
Χαίρε Μαρία, κυρία πάντων
|
Και
εις Κύριος Ιησούς Χριστός δι’ ού τα πάντα
(Α’Κορ.η:6).
|
8.
Μαρία, η των απελπισμένων μόνη ελπίς
|
Όστις
είναι ο Χριστός εις εσάς η ελπίς της δόξης (Κολοσ. α:27).
|
9.
Θεοτόκε, ου η άμπελος η αληθινή.....
|
Εγώ
είμαι η άμπελος η αληθινή (Ιωάν.ιε:1).
|
10.
Ουδείς προστρέχων επί σοί, κατησχυμένος από σού εκπορεύεται, αγνή παρθένε
Θεοτόκε
|
Και
τον ερχόμενο προς εμέ δεν θέλω εκβάλει έξω (Ιωάν.ς:37).
|
Από που λοιπόν
ξεκινήσαμε και που φτάσαμε; Ξεκινήσαμε
από την παρθένο Μαρία την ταπεινή δούλη που αισθανόταν την ανάγκη σωτηρίας
(Λουκ.α:42) και φτάσαμε στη “Δέσποινα” στη “Βασίλισσα των ουρανών” και στη
“Σκέπη του κόσμου” στην ανταγωνίστρια του Χριστού.
Ο Κύριος Ιησούς είπε:
Ουδείς δύναται δύο κυρίους να δουλεύει διότι ή τον ένα θέλει μισήσει, και τον
άλλον θέλει αγαπήσει ή εις τον ένα θέλει προσκολληθεί, και τον άλλο θέλει καταφρονήσει
(Ματθ.ς:24).
Τα παραπάνω λόγια επαληθεύονται και στην περίπτωση τούτη της
Μαριολατρείας. Οι ανθρώπινες παραδόσεις έχουν παραμερίσει το Χριστό απ’ τη
συνείδηση του λαού και αντί του Χριστού, παρουσιάζουν το πρόσωπο της Παναγίας.
Απόδειξη: Οι άνθρωποι ορκίζονται πολύ συχνότερα στ’ όνομα της “Παναγίας” παρά
στο όνομα του Χριστού. Επικαλούνται για βοήθεια την “Παναγία” μάλλον, παρά το
Χριστό. Το εικόνισμα της “Παναγίας” προτιμάται από το εικόνισμα του Χριστού. Οι
εκκλησίες που χτίζονται φέρουν συνήθως κάποια προσωνυμία της “Παναγίας” και
σπανιότατα το όνομα του Χριστού. Τα θαύματα που ακούονται, αποδίδονται στη
θαυματουργό δύναμη της “Παναγίας” και σπάνια στη δύναμη του Χριστού. Ο ίδιος ο
Κύριος Ιησούς βεβαίωσε: Αληθώς σας λέγω,
μεταξύ των γεννηθέντων υπό γυναικών δεν ηγερθει μεγαλήτερος Ιωάννου του
Βαπτιστού (Ματθ.ια:11)
Πώς λοιπόν η κρατική εκκλησία διαψεύδει το Χριστό με τις παραδόσεις
της, ανεβάζοντας την παρθένο Μαρία σε θέση ανώτερη από τον Ιωάννη το Βαπτιστή;
Όμως μπορεί κάποιος να πει ότι αυτό δεν είναι απόφαση της
κρατικής εκκλησίας, αλλά των οικουμενικών συνόδων κατά τις οποίες οι “άγιοι
πατέρες” με τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος (;) πήραν αυτές τις αποφάσεις.
Αλλά ας παρακολουθήσουμε μια τέτοια σύνοδο πως αποφάσισε για
κάποιο σχετικό θέμα μέσα από τις σελίδες της επίσημης εκκλησιαστικής ιστορίας.*
Πρόκειται για τον όρο: Θεοτόκος. Αυτό βέβαια μέσα απ’
το λόγο του Θεού είναι απαράδεκτο, και θα μπορούσε να πει κανείς βλασφημία. Ο
όρος αυτός καθ’ αυτός σημαίνει «αυτή που έτεκε το Θεό». Σύμφωνα με το λόγο του
Θεού, ο Θεός είναι άναρχος, αιώνιος, άπειρος, Πνεύμα (Γεν. α:1, Δευτ. λγ:27, Α
Βασ. η:27, Ιωάν. δ:23,24). Αν λοιπόν δεχτούμε ότι η Μαρία γέννησε ένα θεό, αυτό
σημαίνει ότι ο Θεός έχει αρχή οπότε όλες οι ιδιότητες του Θεού καταργούνται. Η
Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού Χριστό, μέσα στον οποίο κατοίκησε πλήρως το
πλήρωμα της θεότητας και έτσι ο Θεός φανερώθηκε εν σαρκί.
.....συμφώνως προς την αντίληψιν και φρασεολογίαν ταύτην του
Νεστορίου, η παρθένος ονομάζετο όχι θεοτόκος αλλά Χριστοτόκος. Ακριβώς αυτό το
όνομα έδωσε αφορμήν εις έριδας. (Ο Νεστόριος ήταν “πατριάρχης” Κων/πόλεως το
428)..... Ο Αλεξανδρείας Κύριλλος δι’ επιστολών απεφάνθη υπέρ του ονόματος
“Θεοτόκος” Δία δευτέραν φοράν μετά την υπό της Β Οικουμ. συνόδου τοποθέτησιν
του Κων/λεως υπεράνω του Αλεξανδρείας έρχονται εις σύγκρουσιν οι δύο ούτοι
πατριαρχικοί θρόνοι της Ανατολής... ούτω συνεκλήθη η τρίτη οικουμενική σύνοδος
εν Εφέσω (431) Θεοδόσιος ο Β διέκειτο ευμενώς προς τον Νεστόριον, διώρισε
αυτοκρατορικόν αντιπρόσωπον εν τη συνόδω τον κόμητα Κανδιδιανόν, προσωπικόν
φίλον του Νεστορίου, και επέτρεψε, μέρος της περιλάμπρου αυτοκρατορικής φρουράς
να συνοδεύσει τον Νεστόριον μέχρι της Εφέσου. Ο Κύριλλος.... έφθασεν εις την
Έφεσο, ακολουθούμενος υπό Αιγυπτίων επισκόπων, μοναχών, υπηρετών και ναυτών
χειροδυνάμων, οι οποίοι ήσαν έτοιμοι δι’ ακαταμαχήτων επιχειρημάτων να
υποστηρίξωσι τον κύριον αυτών και την διδασκαλίαν αυτού κατά πάσης ενδεχομένης
βίας εκ μέρους των αντιθέτων... ούτως ο θρόνος της Αλεξανδρείας εφάνει πάλιν
ανώτερος του της Κων/λεως.
Κατ’ αυτό τον τρόπο οι “φωτισμένοι άγιοι πατέρες” έπαιρναν
τις αποφάσεις που σήμερα καταδυναστεύουν τις ψυχές του κόσμου. Τα σχόλια νομίζω
είναι περιττά. Αν πρέπει να γράψει κανείς την αλήθεια για τους επισκόπους,
είναι να συστήσει σε όλους, να αποφεύγουν κάθε σύλλογο επισκόπων διότι καμιάς
συνόδου το τέλος δεν υπήρξε χρήσιμο ούτε είχε καμιά σύνοδος να προσθέσει κάποια
καλή λύση στις ανωμαλίες που δήθεν ανέλαβε να διορθώσει. Όλες γενικώς οι
οικουμενικές σύνοδοι “κατά ατυχή συγκυρία” συνήλθαν για να κατακρίνουν άλλους
ιερείς και επισκόπους, δηλαδή το αποτέλεσμα των προηγουμένων συνόδων. Δεν
συνήλθαν ποτέ με αγαθούς σκοπούς και αγνά ελατήρια.
Οι άνθρωποι, επηρεασμένοι από τα συναισθήματά τους, νομίζουν
ότι ο Κύριος Ιησούς ευχαριστείται όταν λατρεύουν και δοξολογούν την άλλοτε σαρκική
μητέρα Του. Όμως συμβαίνει το αντίθετο. Ο Κύριος λέγει: Εγώ είμαι ο Κύριος και δεν θέλω δώσει την δόξαν μου εις άλλον (Ησ.μβ:8).
Η δόξα και η λατρεία ανήκουν μόνο στον Κύριο. Όταν λοιπόν
εξυψώνουμε και δοξάζουμε άλλα πρόσωπα, τότε προσβάλουμε τη δόξα του Θεού, και
καταπατούμε την εντολή Του.
Η κρατική (ορθόδοξη) εκκλησία παρουσιάζει δόγματα αχρονολόγητα
και μεταγενέστερα για να μας βεβαιώσει ότι είναι αποστολική. Καθώς όμως είδαμε,
με τη βοήθεια της Αγίας Γραφής, η σημερινή Μαριολογία και Μαριολατρεία είναι
συστήματα διδασκαλίας τελείως ξένα προς τη διδασκαλία του Χριστού και των
αποστόλων.
Ο απόστολος Παύλος λέει: Διότι
θεμέλιον άλλο ουδείς δύναται να θέσει παρά το τεθέν, το οποίον είναι ο Ιησούς
Χριστός. Άρα, όποιος προσπαθεί να στηρίξει διδασκαλίες αλλού, εκτός από τον
Ιησού Χριστό, είναι έξω απ’ το λόγο του Θεού. Ας μην νομίζει κανείς ότι ο Θεός
θα κρίνει τον κόσμο σύμφωνα με τα γραπτά των “πατέρων” ή με τις παραδόσεις. Ο
Θεός έχει δώσει το λόγο Του σύμφωνα με τον οποίο θα κριθούν όλοι οι άνθρωποι (Ιωάν.
ιβ:48).
Αλλά και στους πρώτους μεταποστολικούς αιώνες, η προσκύνηση
και η λατρεία της παρθένου Μαρίας ήταν κάτι το εντελώς άγνωστο. Ναι μεν,
ορισμένοι εκκλησιαστικοί- που έζησαν και έγραψαν μέχρι την πρώτη Οικουμ. σύνοδο
το 325-αποδίδουν στη Μαρία την πρέπουσα αναγνώριση, αλλά μένουν στο σωστό
πλαίσιο. Δεν προχωρούν για να συστήσουν κάποια ιδιαίτερη δόξα, ή προσκύνηση ή
λατρεία του προσώπου της. Από τους εκκλησιαστικούς που έζησαν τους 3 πρώτους
μεταποστολικούς αιώνες, μόνο ο Ιγνάτιος και ο Ειρηναίος αναφέρουν λίγα και σύντομα
πράγματα για τη Μαρία κυρίως με το σκοπό
να δώσουν έμφαση στην παρθενική γέννηση του Κυρίου Ιησού, ενώ οι περισσότεροι
από τους “πατέρες” του 2ου και 3ου αιώνα δεν κάνουν την
παραμικρή νύξη για το πρόσωπο της παρθένου Μαρίας.
Διαβάζουμε πάλι από την εκκλησιαστική ιστορία του Β. Στεφανίδη
σελ. 47 σημ.:
Το αειπάρθενον της Θεοτόκου επεκράτησε την 4ην εκ/ρίδα
(Επιφάνιος κατά αιρέσεων, 78 “αντιδικομαριαμίται”, εκδ. Κ. ΗΟLL)
Και δημιουργείται το ερώτημα: Πως για 400 χρόνια οι
χριστιανοί μπορούσαν και ζούσαν δίχως αυτό το δόγμα;
Στις σελίδες 316 και 317 διαβάζουμε για τις θεομητορικές εορτές:
Αι αρχαιότεραι θεομητορικαί εορταί είναι αι επόμεναι: Η
Υπαπαντή απαντά εν Ιερουσαλήμ τέλη της 4ης εκ/ρίδος. Η είδησις ότι η εορτή αύτη ιδρύθει υπό του
αυτοκράτορος Ιουστινιανού τω 541 εξ αφορμής σεισμού και επιδημίας αφορά την
εισαγωγήν αυτής εις την εκκλησίαν της Κωνσταν/λεως.
Εχομεν είδησιν, ότι ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος (582-602) ώρισε
επισήμως την 15ην Αυγούστου ως ημέραν της εορτής της κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Την 6ην εκατονταετηρίδα απαντά η εορτή του Ευαγγελισμού εν
τη Ανατολή, ιδρυθείσα πιθανώς εν Μικρά Ασία και την 7ην εκατ/ρίδα η εορτή της
γεννήσεως της Θεοτόκου.
Βλέπουμε λοιπόν
ότι οι απόστολοι και η πρώτη εκκλησία
δεν ήξερε τίποτα για λατρεία και προσκύνηση του προσώπου της παρθένου Μαρίας.
Όλα αυτά είναι κατασκευάσματα της ενέργειας του Σατανά όταν μπήκε μέσα στην
εκκλησία, είναι κατασκευάσματα ανθρώπων και όχι του Πνεύματος του Θεού.
Ο Θεός όταν μαρτύρησε επάνω στο όρος της μεταμόρφωσης είπε: Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός αυτού
ακούετε. Πουθενά όμως ο Θεός δεν είπε: Ούτη είναι η μητέρα του Υιού μου η
αγαπητή, αυτής ακούετε. Άρα τι πρέπει να κάνουμε εμείς; ο Πέτρος λέει: Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά
εις τους ανθρώπους (Πραξ. ε:29)
Αλλά ας δούμε πως οι άνθρωποι αυτοί που έπαιρναν αυτές τις
αποφάσεις εργαζόταν. Διαβάζουμε στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Β. Στεφανίδη
σελ. 149-151
Κατά την επικρατεστέραν γνώμην, εν τω βυζαντινώ κράτει
υφίστατο “καισαροπαπισμός”, η εκκλησία ήτο υποτεταγμένη εις την πολιτείαν. Εκ
του αυτοκράτορος εξηρτάτο η εκλογή των επισκόπων και μάλιστα των πατριαρχών, η
ίδρυσιν και συγχώνευσεις επισκοπών και αρχιεπισκοπών και η ανύψωσις αυτών εις
μητροπόλεις, η ανακήρυξις αυτοκεφάλων εκκλησιών. Ο αυτοκράτωρ συνεκάλει τας
οικουμενικάς συνόδους, διηύθυνεν αυτά προσωπικώς η δι’ αντιπροσώπων, τας
συνοδικάς αποφάσεις καθιστά νόμους του κράτους και εκ των αντιμαχομένων δογματικών
διδασκαλιών αυτός ενίοτε ώριζε, τις θα επεκράτει. Η εικονομαχική σύνοδος του
754 απεφάνθη ότι “των Αποστόλων εφαμίλλους τους πιστούς ημών βασιλείς
εξανέστησε (ο Θεός) τη του αυτού πνεύματος σοφισθέντας δυνάμει, προς
καταρτισμόν μεν ημών, και διδασκαλίαν, καθαίρεσιν δε δαιμόνων οχυρωμάτων”
(διάβασε Εφεσ. δ:11-13 και Β Κορ. ι:4) Διά των λέξεων τούτων οι αυτοκράτορες
εκηρύχθησαν ισαπόστολοι και θεόπνευστοι. Επί του αυτοκράτορος εχρησιμοποιείτο το
επίθετον “άγιος” εξ’ αυτού δε παρέλαβον αυτό οι επίσκοποι μέχρι σήμερον. Οταν
εις τα πρακτικά οικουμενικών συνόδων αναγινώσκει τις, ότι εδόθει εντολή εις
τους γραμματείς να αναγνώσωσι τα θεία γράμματα, δεν πρέπει να περιμένει να
αναγνωσθεί η Αγία Γραφή, ουδέ να εκπλήσσεται, ακούων, ότι αναγινώσκεται επιστολή
αυτοκράτορος.
Αυτό ήταν το κλίμα και αυτές οι συνθήκες μέσα στις οποίες
έχουν παρθεί όλες οι αποφάσεις της ορθόδοξης εκκλησίας, ακόμη κι αυτό το σύμβολο
της πίστης.
Ο Χρυσόστομος αναλύοντας στις ομιλίες του το εδάφιο Ματθ.
ιβ:46 αναφερόμενος στην απάντηση που ο Ιησούς έδωσε στη μητέρα Του, όταν ήρθε
και Τον ζητούσε ενώ Αυτός δίδασκε εξηγεί τα εξής (4ος αιώνας):
Αυτό που επεχείρησε η Μαρία, ήταν αποτέλεσμα πολλής
φιλοδοξίας της. Γιατί, ήθελε να δείξει στο λαό, ότι εξουσιάζει και διευθύνει
τον Γιο της. Γιατί, ακόμα τίποτα το μεγάλο δεν φανταζόταν για Αυτόν. Γι’ αυτό
και ήλθε σε ακατάλληλη ώρα. Πράγμα το οποίο, και ο ευαγγελιστής φαίνεται ότι το
κατηγορεί. Είναι φανερό λοιπόν, ότι μόνο από κενοδοξία έκανε τούτο. (Χρυσόστομος
ομι. μδ Τομ. Ζ σελ. 467)
Ο Επιφάνιος (390 μ.χ.) είναι ο “εκκλησιαστικός πατέρας” που
μας πληροφορεί ποια ήταν η θέση της επίσημης εκκλησίας προς το πρόσωπο της
παρθένου Μαρίας, κατά τον 4ο αιώνα. Στο έργο του “Κατά των αιρέσεων” κατακρίνει
μια αίρεση που αναφάνηκε στη Μικρά Ασία, σε κάποια κοινότητα γυναικών, στις
οποίες δόθηκε το όνομα “Κολλυριδιανές” επειδή λειτουργούσαν στην παρθένο Μαρία
και κατά τη λειτουργία, πρόσφεραν σαν αφιέρωμα μικρά κουλούρια. (Ιερ.ζ:18) Η αίρεση αυτή έδωσε στον Επιφάνιο (επίσκοπος
Κύπρου) την ευκαιρία να γράψει τα παρακάτω σχετικά με το πρόσωπο της Μαρίας:
Άλλοι πάλι στην υπόθεση της αγίας παρθένου, έχουν χάσει το
μυαλό τους. Και από ζήλο βιάστηκαν να την καθίσουν στην θέση του Θεού και
ενεργούν χωρίς να δουλεύει η σκέψη τους σαν τρελοί. Γιατί λένε, ότι μερικές
γυναίκες, πέρα στην Αραβία, από τα μέρη της Θράκης, έφεραν αυτή την ανοησία ότι
στο όνομα της αειπαρθένου κάνουν ένα ψωμάκι και μαζεύονται όλες μαζί και στο
όνομα της αγία παρθένου, επιχειρούν ένα πάρα πολύ αθέμιτο και βλάσφημο πράγμα
κάνουν λειτουργίες με γυναίκες. Αυτό είναι πολύ ασεβές και αθέμιτο, τελείως
διαφορετικό από το κήρυγμα του Αγίου Πνεύματος.
Είναι ενέργεια διαβολική και διδασκαλία πνεύματος ακαθάρτου.
Γιατί εδώ πραγματοποιείται ,και το γραμμένο στην Α Τιμ. δ:1 Αποστήσονται τινές
της υγιούς διδασκαλίας προσέχοντες μύθοις και διδασκαλίαις δαιμονίων. Ας
σταματήση λοιπόν η πλάνη των πλανεμένων. Γιατί, ούτε Θεός είναι η Μαρία, ούτε
έχει το σώμα της από τον ουρανό. Το έχει από σύλληψη ανδρός και γυναικός, κατ’
επαγγελίαν καθώς και ο Ισαάκ, οικονομηθείσα. Και κανένας να μην προσφέρει στο
όνομά της γιατί χάνει την ψυχή του!
Τι είναι πάλι αυτό το καινούριο, που βγήκε στη μέση; Πως να
μην φανεί εξωφρενικό στον καθ’ ένα που έχει σύνεση αποκτημένη από τον Θεό; Και
πως να μην θεωρήσουμε ότι το κατασκεύασμα αυτό είναι κατασκεύασμα ειδώλου, και
το σχέδιο διαβολικό;
Γιατί πάντοτε με καμουφλάρισμα δικαίου, ο διάβολος γλιστράει
με πονηριά στη διάνοια των ανθρώπων, για να θεοποιήσει στα μάτια των ανθρώπων
την θνητή φύση. Με ποικιλία τεχνών, σχεδίασε αγάλματα με μορφή ανθρώπου και,
έχουν μεν πεθάνει οι προσκυνούμενοι, αλλά τα αγάλματά τους, αν και ουδέποτε
έζησαν- είναι δε φανερόν ότι ούτε νεκρά μπορούν να γίνουν εκείνα που ποτέ δεν
έζησαν- φέρνουν (τα αγάλματα) με τρόπο για να προσκυνούνται, γιατί η διάνοια
(των ανθρώπων τούτων) έχει διαπράξει μοιχεία (πνευματική) από του ενός και μόνου
Θεού, σαν την ξετσίπωτη πόρνη, που έχει ερεθισθεί εξ αιτίας πολυμιξίας έξω των
ορίων και έχει αποβάλει την σωφροσύνη να έχει ένα άνδρα σύμφωνα με τον νόμο
(του Θεού). Ναι, είναι αλήθεια ότι άγιο ήταν το σώμα της Μαρίας, αλλά δεν ήταν
Θεός. Ναι, βέβαια, παρθένος και τιμημένη, αλλά δεν μας δόθηκε για να την
προσκυνάμε, αλλά αυτή προσκυνά τον γεννηθέντα απ’ αυτήν κατά σάρκα. (Από την Πατρολογία)
Το πρόσωπο που ο ίδιος ο Κύριος αποκάλεσε “γυναίκα”, σήμερα
κατέχει περισσότερους από 700 λατρευτικούς τίτλους και δοξαστικές προσωνυμίες
όπως: “η αμαρτωλών σωτηρία”, “η βασίλισσα ουρανού και γης”, “η βεβαία ελπίς”.
Αλλά χαρακτηριστικά ονόματα της “Παναγίας” είναι: “Γοργοϋπήκοος”
“Αχειροποίητος” “Φανερωμένη” “Πλατυτέρα” “Αρβανίτισσα” “Δεξιοκρατούσα” “Γριά
Παναγιά” “Κουνίστρα” “Κουμαρού” “Ψυχοσώστρα” “Αφροδίτισσα” (Βλέπε ΜΕΓΑΛΗ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΠΥΡΣΟΥ σελ. 496,497 τόμος ιθ)
Και ρωτάει ο κοινός νους: Πως συμβαίνει και όλοι αυτοί οι
τίτλοι και εγκωμιαστικές προσωνυμίες, μολονότι ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο, εκφράζουν
αντίθετες και συγκρουόμενες ιδιότητες, που κατέχει το ίδιο αυτό πρόσωπο, καθώς
και ανόμοιες καταστάσεις στις οποίες βρίσκεται;
Πώς να εξηγήσουμε π.χ. ότι η παναγία η Γοργοϋπήκοος απαντά
στις προσευχές των χριστιανών γρηγορότερα από την παναγία τη Γαλακτοτροφούσα
αφού είναι το ίδιο πρόσωπο; Πως συμβαίνει η παναγία της Τήνου να είναι τόσο
πασίγνωστη και πλούσια, ενώ η παναγία η Αρβανίτισσα είναι τελείως άγνωστη και
φτωχή; Γιατί κάποια εικόνα της παναγίας είναι θαυματουργική, ενώ μια άλλη
εικόνα της δεν μπορεί να θαυματουργήσει, αφού εικονίζουν και οι δύο το ίδιο
πρόσωπο; Μήπως δεν είναι το πρόσωπο που θαυματουργεί, αλλά ίσως η ποιότητα του
ξύλου και των χρωμάτων, ή ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ;
Αυτά είναι μερικά από τα αναπάντητα ερωτήματα που έχουν
καταντήσει τη σημερινή Μαριολατρεία ένα θρησκευτικό λαβύρινθο και μια φοβερή
παγίδα των ευσεβών ψυχών. Δεν είναι καθόλου υπερβολή, αν πούμε ότι η σημερινή
κρατική (ορθόδοξη) εκκλησία θα πρέπει να ονομάζεται “Εκκλησία της Παναγίας” και
όχι Εκκλησία του Χριστού. Άλλο ένα “βδέλυγμα” που βλέπει κανείς στη ΜΕΓΑΛΗ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ τόμος ιθ σελ. 498 είναι το εξής: Παναγία ελέγετο στο
βυζάντιο ο άρτος ο οποίος παρετίθετο προς τιμής την παναγίας θεοτόκου, στο
τέλος των μεγάλων γευμάτων στα παλάτια του βασιλιά. Στο τέλος του γεύματος,
αφού σηκωνόταν όλα τα σκεύη και το τραπεζομάνδηλο, ο τρίκλινος έφερνε αυτόν τον
άρτο σε χρυσό δίσκο και αφού υψώνοντάς τον προσευχόταν στην παναγία τον
παρουσίαζε στον βασιλέα, ο οποίος έπαιρνε ένα μικρό κομμάτι. Αυτό γινόταν στα
μεγάλα μόνο γεύματα κατά τις πέντε μεγάλες εορτές του έτους δηλαδή τα Χριστούγεννα,
τα Επιφάνεια, την Κυριακή των Βαΐων, το Πάσχα και την Πεντηκοστή.
Ο λόγος του Θεού
λέει ότι ο Χριστός είπε για τον εαυτό Του: Εγώ
είμαι ο άρτος της ζωής (Ιωάν.
ς:48). Ακόμη, Αυτός που ευλογεί τον άρτο, είναι ο Κύριος (Ματθ.
κς:26).