Δεν υπάρχει κάτι μαγικό στα εδάφια του λόγου του Θεού. Αλλά
υπάρχει δύναμη σ’ αυτά, ακριβώς επειδή είναι ο λόγος του Θεού.
Δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά συχνά πρέπει να κάνουμε
επιλογές:
– Επιλέγοντας να μην επιτρέψω στον φόβο και το
άγχος να ελέγχουν τη ζωή μου.
– Επιλέγοντας να φυλάω την καρδιά μου.
– Επιλέγοντας να επικεντρώνω το μυαλό μου σε ό,τι
είναι αλήθεια κατά τη διάρκεια αβέβαιων καταστάσεων.
Μπορεί ακόμα να αισθανόμαστε φοβισμένοι, αλλά μπορούμε να
πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι μαζί μας. Μπορεί να μην έχουμε τον έλεγχο, αλλά
μπορούμε να εμπιστευτούμε Αυτόν που ελέγχει τα πάντα. Μπορεί να μην ξέρουμε το
μέλλον, αλλά ξέρουμε τον Θεό που το ξέρει.
Ησ.λε:4 Είπατε προς τους πεφοβισμένους την
καρδίαν, Ισχύσατε, μη φοβείσθε· ιδού, ο Θεός σας θέλει ελθεί μετ' εκδικήσεως, ο
Θεός μετά ανταποδόσεως· αυτός θέλει ελθεί και θέλει σας σώσει.
Ησ.μα:10 μη φοβού· διότι εγώ είμαι μετά σού·
μη τρόμαζε· διότι εγώ είμαι ο Θεός σου· σε ενίσχυσα· μάλιστα σε εβοήθησα·
μάλιστα σε υπερησπίσθην διά της δεξιάς της δικαιοσύνης μου.
Φιλ.δ:6,7 Μη μεριμνάτε περί μηδενός, αλλ' εν
παντί πράγματι ας γνωρίζωνται τα ζητήματά σας προς τον Θεόν μετ' ευχαριστίας
διά της προσευχής και της δεήσεως. Και η ειρήνη του Θεού η υπερέχουσα πάντα
νούν θέλει διαφυλάξει τας καρδίας σας και τα διανοήματά σας διά του Ιησού
Χριστού.
Ιωάν.ιδ:27 Ειρήνην αφίνω εις εσάς, ειρήνην
την εμήν δίδω εις εσάς· ουχί καθώς ο κόσμος δίδει, σας δίδω εγώ. Ας μη
ταράττηται η καρδία σας μηδέ ας δειλιά.
Β’ Τιμ.α:7 διότι δεν έδωκεν εις ημάς ο Θεός
πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού.
Α’ Ιωάν.δ:18 Φόβος δεν είναι εν τη αγάπη,
αλλ' η τελεία αγάπη έξω διώκει τον φόβον, διότι ο φόβος έχει κόλασιν· και ο
φοβούμενος δεν είναι τετελειωμένος εν τη αγάπη.
Παρ.ιβ:25 Η λύπη εν τη καρδία του ανθρώπου
ταπεινόνει αυτήν· ο δε καλός λόγος ευφραίνει αυτήν.
Ψαλμ.κγ:4 Και εν κοιλάδι σκιάς θανάτου εάν
περιπατήσω, δεν θέλω φοβηθή κακόν· διότι συ είσαι μετ' εμού· η ράβδος σου και η
βακτηρία σου, αύται με παρηγορούσιν.
Ιησ.α:9 Δεν σε προστάζω εγώ; ίσχυε και
ανδρίζου· μη φοβηθής μηδέ δειλιάσης· διότι είναι μετά σου Κύριος ο Θεός σου
όπου αν υπάγης.
Ματθ.ς:34 Μη μεριμνήσητε λοιπόν περί της
αύριον· διότι η αύριον θέλει μεριμνήσει τα εαυτής· αρκετόν είναι εις την ημέραν
το κακόν αυτής.
Ιερεμ.λγ:6 ιδού, εγώ θέλω φέρει εις αυτήν υγείαν και
ίασιν και θέλω ιατρεύσει αυτούς, και θέλω κάμει αυτούς να ίδωσιν αφθονίαν
ειρήνης και αληθείας.
Έξοδ.κγ:25 Και θέλετε λατρεύει Κύριον τον Θεόν σας,
και αυτός θέλει ευλογεί τον άρτον σου, και το ύδωρ σου· και θέλω απομακρύνει
πάσαν νόσον εκ μέσου σου·
Ψαλμ.ργ:2,3 Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον, και μη
λησμονής πάσας τας ευεργεσίας αυτού· τον συγχωρούντα πάσας τας ανομίας σου· τον
ιατρεύοντα πάσας τας αρρωστίας σου·
Ψαλμ.ρζ:20 αποστέλλει τον λόγον αυτού και ιατρεύει
αυτούς και ελευθερόνει από της φθοράς αυτών.
Παρ.ιζ:22 Η ευφραινομένη καρδία δίδει ευεξίαν ως
ιατρικόν· το δε κατατεθλιμμένον πνεύμα ξηραίνει τα οστά.
Έξοδ.ιε:26 και είπεν, Εάν ακούσης επιμελώς την φωνήν
Κυρίου του Θεού σου και πράττης το αρεστόν εις τους οφθαλμούς αυτού και δώσης
ακρόασιν εις τας εντολάς αυτού και φυλάξης πάντα τα προστάγματα αυτού, δεν θέλω
φέρει επί σε ουδεμίαν εκ των νόσων, τας οποίας έφερα κατά των Αιγυπτίων· διότι
εγώ είμαι ο Κύριος ο θεραπεύων σε.
Β’ Κορ.ιβ:7-10 Και διά να μη υπεραίρωμαι διά την
υπερβολήν των αποκαλύψεων, μοι εδόθη σκόλοψ εις την σάρκα, άγγελος Σατάν διά να
με ραπίζη, διά να μη υπεραίρωμαι. Περί τούτου τρίς παρεκάλεσα τον Κύριον διά να
απομακρυνθή απ' εμού· και μοι είπεν· Αρκεί εις σε η χάρις μου· διότι η δύναμίς
μου εν αδυναμία δεικνύεται τελεία. Με άκραν λοιπόν ευχαρίστησιν θέλω καυχηθή
μάλλον εις τας αδυναμίας μου, διά να κατοικήση εν εμοί η δύναμις του Χριστού. Όθεν
ευαρεστούμαι εις τας αδυναμίας, εις τας ύβρεις, εις τας ανάγκας, εις τους διωγμούς,
εις τας στενοχωρίας, υπέρ του Χριστού· διότι όταν ήμαι αδύνατος, τότε είμαι
δυνατός.
Μάρκ.ε:26-29 και πολλά παθούσα υπό πολλών ιατρών και
δαπανήσασα πάσαν την περιουσίαν αυτής και μηδέν ωφεληθείσα, αλλά μάλλον εις το
χείρον ελθούσα, ακούσασα περί του Ιησού, ήλθε μεταξύ του όχλου όπισθεν και
ήγγισε το ιμάτιον αυτού· διότι έλεγεν ότι και αν τα ιμάτια αυτού εγγίσω, θέλω
σωθή. Και ευθύς εξηράνθη η πηγή του αίματος αυτής, και ησθάνθη εν τω σώματι
αυτής ότι ιατρεύθη από της μάστιγος.
Β’ Χρον.ις:12 Ηρρώστησε δε ο Ασά τους πόδας αυτού εν
τω τριακοστώ εννάτω έτει της βασιλείας αυτού, εωσού η αρρωστία αυτού έγεινε
μεγίστη· αλλ' ουδέ εν τη αρρωστία αυτού εξεζήτησε τον Κύριον, αλλά τους ιατρούς.
Ψαλμ.ρισ:8 Διότι ελύτρωσας την ψυχήν μου εκ θανάτου,
τους οφθαλμούς μου από δακρύων, τους πόδας μου από ολισθήματος.
Β’ Χρον.ζ:14 και ο λαός μου, επί τον οποίον εκλήθη το
όνομά μου, ταπεινώσωσιν εαυτούς και προσευχηθώσι και εκζητήσωσι το πρόσωπόν μου
και επιστρέψωσιν από των οδών αυτών των πονηρών, τότε εγώ θέλω επακούσει εκ του
ουρανού και θέλω συγχωρήσει την αμαρτίαν αυτών και θεραπεύσει την γην αυτών.
Ησ.νγ:4,5 Αυτός τωόντι τας ασθενείας ημών εβάστασε
και τας θλίψεις ημών επεφορτίσθη· ημείς δε ενομίσαμεν αυτόν τετραυματισμένον,
πεπληγωμένον υπό Θεού και τεταλαιπωρημένον. Αλλ' αυτός ετραυματίσθη διά τας
παραβάσεις ημών, εταλαιπωρήθη διά τας ανομίας ημών· η τιμωρία, ήτις έφερε την
ειρήνην ημών, ήτο επ' αυτόν· και διά των πληγών αυτού ημείς ιάθημεν.
Α’ Ιωάν.γ:8 όστις πράττει την αμαρτίαν είναι εκ του
διαβόλου, διότι απ' αρχής ο διάβολος αμαρτάνει. Διά τούτο εφανερώθη ο Υιός του
Θεού, διά να καταστρέψη τα έργα του διαβόλου.
Αριθ.ε:2 Πρόσταξον τους υιούς Ισραήλ να αποπέμψωσιν
από του στρατοπέδου πάντα λεπρόν και πάντα γονόρροιον και πάντα μεμολυσμένον
διά νεκρόν·
Ησ.λη:1-8 Κατ' εκείνας ημέρας ηρρώστησεν ο Εζεκίας
εις θάνατον· και ήλθε προς αυτόν Ησαΐας ο προφήτης ο υιός του Αμώς και είπε
προς αυτόν, Ούτω λέγει Κύριος· Διάταξον περί του οίκου σου· επειδή αποθνήσκεις
και δεν θέλεις ζήσει. Τότε έστρεψεν ο Εζεκίας το πρόσωπον αυτού προς τον τοίχον
και προσηυχήθη εις τον Κύριον, και είπε, Δέομαι, Κύριε, ενθυμήθητι τώρα πως
περιεπάτησα ενώπιόν σου εν αληθεία και εν καρδία τελεία και έπραξα το αρεστόν
ενώπιόν σου. Και έκλαυσεν ο Εζεκίας κλαυθμόν μέγαν. Τότε έγεινε λόγος Κυρίου
προς τον Ησαΐαν λέγων, Ύπαγε και ειπέ προς τον Εζεκίαν, Ούτω λέγει Κύριος ο
Θεός του Δαβίδ του πατρός σου· Ήκουσα την προσευχήν σου, είδον τα δάκρυά σου· ιδού,
θέλω προσθέσει εις τας ημέρας σου δεκαπέντε έτη·
Ψαλμ.ρμζ:3 Ιατρεύει τους συντετριμμένους την καρδίαν
και δένει τας πληγάς αυτών.
Ματθ.ι:1 Και προσκαλέσας τους δώδεκα μαθητάς αυτού,
έδωκεν εις αυτούς εξουσίαν κατά πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε να εκβάλλωσιν αυτά
και να θεραπεύωσι πάσαν νόσον και πάσαν ασθένειαν.
Β’ Βασ.κ:7 Και είπεν ο Ησαΐας, Λάβετε παλάθην σύκων.
Και έλαβον και επέθεσαν αυτήν επί το έλκος, και ανέλαβε την υγείαν αυτού.
Ματθ.θ:12 Ο δε Ιησούς ακούσας είπε προς αυτούς· Δεν
έχουσι χρείαν ιατρού οι υγιαίνοντες, αλλ' οι πάσχοντες.
Ματθ.η:2 Και ιδού, λεπρός ελθών προσεκύνει αυτόν,
λέγων· Κύριε, εάν θέλης, δύνασαι να με καθαρίσης.
Λευιτ.κς:16 και εγώ θέλω κάμει τούτο εις εσάς· θέλω
βάλει εφ' υμάς τρόμον, μαρασμόν, και καύσωνα, τα οποία θέλουσι φθείρει τους
οφθαλμούς σας και θέλουσι κατατήκει την ψυχήν· και θέλετε σπείρει τον σπόρον
σας εις μάτην, διότι οι εχθροί σας θέλουσι τρώγει αυτόν.
Ψαλμ.μα:3 Ο Κύριος θέλει ενδυναμόνει αυτόν επί της
κλίνης της ασθενείας· εν τη αρρωστία αυτού συ θέλεις στρόνει όλην την κλίνην
αυτού.
Β’ Χρον.κα:12-19 Και ήλθε προς αυτόν έγγραφον παρά
του Ηλία του προφήτου, λέγον, Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός του Δαβίδ του πατρός
σου· Επειδή δεν περιεπάτησας εν ταις οδοίς Ιωσαφάτ του πατρός σου και εν ταις
οδοίς του Ασά βασιλέως του Ιούδα, αλλά περιεπάτησας εν τη οδώ των βασιλέων του
Ισραήλ, και έκαμες τον Ιούδαν και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ να πορνεύσωσι
κατά τας πορνείας του οίκου του Αχαάβ, έτι δε εθανάτωσας τους αδελφούς σου, τον
οίκον του πατρός σου, τους καλητέρους σου, ο Κύριος θέλει πατάξει με πληγήν
μεγάλην τον λαόν σου και τα τέκνα σου και τας γυναίκας σου και πάντα τα
υπάρχοντά σου· και συ θέλεις κτυπηθή με πολλάς αρρωστίας, με αρρωστίαν των
εντοσθίων σου, εωσού εξέλθωσι τα εντόσθιά σου εκ της αρρωστίας από ημέρας εις
ημέραν. Ο Κύριος έτι διήγειρεν εναντίον του Ιωράμ το πνεύμα των Φιλισταίων και
των Αράβων, των πλησιοχώρων των Αιθιόπων· και ανέβησαν κατά του Ιούδα και
εφώρμησαν επ' αυτόν και διήρπασαν πάντα τα υπάρχοντα τα ευρεθέντα εν τω οίκω
του βασιλέως, και τους υιούς αυτού έτι και τας γυναίκας αυτού· ώστε δεν έμεινεν
εις αυτόν άλλος υιός, ειμή Ιωάχαζ, ο νεώτερος των υιών αυτού. Μετά δε πάντα
ταύτα επάταξεν αυτόν ο Κύριος εις τα εντόσθια αυτού με αρρωστίαν ανίατον· και
προϊόντος του καιρού, μετά παρέλευσιν δύο ετών, εξήλθον τα εντόσθια αυτού, εκ
της αρρωστίας αυτού, και απέθανε με πόνους σκληρούς. Ο δε λαός αυτού δεν έκαμεν
εις αυτόν καύσιν, κατά την καύσιν των πατέρων αυτού.
Γ’ Ιωάν.α:2 Αγαπητέ, κατά πάντα εύχομαι να ευοδούσαι
και να υγιαίνης, καθώς ευοδούται η ψυχή σου.
Ψαλμ.κζ:1 «Ο Κύριος είναι φως μου και σωτηρία μου·
τίνα θέλω φοβηθή; ο Κύριος είναι δύναμις της ζωής μου· από τίνος θέλω
δειλιάσει»;
Παρ.ιθ:23 «Ο φόβος του Κυρίου φέρει ζωήν, και ο
φοβούμενος αυτόν θέλει πλαγιάζει κεχορτασμένος· κακόν δεν θέλει συναπαντήσει».
Δευτ.ζ:15 Και θέλει αφαιρέσει ο Κύριος από σου πάσαν
ασθένειαν και δεν θέλει βάλει επί σε ουδεμίαν των κακών νόσων της Αιγύπτου, τας
οποίας γνωρίζεις· αλλά θέλει βάλει αυτάς επί πάντας τους μισούντας σε.
Ματθ.θ:35 Και περιήρχετο ο Ιησούς τας πόλεις πάσας
και τας κώμας, διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύττων το ευαγγέλιον της
βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν ασθένειαν εν τω λαώ.
Β’ Βασ.κ:1-11 Κατ' εκείνας τας ημέρας ηρρώστησεν ο
Εζεκίας εις θάνατον· και ήλθε προς αυτόν Ησαΐας ο προφήτης, ο υιός του Αμώς,
και είπε προς αυτόν, Ούτω λέγει Κύριος· Διάταξον περί του οίκου σου, επειδή
αποθνήσκεις και δεν θέλεις ζήσει. Τότε έστρεψε το πρόσωπον αυτού προς τον
τοίχον και προσηυχήθη εις τον Κύριον, λέγων, Δέομαι, Κύριε, ενθυμήθητι τώρα,
πως περιεπάτησα ενώπιόν σου εν αληθεία και εν καρδία τελεία και έπραξα το
αρεστόν ενώπιόν σου. Και έκλαυσεν ο Εζεκίας κλαυθμόν μέγαν. Και πριν εξέλθη ο
Ησαΐας εις την αυλήν την μεσαίαν, έγεινε λόγος Κυρίου προς αυτόν, λέγων, Επίστρεψον
και ειπέ προς τον Εζεκίαν τον ηγεμόνα του λαού μου, Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός
του Δαβίδ του πατρός σου· Ήκουσα την προσευχήν σου, είδον τα δάκρυά σου· ιδού,
εγώ θέλω σε ιατρεύσει την τρίτην ημέραν θέλεις αναβή εις τον οίκον του Κυρίου· και
θέλω προσθέσει εις τας ημέρας σου δεκαπέντε έτη· και θέλω ελευθερώσει σε και
την πόλιν ταύτην εκ της χειρός του βασιλέως της Ασσυρίας· και θέλω υπερασπισθή
την πόλιν ταύτην, ένεκεν εμού και ένεκεν του δούλου μου Δαβίδ. Και είπεν ο
Ησαΐας, Λάβετε παλάθην σύκων. Και έλαβον και επέθεσαν αυτήν επί το έλκος, και
ανέλαβε την υγείαν αυτού. Και είπεν ο
Εζεκίας προς τον Ησαΐαν, Τι είναι το σημείον ότι ο Κύριος θέλει με ιατρεύσει,
και ότι θέλω αναβή εις τον οίκον του Κυρίου την τρίτην ημέραν; Και είπεν ο
Ησαΐας, Τούτο θέλει είσθαι εις σε το σημείον παρά Κυρίου, ότι θέλει κάμει ο
Κύριος το πράγμα το οποίον ελάλησε· να προχωρήση η σκιά δέκα βαθμούς, ή να
στραφή δέκα βαθμούς; Και απεκρίθη ο Εζεκίας, Ελαφρόν πράγμα είναι να καταβή η
σκιά δέκα βαθμούς· ουχί, αλλ' ας στραφή οπίσω δέκα βαθμούς η σκιά. Και εβόησεν
ο Ησαΐας ο προφήτης προς τον Κύριον, και έστρεψεν οπίσω την σκιάν δέκα βαθμούς,
διά των βαθμών τους οποίους κατέβη διά των βαθμών του Άχαζ.
B’
Χρον.κς:17-20 Και Αζαρίας ο ιερεύς εισήλθε κατόπιν αυτού, και μετ' αυτού
ογδοήκοντα ιερείς του Κυρίου, άνδρες δυνατοί· και αντέστησαν εις τον Οζίαν τον
βασιλέα και είπον προς αυτόν, Δεν ανήκει εις σε, Οζία, να θυμιάσης εις τον
Κύριον, αλλ' εις τους ιερείς τους υιούς του Ααρών, τους καθιερωμένους να
θυμιάζωσιν· έξελθε εκ του αγιαστηρίου· διότι ησέβησας· και τούτο δεν θέλει
είσθαι προς δόξαν εις σε παρά Κυρίου του Θεού. Ο δε Οζίας, έχων εν τη χειρί
αυτού θυμιατήριον διά να θυμιάση, εθυμώθη· και ενώ εθυμώθη προς τους ιερείς,
ανέτειλεν η λέπρα εν τω μετώπω αυτού έμπροσθεν των ιερέων εν τω οίκω του
Κυρίου, πλησίον του θυσιαστηρίου του θυμιάματος. Και ανέβλεψεν εις αυτόν
Αζαρίας ο ιερεύς ο πρώτος και πάντες οι ιερείς, και ιδού, ήτο λεπρός κατά το
μέτωπον αυτού· και έσπευσαν να εκβάλωσιν αυτόν εκείθεν· και αυτός μάλιστα
έσπευσε να εξέλθη, διότι επάταξεν αυτόν ο Κύριος.
Β’ Βασ.ε:27 διά τούτο η λέπρα του Νεεμάν θέλει
κολληθή εις σε και εις το σπέρμα σου εις τον αιώνα. Και εξήλθεν απ' έμπροσθεν
αυτού λελεπρωμένος ως χιών.
Ρωμ.η:11 Εάν δε κατοική εν υμίν το Πνεύμα του
αναστήσαντος τον Ιησούν εκ νεκρών, ο αναστήσας τον Χριστόν εκ νεκρών θέλει
ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα υμών διά του Πνεύματος αυτού του κατοικούντος εν
υμίν.
Mάρκ.β:1-28
|
Λευιτ.ιε:1-33
|
Αποκ.ις:13
|
Β’
Σαμ.ιβ:15
|
Αποκ.κα:11
|
Ρωμ.η:18
|
Λουκ.δ:23
|
Ιερεμ.λ:17
|
Ιάκ.ε:14,15
|
Ιερεμ.ιζ:14
|
Ης.γ:17
|
Ιερεμ.η:22
|
Ψαλμ.91:1-16
|
Δευτ.κη:22
|
Ιάκ.ε:14
|
Πράξ.κη:8
|
Ιωάν.γ:16,17
|
Ιερεμ.μς:11
|
Ψαλμ.ογ:26
|
Ης.λη:21
|
Ψαλμ.λη:7
|
Αποκ.ς:1-17
|
Ιάκ.ε:16
|
Ιάκ.ε:14-16
|
Εβρ.ι:36
|
Ματθ.ι:8
|
Ματθ.η:17
|
Ης.νγ:4
|
Ψαλμ.πθ:1-52
|
Ψαλμ.λ:2
|
Β’Χρον.ις:12-14
|
Κριτ.ις:28
|
Λουκ.θ:1
|
Ης.νγ:3
|
Δευτ.κη:60
|
Έξοδ.ιε:25-26
|
Β’ Κορ.δ:14-18
|
Ρωμ.η:26
|
Ρωμ.ε:1-21
|
Μάρκ.ε:34
|
Ματθ.δ:24
|
Ματθ.δ:23
|
Ιερεμ.λα:25
|
Ης.α:6
|
Παρ.ιγ:12
|
Παρ.δ:20-22
|
Ψαλμ.κγ:1-6
|
Ψαλμ.ς:2
|
Ιώβ
ις:8
|
Β’ Βας.κ:5
|
Λευιτ.κβ:4
|
Ιωάν.ι:10
|
Μάρκ.ις:17-18
|
Δαν.α:15-16
|
Ιάκ.α:1-27
|
Β’ Κορ.ιγ:9
|
Ματθ.θ:20-22
|
Πράξ.ι:38
|
Λουκ.ι:9
|
Μάρκ.γ:10
|