Εδώ έχουμε μια άλλη δήθεν απόδειξη της τριάδας, απλά και μόνο επειδή υπάρχει πληθυντικός αριθμός στα εδάφια αυτά:
Και είπεν ο Κύριος,
Ιδού, εις λαός, και πάντες έχουσι μίαν γλώσσαν, και ήρχισαν να κάμνωσι τούτο·
και τώρα δεν θέλει εμποδισθή εις αυτούς παν ό,τι σκοπεύουσι να κάμωσιν· έλθετε,
ας καταβώμεν και ας συγχύσωμεν εκεί την γλώσσαν αυτών, διά να μη εννοή ο
εις του άλλου την γλώσσαν.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να πούμε πριν προχωρήσουμε παρακάτω, είναι ότι αυτοί οι πληθυντικοί δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται αποκλειστικά και μόνο στη Θεότητα, αλλά στο Θεό και κάποιον ή κάποιους άλλους. Κι αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε από τη σύνταξη στα εδάφια αυτά αλλά και στα επόμενα.
Στο 5ο εδάφιο διαβάζουμε ότι: «Κατέβη δε ο Κύριος διά να ίδη την
πόλιν και τον πύργον, τον οποίον ωκοδόμησαν οι υιοί των ανθρώπων». Στο 6ο
εδάφιο πάλι λέει: «Και είπεν ο
Κύριος....» ,και στο 8ο εδάφιο λέει: «Και διεσκόρπισεν αυτούς ο Κύριος....».
Βλέπουμε ότι επανειλημμένα, τα ρήματα είναι στον ενικό
αριθμό, που σύμφωνα με τη γραμματική σημαίνει ότι είναι ένα πρόσωπο το οποίο
ενεργεί ή πάσχει και όχι πολλά. Άρα, εδώ αναμφισβήτητα μιλάμε για ένα και μόνο
πρόσωπο της θεότητας.
Τι στιγμή όμως που ο Κύριος μιλά και απευθύνεται κάπου, συμπεριλαμβάνοντας
και τον εαυτό Του, φυσικά θα μιλήσει στον πληθυντικό αριθμό και θα πει: «...έλθετε ας καταβώμεν....», διότι είναι αφενός
το πρόσωπο το δικό Του, το ένα και μοναδικό, το αριθμητικά ΕΝΑ, και κάποιο, ή
κάποια άλλα στα οποία αναφέρεται. Έτσι έχουμε τον πληθυντικό αριθμό.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της θεωρίας της τριάδας, ο Κύριος που μιλά
εδώ, είναι ή το ένα από τα τρία πρόσωπα, ή και τα τρία μαζί.
Αν δεχτούμε τον ισχυρισμό ότι είναι το ένα από τα τρία
πρόσωπα της τριάδας που μιλάει εδώ, τότε έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε πολλά
προβλήματα τα οποία είναι αντίξοα και παράλογα μέσα στο λόγο του Θεού.
Αν είναι το ένα από τα τρία πρόσωπα, τότε αυτό απευθύνεται
στα άλλα δύο. Το πρώτο πράγμα που έρχεται σε αντίθεση, είναι ότι μπροστά από το
όνομα Κύριος είναι το οριστικό άρθρο «ο», που ορίζει τον Κύριο και αναφέρεται
στο σύνολο που Τον αποτελεί.
Αν υποθέσουμε ότι «ο Κύριος» είναι ο Πατέρας, τότε «ο Κύριος»
δεν είναι ο Υιός ούτε το Πνεύμα το Άγιο. Στον Ησαΐα μγ:10,11, με:15,21 λέει ότι «ο Κύριος είναι ο μόνος Σωτήρας».
Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, σημαίνει ότι μόνο ο Πατέρας είναι σωτήρας και όχι
ο Υιός ούτε το Πνεύμα το Άγιο. Η Γραφή όμως διδάσκει καθαρά ότι ο Ιησούς είναι
ο Σωτήρας (Ιωάν.δ:14).
Αν υποθέσουμε ότι «ο Κύριος» που μιλάει εδώ είναι ο Υιός,
τότε αυτός «ο Κύριος», δεν είναι ο Πατέρας ούτε το Πνεύμα το Άγιο. Όμως «ο
Κύριος» καθαρότατα αναφέρεται σαν ο Πατέρας (Δευτ.λβ:6, Α’ Χρον.κθ:10, Ησ.ξγ:16,
ξδ:8, Ιερεμ.γ:19, λα:9, Μαλαχ.β:10).
Αν τελικά πούμε ότι «ο Κύριος» είναι το Άγιο Πνεύμα, τότε δεν
είναι ο Πατέρας που μιλά ούτε ο Υιός. Όμως με τα εδάφια που είδαμε στην
προηγούμενη παράγραφο, η Γραφή καθαρά διδάσκει ότι «ο Κύριος» είναι ο Πατέρας
και ακόμη «ο Κύριος» που είναι ο Πατέρας ονομάζεται «Θεός ισχυρός» (Ησ.ι:21, Ψαλμ.ν:1).
Επομένως, με ποιό δικαίωμα μπορεί κάποιος να διαχωρίσει
πρόσωπα μέσα στη θεότητα, αφού ο λόγος του Θεού το απαγορεύει;
Η ίδια η θεωρία έρχεται σε αντίθεση με τον εαυτό της, όταν λέει ότι η τριάδα είναι «ομοούσιος και
αχώριστος». Όμως η ίδια η τριάδα χωρίζει τον Εαυτό της όχι μόνο τώρα, αλλά
πάμπολλες φορές! Για παράδειγμα, λένε ότι το «δεύτερο πρόσωπο» κατέβηκε στη γη
και «έγινε άνθρωπος». Άρα λοιπόν τα άλλα δύο δεν έγιναν, πράγμα που σημαίνει
ότι χωρίστηκαν. Εάν είναι αχώριστη η τριάδα, τότε σε ότι γίνεται συμμετέχουν
και τα τρία πρόσωπα, πράγμα που μας φέρνει στο δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος
μας, που είναι η υπόθεση ότι «ο Κύριος» που μιλάει στο Γέν.ια:7 είναι όλη η
τριάδα.
Αν παραδεχθούμε ότι όταν λέει «ο Κύριος» αυτό αναφέρεται σ’
όλη την τριάδα, τότε πρέπει να απαντήσουμε στα εξής:
Στον Ψαλμ.β:7 «ο Κύριος» για τον Οποίο μιλάμε λέει: «...ο Κύριος είπε προς εμέ, Υιός μου είσαι συ
εγώ σήμερον σε εγέννησα». Αν ο Κύριος που μιλά είναι η τριάδα, τότε ποιος
είναι ο Υιός στον οποίο όλη η τριάδα αναφέρεται και τον αποκαλεί Υιό της; Τέταρτο
πρόσωπο;
Αν αυτό το προχωρήσουμε λίγο ακόμη βλέπουμε και άλλη
αντιξοότητα χειρότερη από την πρώτη. Στους Εβρ.α:8 ο Υιός ονομάζεται «Θεός».
Κατά συνέπεια αυτό το τέταρτο πρόσωπο, είναι ένας άλλος Θεός ξεχωριστός από όλη
την υποτιθέμενη τριάδα, άρα έχουμε τρεις θεούς μέσα στην τριάδα και ένας ο υιός
της, μας κάνουν τέσσερις θεούς.
Αν «ο Κύριος» είναι όλη η τριάδα, τότε και αυτός ο Υιός είναι
μέσα στο γκρουπ των τριών που λέει «Υιός
μου είσαι συ, εγώ σήμερον σε εγέννησα..» πράγμα που κάνει και τον Υιό,
Πατέρα.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, δεν έχουμε άλλη εκλογή παρά
αυτό που όλη η Γραφή υπαγορεύει και βροντοφωνάζει σε κάθε σελίδα της, ότι Αυτός
που μιλά είναι ο Πατέρας, ο Ένας και μόνος Θεός, ο Οποίος απευθύνεται σε κάποιο
ή κάποια πρόσωπα που είναι γύρω Του.
Κάτι άλλο που πρέπει να εδραιώσουμε ώστε να εννοήσουμε τη
σωστή ερμηνεία των εδαφίων αυτών είναι, εάν το κείμενο το οποίο εξετάζουμε
είναι πεζό η μεταφορικό στην έννοιά του.
Γεγονός είναι ότι στο κείμενο αυτό βλέπουμε το Θεό να μιλάει
ανθρωπομορφικά, σύμφωνα με τη συνήθεια και τον τρόπο των ανθρώπων, διότι λέει: «Κατέβη δε ο Κύριος δια να ίδη την πόλιν και
τον πύργον ...» (εδ.5).
Μήπως ο Θεός προκειμένου να δει κάτι πάνω στη γη κατεβαίνει
από τον ουρανό που είναι ο θρόνος Του και έρχεται κάτω στη γη για να μάθει αυτό
που θέλει; Φυσικά όχι! Ο Θεός εδώ μιλά όπως ένας γήινος βασιλιάς θα μιλούσε
στους αυλικούς Του, μέσα στην αυλή του παλατιού Του. Άρα λοιπόν έχουμε στα
εδάφια αυτά λόγο μεταφορικό και όχι πεζό. Ο Θεός δείχνει με αυτή την αναλογία
ότι εκτελεί κρίση και μάλιστα δίκαιη, δηλ. αφού ελέγξει καλά την κατάσταση με
τις δυνάμεις και ικανότητες της παντογνωσίας Του, προβαίνει σε κάποια ενέργεια,
για την οποία μας μιλά εδώ μεταφορικά, σαν Βασιλιάς που μιλά μπροστά στους
υπουργούς Του, που στην προκειμένη περίπτωση είναι οι άγγελοι.
Ο Θεός ήδη γνώριζε τέλεια το κάθε τι πάνω στη γη και εδώ
βγάζει μια απόφαση την οποία εκφράζει, θα λέγαμε, μέσα στην αίθουσα του
ουράνιου δικαστηρίου.
Μια παρόμοια κατάσταση βλέπουμε πάλι στη Γέν.ιη:20-21, όπου ο
Κύριος λέει: «Είπε δε Κύριος, Η
κραυγή των Σοδόμων και των Γομόρρων επλήθυνε, και η αμαρτία αυτών βαρεία
σφόδρα· θέλω λοιπόν καταβή και θέλω ιδεί αν έπραξαν
ολοκλήρως κατά την κραυγήν την ερχομένην προς εμέ· και θέλω γνωρίσει, αν
ουχί».
Βλέπουμε και εδώ, ότι ο Θεός μιλώντας στον Αβραάμ, δεν
αναφέρεται σε κατά γράμμα καταστάσεις που συμβαίνουν στον ουρανό, πεζά δηλαδή,
αλλά μιλά μεταφορικά. Κι εδώ, όλα τα ρήματα που αναφέρονται στο Θεό είναι στον
ενικό αριθμό, και ξέρουμε ότι είναι ο ίδιος «ο Κύριος» που εξετάζουμε στη Γέν.ια:7,
με τον Κύριο στη Γέν.ιη:20-21.
Καταλαβαίνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με εδάφια των οποίων η
έννοια είναι μεταφορική και όχι πεζή. Όμως, σύμφωνα με τα ερμηνευτικά, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εκφράσεις
μεταφορικού λόγου με διφορούμενες έννοιες για να εκφράσουμε και να εδραιώσουμε
τη διδασκαλία της θεότητας. Χρειαζόμαστε
καθαρές διακηρύξεις, από τις οποίες θα βγάλουμε τη σωστή διδασκαλία. Κάθε
άλλη μεταφορική η διφορούμενη γραφή, θα πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τις
καθαρές διακηρύξεις.
Η θεωρία της τριάδας όμως όχι μόνον δεν υπακούει σ’ αυτούς
τους νομούς της σωστής ερμηνείας του λόγου του Θεού, αλλά αξιώνει να εγκαθιδρύσει
το παράλογο σαν λογικό, το αντίξοο και ανήκουστο σαν κατεστημένη αλήθεια. Δεν
είναι δυνατό όμως ένας πραγματικά φωτισμένος άνθρωπος να δέχεται με απάθεια
αυτά τα πράγματα χωρίς να αναστατώνεται η συνείδηση του. Έτσι, δεν μπορεί να
ισχυριστεί κανείς λογικά και αντικειμενικά πάνω στο εδάφιο που εξετάζουμε και
να πει ότι πράγματι ο Θεός είναι τριάδα.
Τώρα, με αυτά σαν προϋπόθεση θα δούμε τη σωστή ερμηνεία του Γέν.ια:7.
Πρέπει να προσέξουμε, τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται η πρόθεση των ανθρώπων
που χτίζουν τον πύργο, πράγμα που φαίνεται στα προηγούμενα εδάφια. Λένε λοιπόν
οι άνθρωποι: «Και είπεν ο εις προς τον
άλλον, Έλθετε, ας κάμωμεν πλίνθους,
και ας ψήσωμεν αυτάς εν πυρί...» Και είπον, Έλθετε, ας οικοδομήσωμεν εις εαυτούς πόλιν και πύργον, του οποίου η
κορυφή να φθάνη έως του ουρανού· και ας
αποκτήσωμεν εις εαυτούς όνομα» (εδ.3-4).
Σαν απάντηση σ’ αυτά ακριβώς τα λόγια τους ανταποκρίνεται και ο Θεός με
κάποια ελαφρά ειρωνεία και λέει: «Έλθετε ας καταβώμεν, και ας συγχύσωμεν την γλώσσαν αυτών..».
Ο Θεός εδώ χρησιμοποιεί την ίδια διατύπωση με αυτή που
χρησιμοποίησαν οι άνθρωποι, σε σχήμα λόγου που λέγεται «ειρωνεία». Ακόμη και
σήμερα υπάρχει ένας τρόπος έκφρασης όπου ο ομιλητής είναι ένας, αλλά μιλάει για
τις πράξεις του ή τις προθέσεις που πρόκειται να βάλει σε εφαρμογή, στον
πληθυντικό αριθμό. Ας πάμε, ας κάνουμε ας δούμε κ.τ.λ., ενώ είναι ένα μόνο
πρόσωπο. Το θέμα όμως είναι ένα, ότι είτε έτσι, είτε αλλιώς, ο Θεός δεν
απευθύνεται στον Εαυτό Του, αλλά στους αγγέλους Του, οι οποίοι στέκονται σαν
μάρτυρες των ενεργειών του Θεού, ότι είναι δίκαιες και αληθινές.
Όπως οι άνθρωποι απευθύνθηκαν στους συνεργάτες τους προκειμένου
να κάνουν κάτι, έτσι και ο Κύριος απευθύνεται στους δικούς Του, που είναι οι
άγγελοι, προκειμένου να φέρει την κρίση που ο Ίδιος δίκαια αποφάσισε.
Ένα άλλο παρόμοιο περιστατικό, όπου ο Κύριος μιλά με τους
αγγέλους Του, μέσα στο «ουράνιο δικαστήριο», βλέπουμε στην Α’ Βας.κβ:19-20 όπου
ο προφήτης Μιχαϊας διηγείται την όραση που είδε, στο βασιλιά Ιωσαφάτ και στον
Αχαάβ. «Είδον τον Κύριον καθήμενον επί
του θρόνου αυτού, και πάσαν την στρατιάν του ουρανού παρισταμένην περί αυτόν,
εκ δεξιών αυτού και εξ αριστερών αυτού. Και είπε Κύριος, Τις θέλει απατήσει
τον Αχαάβ, ώστε να αναβή και να πέση εν Ραμώθ-γαλαάδ; Και ο μεν είπεν ούτως, ο
δε είπεν ούτως».
Βλέπουμε πάλι τον Κύριο να κάθεται στο θρόνο Του και να μιλά.
Σε ποιούς απευθύνεται; Στον Εαυτό Του; Φυσικά όχι. Απευθύνεται και πάλι στους
αγγέλους Του, οι οποίοι πάντοτε παραστέκονται δεξιά και αριστερά Του, ώστε να
εκτελέσουν κάθε βουλή του Θεού. Αυτοί είναι που σκόρπισαν τους ανθρώπους που
έκτιζαν τον πύργο της Βαβέλ, αυτοί είναι που κατάστρεψαν τα Σόδομα και το
Γόμορα, αυτοί είναι που ο Θεός αποστέλλει διότι αυτοί είναι οι φορείς, οι
αγωγοί της, παρουσίας του Θεού. Δια μέσου αυτών είναι που ο Θεός κάνει ο,τι
έχει να κάνει.
Το συμπέρασμα λοιπόν βγαίνει και πάλι μόνο του, ότι ο λόγος
του Θεού δεν διδάσκει πουθενά πλήθος πρόσωπων μέσα στη θεότητα, διότι αυτοί οι
πληθυντικοί δεν αναφέρονται στο πρόσωπο του Θεού, αλλά είναι αναφορές που κάνει
ο Θεός σε κάποιο ή κάποια άλλα πρόσωπα, συμπεριλαμβάνοντας μέσα και τον Εαυτό Του.
Ο κανόνας παραμένει, όπου βλέπουμε το όνομα «Κύριος ή Ελοχίμ»,
και αυτό αναφέρεται στο Θεό, συντάσσεται με ενικού αριθμού κατηγορούμενο και
όχι με πληθυντικού αριθμού. Αν κανείς εθελοτυφλεί και θέλει να παραβλέπει τον
κανόνα και να βασίζεται στα αβάσιμα, τότε είναι εθελούσια έξω από το Θεό της
Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και βλέπει σε κάτι τελείως διαφορετικό και
εσφαλμένο, που ούτε οι προφήτες, ούτε ο Χριστός, ούτε οι απόστολοι κήρυξαν!!!!