Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

«Διότι ούτος ο Μελχισεδέκ……»



Εβρ.ζ:1-3 Διότι ούτος ο Μελχισεδέκ, βασιλεύς Σαλήμ, ιερεύς του Θεού του Υψίστου, όστις συνήντησε τον Αβραάμ επιστρέφοντα από της καταστροφής των βασιλέων και ηυλόγησεν αυτόν, εις ον ο Αβραάμ εχώρισε και δέκατον από πάντων των λαφύρων, όστις πρώτον μεν ερμηνεύεται βασιλεύς δικαιοσύνης, έπειτα δε βασιλεύς Σαλήμ, το οποίον είναι βασιλεύς ειρήνης, απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μη έχων μήτε αρχήν ημερών μήτε τέλος ζωής, αλλ' αφωμοιωμένος με τον Υιόν του Θεού, μένει ιερεύς πάντοτε.

Σχετικά με το πρόσωπο του Μελχισεδέκ, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι ο Υιός του Θεού, ο Κύριος Ιησούς Χριστός που φανερώθηκε πριν τη γέννηση Του στη γη, και το χρησιμοποιούν σαν απόδειξη ότι ο Χριστός προϋπήρχε σαν «θεός Υιός».

Ο Μελχισεδέκ ονομάζεται Βασιλιάς και Ιερέας:

«πρώτον μεν ερμηνεύεται βασιλεύς δικαιοσύνης, έπειτα δε βασιλεύς Σαλήμ, το οποίον είναι βασιλεύς ειρήνης» (Εβρ.ζ:2).

Ο δικός μας Αρχιερέας θα καταστεί Βασιλιάς όταν επιστρέψει στη Δεύτερη Έλευση. Θα διοικήσει τον κόσμο με δικαιοσύνη και «εκ Σιών θέλει εξέλθει νόμος και λόγος Κυρίου εξ Ιερουσαλήμ» (Ης.β:3).

Ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της πόλης Σαλήμ (Ιερουσαλήμ), ήταν κάποιο φυσικό πρόσωπο που ζούσε τότε, γεννήθηκε από κάποιους γονείς, ήταν φυσιολογικός άνθρωπος, όπως όλοι, με τη διαφορά ότι ήταν ιερέας του Θεού του Ύψιστου.

Ιερουσαλήμ ονομάστηκε αργότερα. Υπάρχουν πολλές εκδοχές για το τί σημαίνει αυτό το όνομα, αλλά η πιο πιθανή είναι να σημαίνει “πόλη ειρήνης” επειδή “ήρ” σημαίνει πόλις και “σαλήμ” σημαίνει ειρήνη. Όταν θέλανε να πουν “πάμε προς την Ιερουσαλήμ” λέγανε: “Γερουσαλάγιμ” και απ’ αυτό μάλλον προήλθε το Ιεροσόλυμα.

Τότε που ο Νόμος δεν είχε δοθεί ακόμη, υπήρχαν άνθρωποι, που ήταν ιερείς του Θεού, με κατευθείαν κλήση από τον Θεό.

Αυτό άλλωστε είναι και το επιχείρημα του Παύλου εναντίον των Ιουδαϊζόντων, οι οποίοι παραδέχονταν μόνο τη Λευιτική ιεροσύνη.

Έλεγαν μάλιστα ότι ο Χριστός δεν μπορεί να είναι ιερέας, αφού δεν είναι από τη φυλή Λευί.

Έτσι ο Παύλος, χρησιμοποιεί τον Μελχισεδέκ για να αποδείξει ότι υπήρξαν ιερείς εκτός της Λευιτικής τάξης, ή της τάξης του Ααρών.

1.     Ο Χριστός ήταν από τη φυλή του Ιούδα, όχι απ’ τη φυλή του Λευί. «Επειδή είναι πρόδηλον ότι εξ Ιούδα ανέτειλεν ο Κύριος ημών, εις την οποίαν φυλήν ο Μωϋσής ουδέν περί ιερωσύνης ελάλησε» (Εβρ.ζ:14).

2.     Οι Λευίτες πέθαιναν, ενώ ο δικός μας αρχιερέας δεν πεθαίνει ποτέ. «Και περισσότερον έτι κατάδηλον είναι, διότι κατά την ομοιότητα του Μελχισεδέκ εγείρεται άλλος ιερεύς, όστις δεν έγεινε κατά νόμον σαρκικής εντολής αλλά κατά δύναμιν ζωής ατελευτήτου» (Εβρ.ζ:15-16).

3.     Η ιεροσύνη των Λευιτών σταματούσε με το θάνατό τους, ενώ ο Χριστός έγινε ιερέας μετά το θάνατό του: «Και εκείνοι μεν έγειναν πολλοί ιερείς, επειδή ημποδίζοντο υπό του θανάτου να παραμένωσιν· εκείνος όμως, επειδή μένει εις τον αιώνα, έχει αμετάθετον την ιερωσύνην» (Εβρ.ζ:23-24).

4.     Οι Λευίτες ήταν επίγειοι ιερείς, ενώ ο Χριστός είναι ιερέας στον ουρανό. «Κεφάλαιον δε των λεγομένων είναι τούτο, Τοιούτον έχομεν αρχιερέα, όστις εκάθησεν εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν τοις ουρανοίς» (Εβρ.η:1) και Εβρ.θ:24.

5.     Οι Λευίτες πρόσφεραν αίμα πρώτα για τις δικές τους αμαρτίες, αλλά ο Χριστός ήταν χωρίς αμαρτία. «Διότι τοιούτος αρχιερεύς έπρεπεν εις ημάς, όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών και υψηλότερος των ουρανών γενόμενος, όστις δεν έχει καθ' ημέραν ανάγκην, ως οι αρχιερείς να προσφέρη πρότερον θυσίας υπέρ των ιδίων αυτού αμαρτιών, έπειτα υπέρ των του λαού· διότι άπαξ έκαμε τούτο, ότε προσέφερεν εαυτόν» (Εβρ.ζ:26-27).

Εξαιτίας αυτών των διαφορών, ο Θεός διακήρυξε: «Συ είσαι ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Εβρ.ζ:21).

Την τάξη αυτή των ιερέων που υπήρξαν πριν ακόμη εισαχθεί ο Νόμος του Μωυσή, ο Παύλος την ονομάζει τάξη Μελχισεδέκ.

Όπως φαίνεται, τέτοιοι ιερείς ήταν πολλοί εκείνα τα χρόνια, μετά τον κατακλυσμό του Νώε, μέχρι τον καιρό που δόθηκε ο Νόμος στον Μωυσή.

Παράδειγμα έχουμε τον Ιοθώρ τον πεθερό του Μωυσή, ο οποίος ήταν «ιερεύς της Μαδιάμ» (Έξοδ.ιη:1, γ:1).

Εκεί που δίνει την έμφαση το Πνεύμα του Θεού σχετικά με το ιερατείο αυτό, είναι ότι δεν αναφέρονται οι γενεαλογίες, σε αντίθεση με το Ααρωνικό ιερατείο, το οποίο έπρεπε να έχει τη γενεαλογία, για να μπορεί να εδραιωθεί.

Δεν υπήρχε ανάγκη γενεαλογιών για τους ιερείς αυτούς, γιατί η κλήση τους δεν ήταν κληρονομική, αλλά από τον Ίδιο τον Πατέρα Θεό.

Μάλιστα ο Παύλος συγκρίνοντας τις δυο αυτές ιερατικές τάξεις, αναδεικνύει ανώτερη την ιερατική τάξη του Μελχισεδέκ, διότι σ' αυτόν τον Μελχισεδέκ έδωσε δέκατα ο Αβραάμ και φυσικά συμβολικά και ο Λευί, ο οποίος ήταν ακόμη στην οσφύ του Αβραάμ.

Έτσι με το επιχείρημα ότι ο μικρότερος δίνει δέκατα στο μεγαλύτερο, αποδεικνύει ότι η Ααρωνική ιεροσύνη είναι κατώτερη από την ιεροσύνη της τάξης του Μελχισεδέκ.

Σ' αυτή την ιεροσύνη, κατά την τάξη Μελχισεδέκ, είναι που ο Παύλος μας λέει ότι ανήκει και ο Κύριός μας. Ενώ ήταν από τη φυλή Ιούδα, η οποία δεν είχε να κάνει τίποτα με την ιεροσύνη, ο Θεός Αυτόν διάλεξε και Τον κατέστησε ιερέα κατά την τάξη Μελχισεδέκ και όχι του Ααρών. Αυτό είναι που ήθελε να αποδείξει ο Παύλος στους δύσπιστους Ιουδαίους.

Όταν λέει για τον Μελχισεδέκ «απάτωρ αμήτωρ αγενεαλόγητος, μη έχων μήτε αρχή ημερών μήτε τέλους ζωής αλλ' αφωμοιωμένος με τον Υιόν του Θεού μένει ιερεύς πάντοτε» (Εβρ.ζ:3), δεν εννοεί τον Κύριο Ιησού Χριστό, αλλά τον Μελχισεδέκ.

Δεν σημαίνει ότι ο Μελχισεδέκ δεν είχε αρχή ημερών κ.τ.λ., αλλά σαν τύπος του Χριστού που ήταν (όπως και τόσοι άλλοι) δεν αναφέρεται η γενεαλογία του.

Δεν αναφέρεται ποιανού ήταν γιος, ποια ήταν τα παιδιά του και πόσα χρόνια έζησε. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γεννήθηκε ή ότι δεν πέθανε, αλλά ότι δεν αναφέρονται σκόπιμα από το Πνεύμα του Θεού, έτσι που να δούμε εμείς στη ζωή αυτού του ανθρώπου τον Ιησού Χριστό, τον Μέγα αρχιερέα, του Οποίου η γενιά δεν είχε να κάνει τίποτε με το ιερατείο του Ααρών.

Ο Μελχισεδέκ είναι αφομοιωμένος με τον Υιό του Θεού σαν τύπος και όχι σαν, οντότητες. Δεν πρόκειται για το ίδιο άτομο αλλά για δύο διαφορετικά, που όμως έχουν πολλά κοινά στοιχεία στην ιεροσύνη.

Ψαλμ.ρι:4  «Ώμοσεν ο Κύριος και δεν θέλει μεταμεληθή, συ είσαι ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ».

Αυτή είναι προφητεία του Δαυίδ για τον Κύριό μας. Αν επρόκειτο για το ίδιο άτομο που υπήρξε τότε, τον καιρό του Αβραάμ, θα έλεγε «Σύ είσαι ο ιερεύς Μελχισεδέκ» και όχι «...ιερεύς κατά την τάξη Μελχισεδέκ..».

Ιερεύς κατά την τάξη Μελχισεδέκ, σημαίνει άλλος ιερέας που ανήκει στην ίδια ιερατική τάξη με τον Μελχισεδέκ και όχι ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.

Αυτό λέει και ο απ Παύλος στην Εβρ.ζ:11 «Εάν λοιπόν η τελειότης υπήρχε διά Λευϊτικής ιερωσύνης· διότι ο λαός επ' αυτής έλαβε τον νόμον· τις χρεία πλέον να εγερθή άλλος ιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέχ, και ουχί να λέγηται κατά την τάξιν Ααρών;»

Δεν πρόκειται λοιπόν για τον ίδιο ιερέα, τον Μελχισεδέκ, αλλά για κάποιον ΑΛΛΟΝ που είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Έχουμε λοιπόν τον Μελχισεδέκ και κάποιον άλλον ιερέα που ανήκει στην ίδια ιερατική τάξη.

Ένα άλλο πρόβλημα μ’ αυτή τη θεωρία είναι ότι συνέχεια προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξη του Υιού πριν τη φυσική Του γέννηση.

Όλο αυτό το ανθρώπινο κατασκεύασμα απορρίπτεται από τα απλά λόγια του πνεύματος του Θεού στην Εβρ.α:1-2: «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις. ἐπ' ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ, ὃν ἔθηκεν κληρονόμον πάντων, δι' οὗ καὶ ἐποίησεν τοὺς αἰῶνας».

Ο Θεός για τον Οποίο γίνεται λόγος είναι φανερό ότι είναι ο Πατέρας. Αυτός λέει πρώτα μας μίλησε «ἐν τοῖς προφήταις». Ο Ίδιος είναι που μίλησε και μέσα από τον Υιό, όχι στις πρώτες ημέρες, αλλά «ἐπ' ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων», δηλ. από τη γέννηση Του και μετά.

Άρα όλη αυτή η υπόθεση των Χριστοφανειών δηλ. ότι ο Θεός φανερώθηκε και μίλησε με τον Υιό στον κόσμο πριν από τη γέννησή Του είναι λάθος!

Μας λέει ότι ο Μελχισεδέκ ήταν «…απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος..».

Ο Χριστός όμως δεν είναι απάτωρ, γιατί είχε Πατέρα το Θεό. Θα ήταν λοιπόν παράλογο να πούμε ότι ο Χριστός είναι απάτωρ, τη στιγμή που ο Ίδιος ομολογεί: «...Εγώ εκ του Πατρός εξήλθον...». 

Ούτε «αμήτωρ», γιατί ξέρουμε ότι μητέρα Του ήταν η Μαρία!

Αλλού λέει ότι ο Χριστός είναι «ο Μονογενής Υιός του Θεού», το παιδί του Θεού που είναι χωρίς αμφιβολία, καθαρές μαρτυρίες.

Άρα κάτι άλλο θέλει να πει εκεί ο λόγος του Θεού. Από την άλλη πλευρά, ο Μελχισεδέκ σαν φυσικός άνθρωπος που ήταν, είχε γεννηθεί από φυσικούς γονείς, των οποίον όμως δεν αναφέρονται τα ονόματα.

Το «απάτωρ» λοιπόν αναφέρεται στο Μελχισεδέκ σαν τύπος του Χριστού όσο αφορά στην ιεροσύνη Του, ότι δηλ. δεν αναφέρεται καμιά γενεαλογία σχετικά με αυτόν και την ιεροσύνη του, όπως και για την ιεροσύνη του Χριστού, ο Οποίος δεν είχε καμιά σχέση με τη φυλή Λευί.

Εβρ.ζ:15-16 «καὶ περισσότερον ἔτι κατάδηλον ἐστιν, εἰ κατὰ τὴν ὁμοιότητα Μελχισέδεκ ἀνίσταται ἱερεὺς ἕτερος, ὃς οὐ κατὰ νόμον ἐντολῆς σαρκίνης γέγονεν ἀλλὰ κατὰ δύναμιν ζωῆς ἀκαταλύτου».

 

ΔΕΚΑΤΑ

Ο απόστολος Παύλος μας βάζει να σκεφτούμε «πόσον μέγας ήτο ούτος, εις ον ο Αβραάμ ο πατριάρχης έδωκε και δέκατον εκ των λαφύρων» (Εβρ.ζ:4).

Από τότε που υπήρξαν άνθρωποι πάνω στη γη, κανένας δεν ήταν μεγαλύτερος από τον Αβραάμ. Όμως, αυτός ο Αρχιερέας, ήταν μεγαλύτερος.

Ματθ.κγ:23 Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί, διότι αποδεκατίζετε το ηδύοσμον και το άνηθον και το κύμινον, και αφήκατε τα βαρύτερα του νόμου, την κρίσιν και τον έλεον και την πίστιν· ταύτα έπρεπε να πράττητε και εκείνα να μη αφίνητε.

Εφόσον ο Μελχισεδέκ συμβολίζει την οικονομία της χάρης που σήμερα ζούμε, είναι φανερό ότι ο Άβραμ έδωσε δέκατο απ’ όλα όσα είχε σ’ αυτόν τον ιερέα.

Κάποιοι αναρωτιούνται που βλέπουμε ότι πρέπει να δίνουμε δέκατο κατά την οικονομία της χάρης, αλλά στην προκειμένη περίπτωση, αυτό φαίνεται πολύ καθαρά.

Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Εβραίους, τους υπενθυμίζει πως ο Αβραάμ έδωσε δέκατο στο Μελχισεδέκ:

«Στοχασθήτε δε πόσον μέγας ήτο ούτος, εις ον ο Αβραάμ ο πατριάρχης έδωκε και δέκατον εκ των λαφύρων. Και όσοι μεν εκ των υιών του Λευΐ λαμβάνουσι την ιερατείαν, έχουσιν εντολήν να αποδεκατόνωσι τον λαόν κατά τον νόμον, τουτέστι τους αδελφούς αυτών, καίτοι εξελθόντας εκ της οσφύος του Αβραάμ· εκείνος δε όστις δεν εγενεαλογείτο εξ αυτών, εδεκάτωσε τον Αβραάμ, και ηυλόγησε τον έχοντα τας επαγγελίας» (Εβρ.ζ:4-6).

Ο Χριστός είναι για μας σήμερα ο Μελχισεδέκ κι εμείς, τα τέκνα του Αβραάμ, που ο Ιησούς λέει ότι πρέπει να κάνουμε τα έργα του Αβραάμ

Ιωάν.η:39 Απεκρίθησαν και είπον προς αυτόν· Ο πατήρ ημών είναι ο Αβραάμ. Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς· Εάν ήσθε τέκνα του Αβραάμ, τα έργα του Αβραάμ ηθέλετε κάμνει.

Ξέρουμε πώς ο Αβραάμ έγινε πατέρας όλων των πιστών

Ρωμ.δ:11 και έλαβε το σημείον της περιτομής, σφραγίδα της δικαιοσύνης της εκ πίστεως της εν τη ακροβυστία, διά να ήναι αυτός πατήρ πάντων των πιστευόντων ενώ υπάρχουσιν εν τη ακροβυστία, διά να λογισθή και εις αυτούς η δικαιοσύνη,

Το γεγονός ότι οι εργάτες έπαιρναν δέκατα από τους πιστούς στην εποχή του Παύλου, είναι φανερό από την Εβρ.ζ:8: «Και εδώ μεν θνητοί άνθρωποι λαμβάνουσι δέκατα, εκεί δε λαμβάνει ο μαρτυρούμενος ότι ζη».

Αυτό βέβαια δεν εξαιρεί τους εργάτες από το να δίνουν δέκατο, γιατί λέει στα εδάφια 9&10:

«Και διά να είπω ούτω, διά του Αβραάμ και ο Λευΐ, όστις ελάμβανε δέκατα, απεδεκατώθη. Διότι εν τη οσφύϊ του πατρός αυτού ήτο έτι, ότε συνήντησεν αυτόν ο Μελχισεδέκ».

Ο Ιακώβ κατάλαβε την ευλογία που υπάρχει στο να δίνεις δέκατο στον Κύριο, ώστε όταν ο Θεός του φανερώθηκε στη Βαιθήλ, αυτός ανέκραξε: «και εκ πάντων όσα μοι δώσης, το δέκατον θέλω προσφέρει εις σε» (Γέν.κη:22).

Το τρίτο κεφάλαιο του Μαλαχία αναφέρεται επίσης σ’ αυτές τις μέρες της χάρης, γιατί ξεκινάει με την πρώτη έλευση του Ιησού και τελειώνει με τη Δεύτερη Έλευση.

Ξεκινάει με μια προφητεία για τον Ιωάννη το Βαπτιστή και τον Κύριο που ξαφνικά θα έρθει στο Ναό Του. Το κεφάλαιο τελειώνει με τον διακανονισμό των πολυτίμων του Κυρίου κατά την αρπαγή. Κατ’ αυτή την περίοδο ο Κύριος λέει: «Φέρετε πάντα τα δέκατα εις την αποθήκην» (εδ.10).