Η μετάνοια είναι απόλυτα αναγκαία για την σωτηρία. Η Βίβλος λέει ότι όλοι πρέπει να μετανοήσουν. Όταν αμάρτησε ο Αδάμ, ο Θεός τον ρώτησε και περίμενε κάποια ομολογία (Γέν.γ:9-13).
Στις μέρες του Νώε, ο Θεός κατέστρεψε
τους πάντες και τα πάντα εκτός από οχτώ ψυχές, επειδή οι άνθρωποι δεν
μετανοούσαν. Λυπήθηκε όμως κι έκανε έλεος στην αμαρτωλή Νινευή μόνο και μόνο
επειδή οι κάτοικοί της μετανόησαν όταν τους κήρυξε ο Ιωνάς.
Στον Ιεζεκιήλ, ο Θεός ικετεύει τον
Ισραήλ για μετάνοια (Ιεζ.ιη:30-32, λγ:11).
Σ’ αυτά τα εδάφια φαίνεται η συμπόνια
του Θεού, η ανάγκη για μετάνοια και ο ορισμός της μετάνοιας, ότι είναι η
επιστροφή από την αμαρτία στον Θεό.
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής κήρυξε δυναμικά
την μετάνοια (Ματθ.γ:1-11
Μάρκ.α:4-5 Λουκ.γ:3-9) και το
ίδιο έκανε ο Ιησούς λέγοντας:
«Μετανοείτε διότι επλησίασεν η βασιλεία
τών ουρανών» (Ματθ.δ:17).
«μετανοείτε καί πιστεύετε εις τό
ευαγγέλιον» (Μάρκ.α:15).
«Ουχί, σάς λέγω, αλλ' εάν δέν μετανοήτε, πάντες ομοίως θέλετε απολεσθή» (Λουκ.ιγ:3, 5).
Όταν ήταν ο Ιησούς εδώ στην γη, έστειλε
τους μαθητές Του να κηρύξουν μετάνοια (Μάρκ.ς:12) και λίγο πριν αναληφθεί τους
εμπιστεύθηκε αυτή την αποστολή (Λουκ.κδ:47). Ο Πέτρος κήρυξε για μετάνοια
(Πράξ.β:38, γ:19) και το ίδιο έκανε ο Παύλος (Πράξ.κς:20).
Ο Παύλος είπε στους Αθηναίους: «Τούς
καιρούς λοιπόν τής αγνοίας παραβλέψας ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τούς ανθρώπους
πανταχού νά μετανοώσι» (Πράξ.ιζ:30).
Τον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης ο Θεός
δεν κρατούσε τα έθνη υπόλογα για κάθε εντολή του Μωσαϊκού νόμου επειδή
αγνοούσαν τον Νόμο. Παρόλα αυτά, ο Θεός τα έκρινε με τον νόμο της συνείδησης
και τους φυσικούς νόμους και τα βρήκε ένοχα ακόμα και σ’ αυτή την βάση
(Ρωμ.β:12-16).
Τον καιρό της Καινής Διαθήκης, οι
Εβραίοι και οι Εθνικοί κρίνονται πάνω στην ίδια βάση, αφού όλοι ακούν την ίδια
κλήση για μετάνοια. Ο Θεός δεν καθυστερεί, αλλά «μακροθυμεί εις ημάς, μή θέλων
νά απολεσθώσι τινες, αλλά πάντες νά έλθωσιν εις μετάνοιαν» (Β’ Πέτρ.γ:9).