Αυτό το κεφάλαιο μας δείχνει ποιοι υπήρξαν οι πικροί καρποί της παραμονής του Ιακώβ στη Συχέμ, ποια κηλίδα προέκυψε απ’ αυτή για την οικογένειά του, παρά τις προσπάθειες του Συμεών και του Λευί να την εξαλείψουν με βίαια σαρκικά μέσα, κάνοντας έτσι μεγαλύτερη τη θλίψη του Ιακώβ.
Ο Ιακώβ στεναχωρήθηκε και ζημιώθηκε περισσότερο μ’ αυτό που έκαναν οι γιοι του, παρά μ’ αυτό που συνέβη στην κόρη του (λδ:30). Οι συνέπειες που θα μπορούσαν να προκύψουν απ’ αυτή την υπόθεση για τον ίδιο και για την οικογένειά του στεναχωρούν περισσότερο τον Ιακώβ. Φαίνεται ότι ζει μ’ ένα διαρκή φόβο για τον εαυτό του και για την οικογένειά του, φανερώνοντας συνέχεια ένα ανήσυχο και φοβισμένο πνεύμα, που κάνει διάφορους υπολογισμούς, ασυμβίβαστους με μια ζωή πίστης στο Θεό.