Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Μήπως ο Αμώς έχει μια προειδοποίηση για μας, σήμερα;


Πολλές φορές οι άνθρωποι έχουν μια λανθασμένη αντίληψη, ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι απλά ένας Θεός οργής. Αυτή η μελέτη δεν θα αλλάξει απαραίτητα αυτή τη γνώμη. Αλλά στον κόσμο μας σήμερα, πολλοί άνθρωποι είναι θυμωμένοι για διάφορους λόγους.

Αν εμείς θυμώνουμε, πόσο περισσότερο έχει ο Θεός το δικαίωμα να είναι θυμωμένος; Ο Θεός είναι θυμωμένος επειδή νοιάζεται! Αγαπά τη δημιουργία Του και θέλει να έχει κοινωνία και σχέση με τα δημιουργήματά Του.


Στην Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Θεός ήταν θυμωμένος, έστελνε έναν προφήτη, ένα πρόσωπο που ο Ίδιος επέλεγε, να πει τα λόγια Του και να φέρει το λαό Του πίσω σ’ Εκείνον.

Αμώς α:1 και ζ:14-15, μας λέει ότι ο Αμώς ήταν βοσκός της Θεκουέ (στον Ιούδα) και αγρότης όταν ο Θεός του είπε να πάει και να προφητεύσει στο Ισραήλ. Και πήγε! Μας λέει επίσης ότι ήταν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Οζία στον Ιούδα και Ιεροβοάμ Β΄ στο Ισραήλ. Αυτή ήταν μια εποχή σχετικής ειρήνης και ευημερίας και για τα δύο βασίλεια. Ήταν μια εποχή ευλογίας.

«Οι λόγοι του Αμώς, όστις ήτο εκ των βοσκών της Θεκουέ, τους οποίους είδε περί του Ισραήλ εν ταις ημέραις Οζίου βασιλέως του Ιούδα, και εν ταις ημέραις Ιεροβοάμ, υιού του Ιωάς βασιλέως του Ισραήλ, δύο έτη προ του σεισμού». Έτσι συστήνει ο λόγος του Θεού τον Αμώς, τον τρίτο από τους δώδεκα μικρούς προφήτες.

Ο μικρός προφήτης Αμώς μπορεί να έχει διακηρύξει το λόγο του Θεού το 763 π.Χ. στον Ισραήλ, αλλά οι καιροί του και οι συνθήκες που επικρατούσαν είναι εντυπωσιακά παρόμοιες με τις δικές μας σήμερα.

Η σχετικότητα του μηνύματος του Αμώς προς εμάς σήμερα, είναι μια τρομερή προειδοποίηση, ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη ή να αντιμετωπίσουμε την εξαφάνιση της χριστιανικής μας ταυτότητας.

Ο Αμώς έζησε στη χρυσή εποχή του Ισραήλ όσο αφορά στην οικονομική σταθερότητα και ηρεμία.

Από το 805-740 π.Χ., οι εχθροί του Ισραήλ, όπως η ισχυρή επιθετική Ασσυρία, είχαν εμφανίσει ένα προσωρινό μαρασμό. Κατά τη διάρκεια αυτού του διαλείμματος, τα Εβραϊκά βασίλεια, τόσο του Βορρά όσο και του Νότου, εξαπλώθηκαν στα παλιά σύνορα του Σολομώντα που περιγράφονται στο Β’ Βας.ιδ.

Ήταν μια χρυσή εποχή, που οι ιστορικοί την περιγράφουν σαν «περίοδο επεκτατισμού, ελευθερίας, δραστηριότητας, ευημερίας και ειρήνης. Χρήματα εισρέαν. Ο στρατός πάντα νικούσε. Οι άνθρωποι ήταν γεμάτοι υπερηφάνεια... τίποτα δεν συνέβαινε για να ψυχράνει  τις καρδιές των ανθρώπων».

Αλλά ο Θεός ήταν θυμωμένος. Στο Αμώς α:2, λέει «Ο Κύριος θέλει βρυχήσει εκ Σιών και θέλει εκπέμψει την φωνήν αυτού εξ Ιερουσαλήμ· και αι κατοικίαι των ποιμένων θέλουσι πενθήσει, και η κορυφή του Καρμήλου θέλει ξηρανθή».

Τι κάνει τον Θεό να θυμώνει; Στο Αμώς α:3-β:3 ο Θεός απαριθμεί έξι έθνη με τα οποία είναι θυμωμένος. Αυτά τα έθνη ήταν βάναυσα απέναντι στο Ισραήλ, ασχολούταν με το εμπόριο σκλάβων, επιδίωκαν παλιές αντιπαλότητες και προδοσίες και βεβήλωναν τους νεκρούς.

Αν και είναι Εθνικοί, όχι κάτω από το Νόμο, αυτά τα έθνη ήταν υπεύθυνα απέναντι στον Δημιουργό Θεό για ό,τι έκαναν. Η περιφρόνησή τους για την ανθρώπινη ζωή, είναι μια επίθεση στην εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο. Ο Θεός είναι δίκαιος και θα τιμωρήσει. Ο Θεός είναι θυμωμένος.

Αλλά ο Θεός δεν είναι θυμωμένος μόνο με τα έθνη που δεν είναι κάτω από το Νόμο. Είναι επίσης θυμωμένος με τον Ιούδα με για την παραβίαση του Νόμου. Ο Νόμος ήταν ένα μέσο χάρης, μια πρόσκληση για κοινωνία με τον άγιο Θεό. Και στην Έξοδ.κδ:3, οι άνθρωποι δεσμεύτηκαν να ακολουθήσουν: «Πάντας τους λόγους, τους οποίους ελάλησεν ο Κύριος, θέλομεν κάμει». Αλλά δεν το έκαναν και ο Θεός είναι θυμωμένος.

Μιλάει μέσω του Αμώς, ότι όλοι οι εχθροί του Ισραήλ (συμπεριλαμβανομένου του Ιούδα) ήταν σε μπελάδες μαζί Του. Μπορεί να άκουγαν με χαρά τα λόγια του Αμώς, μέχρι που άρχισε να καταδικάζει το έθνος του Ισραήλ (Αμώς β:6-9). Ο Θεός είναι θυμωμένος με το Ισραήλ για την κοινωνική αδικία τους (εδ.6-7), τη σεξουαλική ανηθικότητά τους (εδ.7) και την ειδωλολατρία τους (εδ.8). Η ευλογία τους δεν είχε σαν αποτέλεσμα την ευλογία και άλλων, αντ’ αυτού δικαιολογούσαν τους εαυτούς τους συμπεριφερόμενοι απαίσια στους άλλους!

Ακόμη πιο καταδικαστικός, ο Θεός τους θυμίζει την δική Του πιστότητά (Αμώς β:9-12). Είναι Αυτός που τους οδήγησε έξω από τη σκλαβιά της Αιγύπτου, τους κάλεσε να είναι λαός Του μέσω του Νόμου και τους έφερε στη Γη της Επαγγελίας. Και τι έκαναν αυτοί;

Δεν έχει ο Θεός το δικαίωμα να είναι θυμωμένος; Αυτό που κάνει τον Θεό πραγματικά θυμωμένο δεν είναι μόνο ο τρόπος που Τον αντιμετωπίζουν, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζονται τους άλλους.

Επειδή η πεσμένη ανθρώπινη φύση, σε περιόδους ευλογίας, ξεχνά την καλοσύνη του Θεού, μια ανθρωποκεντρική μορφή λατρείας ξεκίνησε στο Βόρειο Βασίλειο του Ισραήλ που αντικατέστησε την αληθινή λατρεία του Θεού. Η λατρεία του Γιάχβε στον ναό της Ιερουσαλήμ, αντικαταστάθηκε από τη λατρεία χρυσών μόσχων στην Βαιθήλ και τον Δαν (Α’ Βας.ιβ:26-33). Οι ιερές πόλεις της Σαμάρειας και τα είδωλα των μόσχων τους ποτέ δεν εγκρίθηκαν από τον Θεό, τα περιφρονούσε σαν βδελύγματα.

Καθώς η ψεύτικη, ειδωλολατρική λατρεία του Θεού προέκυψε στο Ισραήλ, οι άνθρωποι δεν διδασκόταν πια ποιος ήταν ο πραγματικός Θεός, ο Γιάχβε και ο ηθικός νόμος Του όπως αποκαλύφθηκε στον Μωυσή. Η ηθική και οι κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, αντικαταστάθηκαν από άδειες, τυπικές, ανθρωπόφτιαχτες  τελετές. Οι συνέπειες αυτής της άθεης, ανθρωποκεντρικής θρησκείας σε συνδυασμό με μια νέα ανήθικη άρχουσα τάξη, καλλιέργησαν ένα γόνιμο έδαφος για φρικτές πράξεις αδικίας. Αυτές οι αδικίες καθορίζουν τον καιρό που έζησε ο Αμώς.

Έτσι, σ’ αυτό το πνευματικό κλίμα της απάθειας και της κενής θρησκείας που όρισε το Βόρειο βασίλειο, ο Γιάχβε έστρεψε τη ματιά Του στο Νότο, στη μικρή πόλη της Θεκουέ, αναζητώντας έναν πιστό αγγελιοφόρο. Αν η Βηθλεέμ θεωρείτο «μικρά», τότε η Θεκουέ, μόλις 9,6 χλμ. νότια της Βηθλεέμ και 19 χλμ. νότια της Ιερουσαλήμ, ήταν εξίσου ασήμαντη. Αυτό το χωριουδάκι με θέα τη νεκρά θάλασσα ήταν φωλιασμένο ανάμεσα στους άγονους ασβεστόλιθους της άγριας ερήμου της Ιουδαίας.
Όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, αυτό που έλειπε από το χωριό σε μέγεθος και πολιτισμό, το εύρισκες στους κακοτράχηλους αλλά εγκάρδιους ανθρώπους. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν και ο Αμώς. Σκληραγωγημένος σαν τους παλιούς βοσκούς.

Ο Αμώς έπρεπε να μαρτυρήσει από πρώτο χέρι, την πικρή γεύση της θρησκευτικής και κοινωνικής διαφθοράς που κυριαρχούσε στον Βορρά. Ήταν ένας ταπεινός άνθρωπος, χωρίς δηλωμένη γενεαλογία, όπως ο Ηλίας και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, αλλά την ίδια στιγμή ήταν ένας ολόψυχα πιστός οπαδός του Γιάχβε. Ο αχαλίνωτος υλισμός και η σκληρή καταπίεση των φτωχών που έβλεπε, θα τον εξόργισαν. Αυτά που είδε, έγιναν βάρος στην ψυχή του, ταιριαστό για κάποιον που το όνομα του σημαίνει «κομιστής βάρους».

Το κάλεσμα του προφήτη

Ποιος θα ήθελε να τον καλέσει ο Θεός, να γίνει ο αγγελιοφόρος του, όπως κάλεσε τον Αμώς; «Ο Κύριος θέλει βρυχήσει εκ Σιών και θέλει εκπέμψει την φωνήν αυτού εξ Ιερουσαλήμ· και αι κατοικίαι των ποιμένων θέλουσι πενθήσει, και η κορυφή του Καρμήλου θέλει ξηρανθή» (α:2). Τι κλήση! Ο Αμώς, ο ταπεινός βοσκός, άκουσε την κραυγή του Κυρίου να βρυχάται με μια φωνή τόσο δυνατή που θα μπορούσε να μαράνει μια από τις υψηλότερες βουνοκορφές της χώρας.

Από τα ταπεινά λιβάδια με τα άσχημα πρόβατα, ο Αμώς ανταποκρίθηκε σε αυτή την βροντερή φωνή: «Βεβαίως Κύριος ο Θεός δεν θέλει κάμει ουδέν, χωρίς να αποκαλύψη το απόκρυφον αυτού εις τους δούλους αυτού τους προφήτας. Ο λέων εβρύχησε· τις δεν θέλει φοβηθή; Κύριος ο Θεός ελάλησε· τις δεν θέλει προφητεύσει;» (γ:7,8). Ο λέων του Ιούδα είχε βρει τον αγγελιοφόρο του στο πρόσωπο του Αμώς.

Ήταν ειρωνεία από τον Θεό, να χρησιμοποιήσει έναν χωριάτη για να φέρει το μήνυμά του στους πλούσιους της κοινωνίας. Η αντίθεση ήταν τέλεια. Και ο Αμώς, δεν είχε άλλη επιλογή από το να ανταποκριθεί στην εντολή του Θεού να πάει. Ο Αμώς δεν πήγε εθελοντικά, τον επιστράτευσε!


Άμ.ζ:14,15 Και απεκρίθη ο Αμώς και είπε προς τον Αμασίαν, δεν ήμην εγώ προφήτης ουδέ υιός προφήτου εγώ, αλλ' ήμην βοσκός και συνάζων συκάμινα· και ο Κύριος με έλαβεν από όπισθεν του ποιμνίου και είπε Κύριος προς εμέ, Ύπαγε, προφήτευσον εις τον λαόν μου Ισραήλ.