Είμαι σίγουρος ότι από τον τίτλο και μόνο, δεν
μπορεί εύκολα να καταλάβει κάποιος και να είναι σίγουρος για το τι εννοούμε.
Καλύτερα να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όλοι μας συμφωνούμε νομίζω ότι
μια μεγάλη εκκλησία είναι καλύτερη από μια μικρή εκκλησία. Μια εκκλησία γεμάτη
είναι προτιμότερη από μια εκκλησία με λιγοστά άτομα στο ακροατήριο ή στα μέλη
της. Μέχρι εδώ τίποτα το κακό, το μεμπτό. Άλλωστε ο ρόλος της εκκλησίας είναι
να δέχεται αμαρτωλούς από το σκοτάδι του κόσμου γύρω μας και να τους οδηγεί στη
σωτηρία του Ιησού Χριστού με τη διδασκαλία της, το παράδειγμά της, την άγια ζωή
της, την υπηρεσία της αγάπης της.
Σωστά μέχρι εδώ.
Υπάρχουν όμως και κάποια άλλα στοιχεία, που ανήκουν στην
περιοχή αυτή, όχι και τόσο …αθώα. Για παράδειγμα, η «μαγεία» του να κηρύττεις
σε ένα μεγάλο ακροατήριο, μια κατάμεστη εκκλησία, η ευχαρίστηση να βλέπεις
κόσμο να μπαίνει και να βγαίνει από την εκκλησία, να σε χαιρετούν, να τους
χαιρετάς, να σε αναγνωρίζουν, να σε αποδέχονται, να σε «χειροκροτούν» με τον
τρόπο τους, να σου είναι αφοσιωμένοι, να ακολουθούν και να ασπάζονται αυτά που
τους λες… δεν είναι μικρό πράγμα. Αντίθετα, θα έλεγα ότι είναι πολύ μεγάλο και
ζηλευτό. Για να πούμε όλη την αλήθεια, πρέπει να παίζουν ρόλο κάπου εδώ και τα
οικονομικά. Άλλο είναι το ταμείο μιας μικρής συνάθροισης και άλλο μιας μεγάλης
εκκλησίας με πολλά μέλη. Και, όπως είναι φυσικό, άλλες δυνατότητες έχεις όταν
οι «εισπράξεις» είναι ψηλά. Είναι και η φήμη, το όνομα, ο ανταγωνισμός. «Η
εκκλησία του τάδε που μαζεύει τόσους και γεμίζει και ξεχειλίζει…». Αμέσως αυτός
ο τάδε παίρνει άλλη θέση στη σκέψη μας. Τον αναγνωρίζουμε, τον θεωρούμε
ευλογημένο, αποδεχόμαστε πιο εύκολα αυτά που λέει ή κάνει, τον περιβάλλουμε με
αναγνώριση και ιδιαίτερη τιμή, γίνεται σημείο αναφοράς στις συζητήσεις μας, και
παράδειγμα προς μίμηση. Γίνεται επιθυμητός, πετυχημένος, αξιόλογος. Θα τον
καλέσουμε να μας τιμήσει με την παρουσία του, να μοιραστεί μαζί μας τις
επιτυχίες του, ή τις ευλογίες του, όπως τις αποκαλούμε, θα ποθήσουμε αυτό που έχει
καταφέρει να το πετύχουμε και εμείς. Μόνο γιατί η εκκλησία του είναι μεγάλη και
μαζεύει κόσμο.
Δεν είπαμε τίποτα καινούργιο ή άγνωστο μέχρι τώρα. Τα σοβαρά
και επικίνδυνα σημεία βρίσκονται στη βάση, στα θεμέλια αυτού του οικοδομήματος.
Μια εκκλησία μεγάλη και ανθηρή δεν είναι εύκολη υπόθεση στις μέρες μας.
Ας μη λησμονούμε ότι στις μέρες μας είναι που «επειδή θέλει πληθυνθή η ανομία, η αγάπη των πολλών θέλει ψυχρανθή»,
(Ματθ.κδ:12), «οι
άνθρωποι θα είναι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι βλάσφημοι, αχάριστοι…»
(Β΄ Τιμ.γ:2-5), «πάντες
θα ζητούσι τα εαυτών», (Φιλιπ.β:21), «δεν θέλουσιν υποφέρει την υγιαίνουσαν διδασκαλίαν, αλλά θέλουσιν
επισωρεύσει εις εαυτούς διδασκάλους κατά τας ιδίας αυτών επιθυμίας,
γαργαλιζόμενοι την ακοήν»,
(Β΄ Τιμ.δ:3). Ο κατάλογος εδώ είναι μακρύς, αλλά ας μείνουμε σ’ αυτά τα
γνωρίσματα, τα πολύ αντιπροσωπευτικά.
Θα συμφωνήσετε πιστεύω ότι η γνήσια, η ζωντανή, η ευλογημένη
Εκκλησία του Ιησού Χριστού ήταν πάντα μικρή σε αριθμό και μεγάλη σε δύναμη. Από
τις μέρες της επίγειας ζωής του Ιησού Χριστού, Τον ακολουθούσαν χιλιάδες, γιατί
ήξεραν ότι θα ευεργετηθούν στις ανάγκες τους, θα φάνε ίσως να χορτάσουν, θα
δουν θαύματα να εντυπωσιαστούν, αλλά μονάδες ήταν αυτοί που Τον πίστευαν και
Τον ακολουθούσαν με πίστη στην διδασκαλία Του. Αργότερα, στους αποστολικούς χρόνους,
έχουμε μεγάλες επιστροφές, πλήθος πιστών, μεγάλο αριθμό εκκλησιών, αλλά όταν
σκύβουμε πιο κοντά, βλέπουμε ότι και εδώ το σώμα των γνήσιων πιστών με άγια και
καθαρή ζωή, ήταν πάντοτε μικρό σε αριθμό, αλλά ευλογημένο από τον Θεό. Αυτά τα
δύο γνωρίσματα φαίνεται ότι πηγαίνουν πάντα μαζί.
Τότε, θα ρωτήσει κάποιος, οι υπόλοιποι τι είναι; Είναι η
τζίβα, που λέγαμε στην αρχή, είναι το παραγέμισμα, που χρησιμεύει για να δίνει
όγκο, που μας κάνει να φαινόμαστε πολλοί και μεγάλοι. Τζίβα είναι το άχρηστο
χόρτο, που όπου μπαίνει δίνει όγκο και νομίζεις ότι κρατάς κάτι μεγάλο και
ακριβό, αλλά είναι τζίβα, δηλαδή τίποτα.
Εκκλησία για τον Κύριο είναι το σώμα των αγίων Του, που
είναι σοβαροί με το αίμα του Ιησού Χριστού, με αγάπη και πίστη στο πρόσωπό Του.
Δεν ενδιαφέρεται ο Κύριος ούτε για πρόσωπα, ούτε για αριθμούς, ούτε για ονόματα
και τίτλους. Αυτά όλα είναι για επίγεια κατανάλωση, μεταξύ των ανθρώπων. Ο
Κύριος μπορεί να δουλέψει και με πέντε, και με δέκα, και με έναν, και να κάνει
θαύματα, που ολόκληρη στρατιά δεν θα μπορούσε. Είναι γεμάτες οι σελίδες της
Αγίας Γραφής με τέτοια παραδείγματα. Αρκεί αυτός ο ένας να είναι σοβαρός και
πιστός.
Τότε τι τους θέλουμε τους πολλούς, θα πει κάποιος. Μα είναι
για να εξυπηρετούν τη δική μας ματαιοδοξία, φιλαυτία και φιλαρέσκεια. Δεν
αναγνωρίζει τίποτα από όλο αυτόν το μάταιο όγκο ο Κύριος για δικό Του. Ούτε
ευλογεί, ούτε εμπιστεύεται. Προσπερνάει και ψάχνει να βρει ανθρώπους που έχουν
την καρδιά τους τέλεια σ΄ Αυτόν.
Εμείς χωρίζουμε τις εκκλησίες σε μεγάλες και μικρές, σημαντικές
και ασήμαντες, γνωστές και άγνωστες. Ο Κύριος τις χωρίζει με διαφορετικό
κριτήριο: εκκλησίες με ή χωρίς τζίβα! Τη διαφορά την κάνει το κήρυγμα και ο
προσανατολισμός της καρδιάς των πιστών του Χριστού. Θέλουν να αρέσουν στον
Κύριό τους, η καθημερινή ζωή τους να είναι άγια και καθαρή μπροστά στα μάτια
Του και να είναι εύχρηστα όργανα στα χέρια Του; Δεν τους ενδιαφέρουν ούτε οι
αριθμοί, ούτε η γνώμη ή η εντύπωση των άλλων. Τους ενδιαφέρει αποκλειστικά η
γνώμη του Κυρίου τους. Τέτοιοι πιστοί, με τέτοια γνωρίσματα και χαρακτηριστικά,
ποτέ δεν ήταν πολλοί, ούτε μεγάλος αριθμός ή πλήθος. Η «στενή και τεθλιμμένη οδός» που
οδηγεί στην αιώνια ζωή ήταν πάντα για λίγους, που όμως είναι εκλεκτοί από τον
Κύριο.
Η τζίβα είναι για να εξυπηρετεί τον άνθρωπο, τη σάρκα, τον
εγωισμό. Ακούνε κηρύγματα, ακολουθούν από απόσταση, δεν έχουν πρόοδο και αύξηση
πνευματική. Χρησιμεύουν μόνο για να φαίνεται η εκκλησία μεγάλη και το
ακροατήριο πολυπληθές. Εδώ όμως χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Δεν είναι τόσο απλά
τα πράγματα. Για να έχει και να συντηρεί την τζίβα στην εκκλησία ένας εργάτης
του Θεού, πρέπει να κάνει σημαντικές εκπτώσεις στην υπηρεσία του, να αλλοιώνει
τη φωνή και την οδηγία του Αγίου Πνεύματος, να ζει και να υπηρετεί ένα κράμα με
στοιχεία αλήθειας, αλλά και συναισθήματος και λογικής, και πολύ συχνά να
παρεμβάλλονται και οι σκοπιμότητες και οι προσωπικές εξυπηρετήσεις. Θα
αναγκαστεί να φαρδύνει το δρόμο, να αποσιωπήσει αμαρτίες, να εφαρμόσει «δύο
μέτρα και δύο σταθμά» στο άγιο έργο του Κυρίου. Με αυτούς τους τρόπους μεγαλώνει
γρήγορα και εύκολα η εκκλησία σε αριθμό, δηλαδή σε όγκο, αλλά χωρίς πρόοδο και
ανάπτυξη πνευματική. Το άλλο σοβαρό σημείο είναι ότι αυτές οι προσπάθειες
κινδυνεύουν πολύ, γιατί δεν είναι χτισμένες στο βράχο, αλλά στην άμμο, (Ματθ.ζ:26).
Δεν υπάρχει η ευλογία του Θεού στη ζωή τους και συχνά δίνουν τόπο στο διάβολο,
για να τους διαλύσει. Αυτό το τελευταίο δε συμβαίνει πάντα, γιατί ο διάβολος
κάποτε συντηρεί τόπους, όπου θα οδηγούνται οι ψυχές για να αποκοιμηθούν με
ψέματα και να χαθούν αιώνια…
Είναι γεγονός ότι το «παραγέμισμα» στην εκκλησία δεν
αποτελείται από αφιερωμένους, πιστούς και καθαρούς ανθρώπους. Συνήθως ζουν ζωή
συμβιβασμένη, είναι χλιαροί, χαλαροί και επιπόλαιοι. Μολύνουν και μολύνονται.
Πρακτικά δεν ανήκουν στον Κύριο, αλλά στον εαυτό τους. Έχουν ειδωλολατρία και
εγωισμό. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πόσο «νερωμένο» πρέπει να είναι το
κήρυγμα και η ζωή της εκκλησίας που ανέχεται και συντηρεί το άχρηστο χόρτο, που
μόνο για παραγέμισμα κάνει, αλλά συντηρεί ψευδαισθήσεις και ικανοποιεί τη σάρκα.
Η πράξη έχει δείξει, ότι είναι επιλογή συνειδητή του κάθε σώματος τι κατεύθυνση
θα πάρει. Θα εξυπηρετεί τα προστάγματα και τα ερεθίσματα της σάρκας ή θα αρέσει
στον Θεό;
Με βάση τα όσα λέμε, υπάρχουν εκκλησίες, που πρέπει να
αδειάσουν, για να ξεκινήσουν από την αρχή. Να χτιστούν σωστά στη ζωή της
αγιότητας και της πιστότητας. Όμως και αυτό δεν είναι εύκολο, διότι έτσι και
αγγίξεις την τζίβα, έτσι και μεταφέρεις ελέγχους και αλήθειες του Κυρίου που
πονούν ή προβληματίζουν, δημιουργείται αντίδραση και αντίσταση διατήρησης και
συντήρησης. Ζούμε στην εποχή «των πολλών», που έχουν δύναμη και ισχύ. Οι πολλοί
είναι σπουδαίο όπλο, με βάση την τάση της εποχής μας. Όταν τους έχεις με το
μέρος σου, πολλά μπορείς να καταφέρεις εδώ κάτω στη Γη. Γι’ αυτό το λόγο και δεν
τους δυσαρεστείς και πρέπει να τους έχεις ευχαριστημένους.
Την ίδια ώρα, που γίνονται όλα αυτά στην «εκκλησία» των
ημερών μας που βρίσκεται στο τελευταίο σκαλοπάτι, ο Κύριος, που διερευνά
«νεφρούς και καρδίας» και που δεν ενδιαφέρεται για τα νούμερα όπως εμείς, αλλά
για την ποιότητα της πίστης μας, σκέφτεται με πόνο «το όνομα έχεις ότι ζεις, αλλά είσαι νεκρός»
και έχει την αίσθηση ότι απευθύνεται για άλλη μια φορά στην «ετοιμοθάνατη»
εκκλησία της Λαοδικείας, (Αποκ.β:14-22).
Στις μέρες μας οι εκκλησίες με τζίβα έχουν ζήτηση. Μπορεί να
παρακολουθήσεις ένα κήρυγμα, να τελειώσει η ώρα όμορφα, ευχάριστα, να μη
θυμάσαι απολύτως τίποτα, αλλά να έχεις μείνει ενθουσιασμένος από το μεγάλο
πλήθος, τη συμμετοχή, το διάκοσμο, την ατμόσφαιρα. Και αυτό φυσικά και θα σχολιάζεις.
Οι πνευματικοί άνθρωποι μένουν αδιάφοροι σε όλα αυτά. Το μοναδικό τους μέλημα
είναι να αρέσουν στον Κύριό τους και να κάνουν με χαρά το τέλειο θέλημά Του. Η
αμοιβή σε αυτή τη θέση της καρδιάς είναι μεγάλη.
Μας συμφέρει να υπηρετήσουμε με καθαρή καρδιά, χωρίς
προσμείξεις, την αλήθεια του Ευαγγελίου, με έλεγχο, με άγια ζωή, με πιστότητα,
με καθαρά χέρια, με συσταυρωμένο το εγώ μας στο σταυρό του Ιησού Χριστού.
Σίγουρα μια τέτοια διακονία δεν προσελκύει κόσμο, δεν φτιάχνει ενθουσιασμένα
πλήθη, δεν γεμίζει αίθουσες, δεν γυαλίζει στα μάτια των πολλών. Αυτό που
μετράει όμως είναι ο Ουρανός και ο Θεός του Ουρανού, που τέτοιους ανθρώπους
μονάχα αναγνωρίζει, ευλογεί και δέχεται, γιατί μόνον αυτοί μπορούν να
κληρονομήσουν τη Βασιλεία Του. Στον Ουρανό του Κυρίου ούτε χρειάζεται, αλλά
ούτε και περνάει η τζίβα!