Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ (1)



ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ

 

Αυτό το κεφάλαιο ασχολείται με αναφορές που κατά κύριο λόγο βρίσκονται στα ευαγγέλια και τις οποίες κάποιοι χρησιμοποιούν για να διδάξουν περισσότερα του ενός πρόσωπα στη θεότητα.

Αν και τα εδάφια από τις Πράξεις μέχρι την Αποκάλυψη θα τα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο, σ’ αυτό το κεφάλαιο θα εξηγήσουμε μερικά απ’ αυτά, καθώς έχουν σχέση με τις ερωτήσεις που δημιουργούνται στα ευαγγέλια. Θα εναρμονίσουμε όλα αυτά τα εδάφια με τον υπόλοιπο λόγο του Θεού που διδάσκει ότι υπάρχει μόνο ένας Θεός. Είναι ενδιαφέρον, ότι όλα αυτά τα εδάφια, όταν τα καταλάβουμε σωστά, απλά φανερώνουν αυτή την αλήθεια!

 

Τέσσερα βασικά βοηθήματα για να καταλάβουμε

 

Απ’ την αρχή αυτής της συζήτησης, ας δώσουμε προσοχή σ’ αυτά τα τέσσερα σημεία. Αν τα κατανοήσουμε σωστά, τα περισσότερα φαινομενικά δύσκολα εδάφια της Γραφής, θα γίνουν εύκολα κατανοητά.

1)   Όταν βλέπουμε να χρησιμοποιείται πληθυντικός αριθμός (ιδιαίτερα δυαδικός), για τον Ιησού, πρέπει να σκεφτόμαστε την ανθρώπινη και θεία φύση Του. Υπάρχει μια πραγματική δυαδικότητα, αλλά αυτή είναι διάκριση ανάμεσα στο Πνεύμα και τη σάρκα, δεν αναφέρεται σε πρόσωπα μέσα στη θεότητα.

2)  Όταν διαβάζουμε ένα εδάφιο σχετικά με τον Ιησού και δυσκολευόμαστε, πρέπει να αναρωτηθούμε αν Τον περιγράφει σαν το Θεό, σαν άνθρωπο ή και τα δύο. Το ίδιο ισχύει, όταν μιλάει ο Ιησούς. Μιλάει τώρα σαν άνθρωπος ή σαν ο Θεός; Μη ξεχνάμε ότι ο Ιησούς είχε διπλή φύση, κατά τέτοιο τρόπο, που κανείς άλλος ποτέ δεν είχε.

3)  Όταν συναντάμε πληθυντικό αριθμό σχετικά με το Θεό, πρέπει να το παίρνουμε σαν πλειονότητα ρόλων ή σχέσεων με το ανθρώπινο γένος κι όχι σαν πλειονότητα προσώπων.

4)  Πρέπει να θυμόμαστε ότι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης δεν είχαν ιδέα για το δόγμα της τριάδας. Αυτό δημιουργήθηκε πολύ αργότερα από τότε που έγραψαν τα βιβλία της Γραφής. Βγήκαν από ένα Εβραϊκό, αυστηρά μονοθεϊστικό, περιβάλλον και η γνώση για τον ένα Θεό δεν ήταν κάτι καινούριο γι’ αυτούς. Μερικά εδάφια μπορεί να φαίνονται «τριαδικά», στην αρχή, γιατί οι τριαδικοί δια μέσου των αιώνων τα χρησιμοποίησαν μεταφράζοντάς τα λάθος για να στηρίξουν το δόγμα τους. Ωστόσο, για την πρώτη εκκλησία, που δεν είχε καμιά σχέση με το μελλοντικό δόγμα της τριάδας, αυτά τα ίδια εδάφια ήταν πολύ φυσιολογικά, απλά και εύκολα κατανοητά σε σχέση με τη γνώση που είχαν για τη φανέρωση του Παντοδύναμου Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτούς δεν υπήρχε πρόβλημα αντίφασης ανάμεσα στον αυστηρό μονοθεϊσμό και τη θεότητα του Ιησού.

Μ’ αυτά τα τέσσερα σημεία κατά νου, ας προχωρήσουμε σε συγκεκριμένα εδάφια της Γραφής.

 

Η βάπτιση του Ιησού

 

«Και βαπτισθείς ο Ιησούς ανέβη ευθύς από του ύδατος και ιδού, ηνοίχθησαν εις αυτόν οι ουρανοί, και είδε το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον ως περιστεράν, και ερχόμενον επ’ αυτόν. Και ιδού φωνή εκ των ουρανών, λέγουσα, Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην» (Ματθ.γ:16-17).

Σύμφωνα μ’ αυτό το εδάφιο, ο Γιος του Θεού βαπτίστηκε, το Πνεύμα κατέβηκε σαν περιστέρι και μια φωνή ακούστηκε απ’ τον ουρανό. Απ’ το Λουκ.γ:22 παίρνουμε την πληροφορία ότι «και κατέβη το Πνεύμα το Άγιον εν σωματική μορφή, ως περιστερά, επ’ αυτόν».

Για να καταλάβουμε σωστά αυτή τη σκηνή, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών. Ο Ιησούς είναι ο Θεός και ήταν ο Θεός που φανερώθηκε εν σαρκί όσο ήταν στην γη. Δεν μπορούσε να θυσιάσει την πανταχού παρουσία Του - και δεν το έκανε - όσο ήταν στην γη, γιατί είναι μία απ’ τις βασικές ιδιότητες του Θεού κι ο Θεός δεν αλλάζει.

Βέβαια, σαν άνθρωπος ο Ιησούς, δεν ήταν πανταχού παρών, αλλά σαν ο Θεός ήταν. Επιπλέον, αν και η πληρότητα του χαρακτήρα του Θεού κατοικούσε μέσα στον άνθρωπο Ιησού, ο Θεός δεν μπορούσε να είναι τόσο περιορισμένος. Έτσι, ο Ιησούς μπορούσε να είναι κάθε στιγμή όπου ήταν δύο ή τρεις μαθητές μαζεμένοι στο όνομά Του (Ματθ.ιη:20).

Έχοντας κατά νου την πανταχού παρουσία του Θεού, μπορούμε να καταλάβουμε τη βάπτιση του Ιησού πολύ εύκολα.

Δεν ήταν καθόλου δύσκολο για το Πνεύμα του Ιησού να μιλήσει απ’ τον ουρανό και να στείλει μια φανέρωση του Πνεύματός Του σαν περιστέρι, τη στιγμή που το ανθρώπινο σώμα Του βρισκόταν μέσα στον Ιορδάνη ποταμό.

Η φωνή και το περιστέρι δεν αντιπροσωπεύουν ξεχωριστά πρόσωπα, όπως και η φωνή του Θεού απ’ το Σινά δεν σημαίνει ότι το όρος αυτό είναι ένα ξεχωριστό πρόσωπο στη θεότητα.

Αφού η φωνή και το περιστέρι ήταν συμβολικές φανερώσεις του ένα, πανταχού παρόντα Θεού, μπορεί να αναρωτηθούμε, τι αντιπροσωπεύουν; Για ποιο λόγο συνέβησαν;

Πρώτα, πρέπει να δούμε ποιος ήταν ο σκοπός του βαπτίσματος του Ιησού. Σίγουρα δεν βαπτίστηκε «εις άφεσιν αμαρτιών» όπως εμείς, γιατί Αυτός ήταν αναμάρτητος (Α’ Πέτρ.β:22). Στην πραγματικότητα, η Βίβλος λέει ότι βαπτίστηκε για να εκπληρώσει πάσαν δικαιοσύνην (Ματ.γ:15). Είναι το παράδειγμά μας και βαπτίστηκε για να μας αφήσει παράδειγμα ν’ ακολουθούμε (Α’ Πέτρ.β:21).

Επιπλέον, η βάπτιση του Ιησού, ήταν ο τρόπος ή το μέσον για να φανερωθεί ή για να γίνει γνωστός στον Ισραήλ (Ιωάν.α:26-27, 31). Με άλλα λόγια, ο Ιησούς χρησιμοποίησε το βάπτισμα σαν σημείο εκκίνησης της διακονίας Του.

Ήταν μια δημόσια διακήρυξη του ποιος ήταν και τι ήρθε να κάνει. Για παράδειγμα, στη βάπτιση του Χριστού, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής έμαθε ποιος ήταν ο Ιησούς. Μέχρι τη στιγμή της βάπτισης, δεν ήξερε αν πραγματικά ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, αλλά μετά, μπορούσε να διακηρύξει στον κόσμο ότι ο Ιησούς ήταν ο Γιος του Θεού και ο Αμνός του Θεού που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου (Ιωάν.α:29-34).

Αφού εδραιώσαμε τους λόγους της βάπτισης του Ιησού, ας δούμε τώρα πώς το περιστέρι και η φωνή προήγαγαν αυτούς τους λόγους.

Το Ιωάν.α:32-34 μας λέει καθαρά ότι το περιστέρι ήταν ένα σημείο για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Αφού ο Ιωάννης θα ήταν ο πρόδρομος του Γιάχβε (Ησ.μ:3), έπρεπε να ξέρει ότι ο Ιησούς ήταν στην πραγματικότητα ο Γιάχβε που φανερώθηκε εν σαρκί.

Ο Θεός είχε πει στον Ιωάννη ότι Αυτός που θα βάπτιζε με Πνεύμα Άγιο, θα αναγνωριζόταν από το Πνεύμα που θα έμενε πάνω Του. Φυσικά, ο Ιωάννης δεν μπορούσε να δει το Πνεύμα του Θεού να χρίει τον Ιησού, έτσι ο Θεός διάλεξε ένα περιστέρι σαν ορατό σημείο του Πνεύματός Του. Το περιστέρι λοιπόν ήταν ένα ιδιαίτερο σημάδι για τον Ιωάννη, για να καταλάβει ότι ο Ιησούς ήταν ο Γιάχβε και ο Μεσσίας.

Το περιστέρι ακόμα ήταν ένας τύπος του χρίσματος, που δήλωνε το ξεκίνημα της διακονίας του Χριστού. Στην Παλιά Διαθήκη, οι προφήτες, οι ιερείς και οι βασιλιάδες χριόταν με λάδι σαν σημείο ότι ο Θεός τους είχε διαλέξει (Εξ.κη:41 & Α’ Βασ.ιθ:16). Ιδιαίτερα οι ιερείς πλένονταν με νερό και χριόταν με λάδι (Εξ.κθ:4,7). Το λάδι συμβόλιζε το Πνεύμα του Θεού. Η Παλαιά Διαθήκη προείπε ότι ο Ιησούς θα χριόταν κατά τον ίδιο τρόπο (Ψαλμ.β:2  με:7  Ησ.ξα:1). Στην πραγματικότητα, η Εβραϊκή λέξη Μεσσία, Ελληνικά Χριστός, σημαίνει «ο κεχρισμένος». Ο Ιησούς ήρθε για να εκπληρώσει το ρόλο του προφήτη, του ιερέα και του βασιλιά (Πράξ.γ:20-23  Εβρ.γ:1  Αποκ.α:5). Ακόμα ήρθε για να εκπληρώσει το Νόμο (Ματθ.ε:17-18), και για να κρατήσει το δικό Του Νόμο έπρεπε να είναι χρισμένος σαν προφήτης, ιερέας και βασιλιάς.

Η φωνή ήρθε απ’ τον ουρανό για τους ανθρώπους που ήταν εκεί. Στον Ιωάν.ιβ:28-30 αναφέρει μια παρόμοια περίπτωση κατά την οποία μια φωνή ήρθε απ’ τον ουρανό κι επιβεβαίωσε τη θεότητα του Ιησού στους ανθρώπους. Ο Ιησούς είπε ότι αυτή η φωνή δεν ήταν γι’ Αυτόν, αλλά για τους ανθρώπους. Με τη φωνή ο Θεός θέλησε να συστήσει και τυπικά τον Ιησού στον Ισραήλ σαν το Γιο του Θεού.

Πολλοί άνθρωποι ήταν παρόντες στη βάπτιση του Ιησού και πολλοί βαπτίστηκαν (Λουκ.γ:21), έτσι το Πνεύμα του Θεού ξεχώρισε τον άνθρωπο Ιησού και τον έκανε γνωστό σε όλους σαν το Γιο του Θεού μ’ αυτή την υπερφυσική φωνή απ’ τον ουρανό. Αυτό ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό και πειστικό από το να έκανε αυτή την ανακοίνωση ο Ιησούς σαν άνθρωπος. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι αυτή η υπερφυσική φανέρωση συμπλήρωσε αποτελεσματικά το σκοπό του βαπτίσματος του Ιησού.

Η βάπτιση του Ιησού δεν μας διδάσκει ότι ο Θεός έχει τρία πρόσωπα, αλλά μας αποκαλύπτει την πανταχού παρουσία του Θεού και την ανθρώπινη φύση του Γιου Του. Όταν ο Θεός μιλάει σε τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους, σε τέσσερις διαφορετικές ηπείρους, την ίδια στιγμή, ποτέ δεν σκεφτόμαστε τέσσερα πρόσωπα του Θεού, αλλά την πανταχού παρουσία Του. Ο Θεός δεν σκόπευε στη βάπτιση να δώσει στους μονοθεϊστές Εβραίους θεατές μια ριζοσπαστική νέα αποκάλυψη σχετικά με την πλειονότητα των προσώπων στη θεότητα, αλλά ούτε έχουμε καμία ένδειξη ότι οι Εβραίοι το ερμήνευσαν κάπως έτσι. Ακόμα, πολλοί σύγχρονοι σχολιαστές δεν βλέπουν τη βάπτιση του Χριστού σαν ένδειξη τριαδικότητας του Θεού, αλλά σαν μια αναφορά στο «επίσημο χρίσμα του Ιησού σαν Μεσσίας».

  

Η φωνή από τον ουρανό

 

Τρεις φορές στη ζωή του Ιησού, μια φωνή ήρθε απ’ τον ουρανό: στο βάπτισμα, στη μεταμόρφωση (Ματθ.ιζ:1-9) και μετά τη θριαμβευτική Του είσοδο στην Ιερουσαλήμ (Ιωάν.ιβ:20-33). Μόλις εξηγήσαμε ότι μια φωνή δεν δηλώνει ένα ξεχωριστό πρόσωπο στη θεότητα, αλλά μόνο μια διαφορετική φανέρωση του πανταχού παρόν Πνεύματος του Θεού.

Σε κάθε μια απ’ τις τρεις περιπτώσεις, η φωνή δεν ήταν προς όφελος του Ιησού, αλλά άλλων και ήρθε για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Όπως ήδη εξετάσαμε, η φωνή στη βάπτιση του Ιησού ήταν μέρος των εγκαινίων της επίγειας διακονίας Του. Ήταν για τους ανθρώπους, όπως το περιστέρι ήταν για τον Ιωάννη. Η φωνή σύστησε τον Ιησού σαν τον Γιο του Θεού: «Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην» (Ματθ.γ:17). Η φωνή στο όρος της μεταμόρφωσης ήταν αναντίρρητα για τους μαθητές που παρακολουθούσαν, γιατί το μήνυμα ήταν: «Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην, αυτού ακούετε» (Ματθ.ιζ:5). Η τρίτη περίπτωση που ακούστηκε η φωνή συνέβη όταν μια ομάδα Ελλήνων (προφανώς εθνικοί προσήλυτοι) ήρθαν να δουν τον Ιησού. Ο Κύριος εξήγησε ότι η φωνή δεν ήταν γι’ Αυτόν, αλλά για τους ανθρώπους (Ιωάν.ιβ:30).

 

Οι προσευχές του Ιησού

 

Οι προσευχές αυτές μήπως σημαίνουν ότι ο Ιησούς και ο Πατέρας είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα; Όχι. Αντίθετα, φανερώνουν διάκριση ανάμεσα στο Γιο του Θεού και το Θεό. Ο Ιησούς προσευχόταν σαν άνθρωπος κι όχι σαν ο Θεός. Αν οι προσευχές του Ιησού δείχνουν ότι η θεία φύση Του είναι διαφορετική από του Πατέρα, τότε ο Ιησούς είναι κατώτερος από τον Πατέρα ως προς τη θεότητα. Με άλλα λόγια, αν ο Ιησούς προσευχόταν σαν Θεός, τότε η θέση Του μέσα στη θεότητα πρέπει να είναι κατά κάποιο τρόπο κατώτερη των άλλων «προσώπων». Ακόμα έτσι καταστρέφεται η θέση της τριαδικής θεωρίας ότι και τα τρία πρόσωπα είναι ίσα.

Πώς μπορεί ένας Θεός να προσεύχεται και να είναι ακόμα Θεός; Εξ ορισμού, ο Θεός μέσα στην παντοδυναμία Του δεν έχει ανάγκη προσευχής και σαν ένας, δεν υπάρχει άλλος στον οποίο μπορεί να προσευχηθεί. Αν οι προσευχές του Ιησού αποδεικνύουν ότι υπάρχουν δύο πρόσωπα στη θεότητα, τότε ένα απ’ αυτά τα πρόσωπα είναι υποκείμενο στο άλλο με αποτέλεσμα να μην είναι πλήρης ή αληθινός Θεός.

Τότε, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτές τις προσευχές; Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί, είναι ότι η ανθρώπινη φύση του Ιησού προσευχόταν στο αιώνιο Πνεύμα του Θεού. Η θεία φύση Του δεν χρειαζόταν βοήθεια, παρά μόνο η ανθρώπινη. Όπως ο Ιησούς είπε στον κήπο της Γεθσημανή: «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής» (Ματθ.κς:41). Στην Εβρ.ε:7 ξεκαθαρίζει ότι ο Ιησούς χρειαζόταν να προσεύχεται μόνο «εν ταις ημέραις της σαρκός αυτού». Κατά τη διάρκεια της προσευχής στη Γεθσημανή, το ανθρώπινο θέλω υποτάχθηκε στο θείο. Με την προσευχή, η ανθρώπινη φύση Του έμαθε να υποτάσσεται και να υπακούει στο Πνεύμα του Θεού (Φιλιπ.β:8  Εβρ.ε:7-8). Αυτό, δεν ήταν μια πάλη ανάμεσα σε δύο θεία θέλω, αλλά ανάμεσα στο σαρκικό και θείο θέλημα στον Ιησού. Σαν άνθρωπος ο Ιησούς, υπέταξε τον εαυτό Του κι έλαβε δύναμη από το Πνεύμα του Θεού.

Κάποιοι μπορεί να διαμαρτυρηθούν γι’ αυτή την ερμηνεία, ισχυριζόμενοι πως αυτό σημαίνει ότι ο Ιησούς προσευχόταν στον εαυτό Του. Ωστόσο, αυτό που πρέπει να καταλάβουμε, είναι ότι ο Ιησούς δεν ήταν σαν όλους τους άλλους ανθρώπους, με την έννοια ότι είχε δύο τέλειες και πλήρεις φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεία. Κάτι που μπορεί να είναι παράλογο για ένα κανονικό άνθρωπο, δεν είναι καθόλου παράξενο για τον Ιησού. Μ’ αυτό δεν θέλουμε να πούμε ότι ο Ιησούς προσευχόταν στον εαυτό Του, γιατί αυτό ανακριβώς υπαινίσσεται ότι ο Ιησούς είχε μόνο μία φύση όπως οι κανονικοί άνθρωποι. Αυτό που λέμε, είναι ότι η ανθρώπινη φύση του Ιησού, προσευχόταν στο πλήρωμα της θεότητας που κατοικούσε μέσα Του.

Υπάρχουν δύο εκδοχές, είτε ο Ιησούς σαν Θεός προσευχόταν στον Πατέρα, είτε ο Ιησούς σαν άνθρωπος προσευχόταν στον Πατέρα. Αν η πρώτη εκδοχή είναι σωστή, τότε έχουμε μια μορφή υποτέλειας ενός κατώτερου Θεού προς ένα ανώτερο, κάτι σαν αυτό που υποστήριζε ο Αρειανισμός, ότι δηλαδή το ένα πρόσωπο της θεότητας είναι κατώτερο από το άλλο, δεν είναι όλα ίσα. Αυτό βέβαια έρχεται σε αντίθεση με τη Βιβλική αλήθεια του ενός Θεού, την πλήρη θεότητα του Ιησού Χριστού και την παντοδυναμία του Θεού. Αν η δεύτερη εκδοχή είναι σωστή, κάτι που εμείς πιστεύουμε, τότε δεν υπάρχει διάκριση στα πρόσωπα μέσα στη θεότητα. Η μόνη διάκριση είναι ανάμεσα στην ανθρώπινη και θεία φύση, όχι ανάμεσα σε θεούς.

 

 «Θεέ μου, Θεέ μου, διά τι με εγκατέλιπες»;

 

Αυτό το εδάφιο (Ματθ.κζ:46), δεν μπορεί να εννοεί ένα πραγματικό αποχωρισμό ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, γιατί ο Ιησούς είναι ο Πατέρας.

Ο Ιησούς είπε: «Εγώ και ο Πατήρ έν είμεθα» (Ιωάν.ι:30).

Η Βίβλος δηλώνει καθαρά: «δηλονότι ο Θεός ήτο εν τω Χριστώ, διαλλάσσων τον κόσμον προς εαυτόν» (Β’ Κορ.ι:19).

Ο Ιησούς ήταν ο Πατέρας που φανερώθηκε εν σαρκί για να συνδιαλλάξει τον κόσμο στον εαυτό Του.

Η κραυγή του Ιησού στο σταυρό δεν σημαίνει ότι το Πνεύμα του Θεού έφυγε από το σώμα, αλλά ότι δεν υπήρχε βοήθεια από το Πνεύμα στον αντικαταστατικό θάνατο για το ανθρώπινο γένος.

Δεν ήταν το ένα πρόσωπο της θεότητας που εγκαταλείφθηκε από το άλλο, αλλά η ανθρώπινη φύση που αισθάνθηκε την οργή και την κρίση του Θεού εξαιτίας των αμαρτιών της ανθρωπότητας.

Δεν ήταν δύο γιοι - ένας θείος κι ένας ανθρώπινος - αλλά δύο φύσεις - η θεία και η ανθρώπινη - συγχωνευμένες σ’ ένα πρόσωπο.

Το Πνεύμα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει από το ανθρώπινο σώμα και η ζωή να συνεχιστεί. Όμως, στην αγωνιώδη διαδικασία του θανάτου Του, ο Ιησούς υπέφερε τους πόνους των δικών μας αμαρτιών και πέθανε καθώς παρέδωσε το πνεύμα Του.

Με άλλα λόγια, αυτό που εννοούσε ο Ιησούς όταν έκραξε «Θεέ μου, Θεέ μου, διά τι με εγκατέλιπες»; ήταν ότι είχε πάρει τη θέση του αμαρτωλού ανθρώπου πάνω στο σταυρό και υπέφερε την πλήρη τιμωρία για τις αμαρτίες.

Δεν υπήρξε ελάττωση του πόνου εξαιτίας της θεότητας. Επειδή όλοι έχουν αμαρτήσει (Ρωμ.γ:23) και ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος (Ρωμ.ς:23), όλο το ανθρώπινο γένος (εκτός τον αναμάρτητο Ιησού) άξιζε το θάνατο.

Ο Χριστός πήρε τη θέση μας και υπέφερε το θάνατο που εμείς αξίζαμε (Ρωμ.ε:6-9).

Ήταν κάτι περισσότερο από ένα θαρραλέο μάρτυρα όπως ο Στέφανος, ή από μια θυσία της Παλιάς Διαθήκης, γιατί πέθανε στη θέση μας και γεύθηκε εμπειρικά, το θάνατο που εμείς αξίζαμε.

Στο σταυρό, γεύθηκε το θάνατο για κάθε άνθρωπο (Εβρ.β:9). Αυτός ο θάνατος δεν ήταν απλά φυσικός, αλλά και πνευματικός που σημαίνει αποχωρισμό απ’ το Θεό (Β’ Θεσ.α:9  Αποκ.κ:14).

Ποτέ, ζωντανός άνθρωπος, πάνω στη γη, δεν αισθάνθηκε αυτό τον πνευματικό θάνατο στην πλήρη του μορφή, γιατί όλοι εμείς ζούμε, κινούμαστε και υπάρχουμε «εν αυτώ» (Πράξ.ιζ:28).

Ακόμα και οι άθεοι απολαμβάνουν πολλά ωραία πράγματα όπως τη χαρά, την αγάπη, αλλά και την ίδια τη ζωή. Κάθε τι καλό προέρχεται απ’ το Θεό (Ιάκ.α:17), και η ζωή ξεκινάει και διατηρείται απ’ Αυτόν.

Όμως, ο Ιησούς, γεύθηκε τον έσχατο θάνατο - τον αποχωρισμό απ’ το Θεό που ο κάθε αμαρτωλός θα αισθανθεί στη λίμνη του πυρός. Αισθάνθηκε την αγωνία, την απελπισία, την έλλειψη κάθε παρηγοριάς, σαν να ήταν κάποιος αιώνια εγκαταλελειμμένος απ’ το Θεό.

Έτσι, η ανθρώπινη φύση του Ιησού, έκραξε πάνω στο σταυρό, καθώς έπαιρνε πάνω Του την αμαρτία όλου του κόσμου και αισθάνθηκε την αιώνια καταδίκη του αποχωρισμού, εξαιτίας αυτής της αμαρτίας (Α’ Πέτρ.β:24).

Δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι το Πνεύμα του Θεού αποχωρίστηκε απ’ το σώμα του Ιησού τη στιγμή που εκστόμισε τα λόγια «Θεέ μου, Θεέ μου, διά τι με εγκατέλιπες;».

Το Άγιο Πνεύμα άφησε το ανθρώπινο σώμα μόνο στο θάνατο. Στην Εβρ.θ:14 λέει ότι ο Ιησούς πρόσφερε τον εαυτό Του στο Θεό δια του Πνεύματος του αιωνίου.

Ακόμα περισσότερο, ο Ιησούς, αναφερόμενος στο θάνατό Του, είπε στους μαθητές Του «Ιδού, έρχεται ώρα και ήδη ήλθε, να σκορπισθήτε έκαστος εις τα ίδια, και να αφήσητε εμέ μόνον αλλά δεν είμαι μόνος, διότι ο Πατήρ είναι μετ’ εμού» (Ιωάν.ις:32).

Έτσι, το Αιώνιο Πνεύμα, ο Πατέρας, δεν άφησε το ανθρώπινο σώμα του Χριστού, μέχρι το θάνατό Του.