Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΑΣ: ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ (2)

 


Τερτυλλιανός – Ο πατέρας του χριστιανικού τριαδισμού.

 

Ο Τερτυλλιανός (150 – 225 μ.Χ. περίπου) είναι το πρώτο άτομο που αναφέρει η ιστορία ότι χρησιμοποίησε τους όρους τριάδα, υποστάσεις, πρόσωπο (persona), σε σχέση με το Θεό. Ήταν ο πρώτος που μίλησε για τρία πρόσωπα σε μία υπόσταση. (Λατινικά: una substantia et tres personae). Ο Τερτυλλιανός έμεινε πιστά προσκολλημένος στην «οικονομική» άποψη της τριάδας. Πίστευε ότι η τριάδα υπάρχει μόνο για να καταλάβουμε ή να μας αποκαλυφτεί ο Θεός και μετά ο διαχωρισμός των προσώπων παύει να ισχύει.

Πάντως είχε τελείως διαφορετική άποψη από τον Ειρηναίο όσο αφορά στο πως χρησιμοποιούσε τη διδασκαλία του Λόγου, των Ελλήνων απολογητών. Ο Τερτυλλιανός εξομοίωνε το Λόγο με τον Υιό. Πίστευε ότι ο Πατέρας έφερε το Λόγο σε ύπαρξη για τη δημιουργία του κόσμου κι ότι ο Λόγος ήταν κατώτερος απ’ τον Πατέρα. Η διδασκαλία της τριάδας δεν αποτελούσε πρόβλημα για τον Τερτυλλιανό, γιατί ολόκληρη η θεολογία του στηριζόταν στη σκέψη ότι όσο πιο αδύνατο είναι το αντικείμενο της πίστης, τόσο πιο σίγουροι είναι. Υπάρχει μια φράση που τον χαρακτήριζε: «Το πιστεύω γιατί είναι παράλογο».

Υπάρχουν κάποιες ερωτήσεις σχετικά με το τι εννοούσε στην πραγματικότητα ο Τερτυλλιανός με την τριαδική του διατύπωση και ιδιαίτερα με τη λατινική λέξη persona. Σύμφωνα με κάποιο εγχειρίδιο θεολογικών όρων, στο Ρωμαϊκό νόμο η λέξη αυτή σήμαινε μια νόμιμη υπόσταση μιας ομάδας. Σ’ ένα θεατρικό έργο, σήμαινε τη μάσκα που φορούσε ο ηθοποιός, ή κατ’ επέκταση το ρόλο που έπαιζε. Καμία απ’ αυτές τις χρήσεις δεν αντιπροσωπεύει βέβαια αυτό που σήμερα εννοούμε με τη λέξη πρόσωπο, μια συνειδητή ύπαρξη.

Για παράδειγμα, ένας ηθοποιός μπορούσε να παίξει μερικούς ρόλους (personae) και μια νόμιμη εταιρεία (persona) μπορεί να αποτελείτο από διάφορα άτομα. Απ’ την άλλη μεριά, κατά τα φαινόμενα η λέξη μπορούσε επίσης να χαρακτηρίζει ξεχωριστά άτομα.

Τον 4ο αιώνα, η Ελληνική λέξη υπόστασις χρησιμοποιούταν από την επίσημη διατύπωση της θεωρίας της τριάδας. Σύμφωνα με τον Noss, υπόστασις ήταν αφηρημένη έννοια που σήμαινε ύπαρξη ή προσωπική φανέρωση.

Είναι προφανές ότι πολλοί άνθρωποι τον καιρό του Τερτυλλιανού, αντιτάχθηκαν σ’ αυτή τη νέα διατύπωση. Σύμφωνα με δική του ομολογία, η πλειονότητα των πιστών στον καιρό του απέρριπταν τη διδασκαλία του, αφού η ομολογία πίστης τους απαγόρευε τον πολυθεϊσμό και η διδασκαλία του Τερτυλλιανού χώριζε τη μονότητα του Θεού.

Η γνώση που έχουμε για τους πρώτους Μονταλιστές (Μονοθεϊστές) πιστούς, το Νεώτιο και τον Πραξέα, προέρχεται από την αμφίπλευρη σθεναρή αντίθεσή τους με τον Τερτυλλιανό. Αν ο Τερτυλλιανός εννοούσε απλά ότι ο Θεός έχει τρεις ρόλους, προσωπεία ή φανερώσεις, δεν θα υπήρχε σύγκρουση με το μονταλισμό, ιδιαίτερα αφού ο Τερτυλλιανός δεν πίστευε σε αιώνια τριάδα.

Καταλήγουμε όμως στο συμπέρασμα ότι ο Τερτυλλιανός εννοούσε στην πραγματικότητα ότι υπάρχουν τρεις βασικές διαφορές στο Θεό κι ότι persona υποδηλώνει ή συνεπάγεται μια ξεχωριστή προσωπικότητα, όπως είπε ο Noss. Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό ότι στις μέρες του Τερτυλλιανού οι μονοθεϊστές βρήκαν τη διδασκαλία του τελείως αντίθετη με τη δική τους που ήταν η επικρατούσα πίστη εκείνο τον καιρό.

Τελικά ο Τερτυλλιανός ακολούθησε το Μοντανό, ένα αιρετικό που υποστήριζε ότι είναι ο υποσχόμενος παράκλητος στο Ιωάν.ιδ και ο τελευταίος προφήτης στον κόσμο πριν το τέλος. Ακόμα ο Τερτυλλιανός άρχισε να υποστηρίζει την αγαμία και να κατηγορεί το γάμο. Στο τέλος αφορίστηκε μαζί μες όλους τους άλλους ακόλουθους του Μοντανού.

 

Άλλοι αρχαίοι τριαδικοί.

 

Ο Τερτυλλιανός καθιέρωσε την ορολογία της Τριάδας κι έγινε ο πρώτος και μεγαλύτερος υποστηρικτής της στη Δύση, αλλά ο Ωριγένης (πέθανε το 254) έγινε ο μεγάλος υποστηρικτής στην Ανατολή. Ο Ωριγένης προσπάθησε να συγχωνεύσει την Ελληνική φιλοσοφία και το χριστιανισμό σ’ ένα σύστημα υψηλότερης γνώσης, που οι ιστορικοί συχνά περιγράφουν σαν Χριστιανικό Γνωστικισμό.

Αποδέχτηκε την Ελληνική θεωρία για το Λόγο (ότι ήταν ένα ξεχωριστό πρόσωπο από τον Πατέρα) και πρόσθεσε ένα μοναδικό γνώρισμα που δεν είχε προταθεί ποτέ μέχρι τότε, τη διδασκαλία του αιώνιου Υιού. Δίδαξε ότι ο Υιός ή Λόγος ήταν ένα ξεχωριστό πρόσωπο σ’ όλη την αιωνιότητα. Επιπλέον, είπε ότι ο Υιός ήταν προαιώνια γεννημένος. Διατήρησε τη θέση ότι ο Υιός είναι κατώτερος του Πατέρα όσο αφορά στην υπόσταση ή τη γένεση, αλλά μετακινήθηκε πιο κοντά στην παλαιότερη διδασκαλία της ισότητας των προσώπων.

Ο Ωριγένης είχε πολλά αιρετικά πιστεύω, εξαιτίας της αποδοχής του δόγματος της Ελληνικής φιλοσοφίας, στην έμφαση που έδωσε στη μυστική γνώση παρά στην πίστη και στην ακραία αλληγορική ερμηνεία των Γραφών.

Για παράδειγμα, πίστευε στην προΰπαρξη των ψυχών των ανθρώπων, αρνούμενος την αναγκαιότητα του λυτρωτικού έργου του Χριστού και όπως είναι φυσικό πίστευε στην τελική σωτηρία των ασεβών, συμπεριλαμβανομένου και του Σατανά. Γι’ αυτές, όπως και για άλλες αιρετικές διδασκαλίες αφορίστηκε από την εκκλησία. Οι σύνοδοι της εκκλησίας επίσημα αναθεμάτισαν πολλές απ’ τις διδασκαλίες του το 543 και το 553.

Άλλοι εξέχοντες τριαδικοί στη νεώτερη εκκλησιαστική ιστορία, ήταν ο Ιππόλυτος και ο Νοβατιανός. Ο Ιππόλυτος ήταν ο τριαδικός που εναντιώθηκε στο Σαβέλλιο. Αντιτάχθηκε στον Κάλλιστο, επίσκοπο Ρώμης, και ηγήθηκε μιας σχισματικής ομάδας εναντίον του. Παρόλα αυτά, η Καθολική εκκλησία αργότερα τον αναγόρευσε άγιο.

Ο Νοβατιανός ήταν ένας απ’ τους πρώτους που έδωσαν έμφαση στο Άγιο Πνεύμα σαν τρίτο πρόσωπο. Δίδαξε κι αυτός την κατωτερότητα του Υιού ως προς τον Πατέρα, λέγοντας ότι ο Υιός ήταν ξεχωριστό πρόσωπο, αλλά είχε μια αρχή και ότι προήλθε από τον Πατέρα. Ο Κορνήλιος, επίσκοπος Ρώμης, αφόρισε το Νοβατιανό επειδή πίστευε ότι κάποιες σοβαρές αμαρτίες δεν μπορούσαν να συγχωρεθούν εφόσον είχαν διαπραχτεί από πιστό.

 

Η σύνοδος της Νίκαιας

 

Στο τέλος του 3ου αιώνα, η Τριαδική διδασκαλία είχε αντικαταστήσει το Μονταλισμό (Μονοθεϊσμό) ανάμεσα στους περισσότερους Χριστιανούς, αν και οι αρχικές απόψεις για την Τριάδα δεν είχαν πάρει ακόμα τη μορφή που έχουν σήμερα.

Στις αρχές του 4ου αιώνα ξέσπασε μια μεγάλη αντιπαράθεση σχετικά με τη θεότητα ανάμεσα στη θέση του Αθανάσιου και του Άρειου. Ο Άρειος ήθελε να διατηρήσει το μονοθεϊσμό, αλλά την ίδια στιγμή διακήρυττε την ανεξάρτητη προσωπικότητα του Λόγου.

Όπως οι τριαδικοί, εξίσωνε το Λόγο με τον Υιό και το Χριστό. Δίδασκε ότι ο Χριστός είναι δημιούργημα, θείος μεν, αλλά όχι η ίδια ουσία με τον Πατέρα και οπωσδήποτε δεν είναι ίσος με τον Πατέρα. Με άλλα λόγια, γι’ αυτόν ο Χριστός ήταν ένας ημίθεος. Στην ουσία, ο Άρειος δίδασκε ένα καινούριο τύπο πολυθεϊσμού. Σίγουρα, ο Άρειος δεν ήταν μονοθεϊστής και οι σημερινοί μονοθεϊστές απορρίπτουν κάθε ιδέα Αρειανισμού.

Αντίθετα με τον Άρειο, ο Αθανάσιος υποστήριζε ότι ο Υιός είναι ισότιμος με τον Πατέρα, συν - αιώνιος κι απ’ την ίδια ουσία, που είναι η σημερινή άποψη της Τριαδικής θεωρίας. Ωστόσο, αν και ο Τερτυλλιανός είναι αυτός που εισήγαγε τις περισσότερες τριαδικές ιδέες και ορολογίες στη χριστιανική εκκλησία, ο Αθανάσιος θεωρείται ο πατέρας της σημερινής Τριαδικής θεωρίας.

Όταν η αντιπαράθεση του Άρειου με τον Αθανάσιο άρχισε να εξαπλώνεται στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος αποφάσισε να επέμβει. Είχε μεταστραφεί πρόσφατα σε «χριστιανός» και αφού μετά έκανε το χριστιανισμό επίσημη θρησκεία, αισθάνθηκε την ανάγκη να προστατέψει την ενότητα της χριστιανοσύνης για το καλό της αυτοκρατορίας.

Σύμφωνα με την παράδοση, έγινε «χριστιανός» μετά από ένα όραμα που είδε λίγο πριν από μια σημαντική μάχη ενάντια στον αύγουστο Μαξέντιο. Είδε, τάχα, ένα σταυρό στον ουρανό με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα». Πήγε στη μάχη, νίκησε κι έγινε συναυτοκράτορας το 312 μ.Χ. και μοναδικός Αυτοκράτορας το 324 μ.Χ.

Ύστερα από τη νίκη του πάνω στον Μαξέντιο ο Κωνσταντίνος, άρχοντας τώρα ολόκληρου του ρωμαϊκού κόσμου, εξέδωσε το περίφημο διάταγμα του Μεδιόλανου, με το όποίο παραχώρησε πλήρη θρησκευτική ελευθερία στους Χριστιανούς πολίτες της αυτοκρατορίας. Του Κωνσταντίνου το βασικό και μόνιμο μέλημα ήταν η διαφύλαξη της ενότητας της εκτεταμένης και ετερογενούς αυτοκρατορίας. Κάθε τι, που θα μπορούσε να εξελιχτεί σε απειλή γι ' αυτή την ενότητα της αυτοκρατορίας, έπρεπε με κάθε τρόπο να εξουδετερωθεί.

Ήταν πάνω σ' αυτή την αυστηρώς απαρέγκλιτη αρχή της πολιτικής σκοπιμότητας, που θεμελίωσε ο Κωνσταντί­νος τη θρησκευτική πολιτική του. Την ενότητα της Εκκλησίας και τη διατήρηση της ειρήνης μέσα στο σώμα της τα έβλεπε ο Κωνσταντίνος σαν απαραίτητο παράγοντα για τη διαφύλαξη της ενότητας της αυτοκρατορίας.

 Όταν η μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στον Αθανάσιο και τον Άρειο απείλησε να χωρίσει τη νεοκερδισμένη αυτοκρατορία και να καταστρέψει το σχέδιό του να χρησιμοποιήσει το Χριστιανισμό ώστε να εμπεδώσει και να διατηρήσει την πολιτική του δύναμη, συγκάλεσε την πρώτη οικουμενική σύνοδο της εκκλησίας στη Νίκαια της Βιθυνίας, στις 14 Ιουνίου του 325 μ.Χ.

Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν πρότυπο Χριστιανού. Το 326 σκότωσε το γιο του Κρίσπο, τον ανιψιό του, έπνιξε τη γυναίκα του Φαύστα και εξόντωσε τις οικογένειες των αντιπάλων του. Σκόπιμα ανέβαλλε να βαπτιστεί μέχρι λίγο πριν πεθάνει, με το σκεπτικό ότι έτσι θα καθαριζόταν απ’ όλες τις αμαρτίες της ζωής του. Ο Χριστιανισμός ήταν γι’ αυτόν ένα μέσο, αλλά ποτέ ο αντικειμενικός του σκοπός.

Την πρωτοβουλία για τη σύγκληση της Συνόδου την πήρε, όπως μας πληροφορεί ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος, όχι, όπως ήταν φυσικό και θα περίμενε κανείς, η ηγεσία της Εκκλησίας, άλλά ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Όχι μόνο συγκάλεσε τη Σύνοδο ο Κωνσταντίνος, αλλά και προήδρευσε στις συνεδριάσεις της και άσκησε αποφασιστική επίδραση στη λήψη των αποφάσεών της.

Κύριο δε ελατήριο αυτών των ενεργειών του, όπως καθαρά το δείχνει η κατοπινή εξέλιξη της στάσης του, ήταν η ανησυχία του μήπως η αναταραχή μέσα στην Εκκλησία εξαιτίας αυτής της αίρεσης προκαλέσει κάποιο ρήγμα στο οικοδόμημα της ενότητας της αυτοκρατορίας. Και όλα αυτά, ενώ ούτε καν μέλος της Εκκλησίας δεν ήταν ο ίδιος, γιατί δεν είχε ακόμα βαφτιστεί.

Όχι μόνο αυτό. Την ώρα που συγκαλούσε μια Σύνοδο της Εκκλησίας, για να τακτοποιήσει ένα σοβαρό ζήτημα, που σχετιζό­ταν με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, ασκούσε ακόμα ο Κωνσταντίνος σαν Ρωμαίος αυτοκράτορας τα καθήκοντά του σαν Pontifex Maximus της ειδωλολατρικής θρησκείας της Ρώμης. Επιπρόσθετα εξακολουθούσε να παίρνει μέρος στη λατρεία του Μίθρα, του θεού Ήλιου, που τον θεωρούσε σαν ιδιαίτερο προστάτη του. Το ότι αυτά όλα δεν ήταν απλά μια τυπική άσκηση παραδοσιακών καθηκόντων το μαρτυρούν τα νομίσματα, που εξέδωσε ο Κωνσταντίνος.

Αυτά στη μια τουλάχιστον πλευρά τους έφεραν απεικονίσεις διαφόρων θεοτήτων. Νομίσματα του Κων­σταντίνου με αμιγείς χριστιανικές παραστάσεις, καθόσον είναι γνωστό, δεν έχουν βρεθεί. Αλλά και σε επιγραφές, που έχουν ανασκαφεί, εξακολουθούσε ο Κωνσταντίνος να αυτοκαλείται Ponti­fex Maximus και όσο περνούσαν τα χρόνια, η ασυνέπεια γινόταν πιο χτυπητή.

Να ήταν τουλάχιστον συνεπής στη θέση που πήρε στο δογματικό θέμα, για τη ρύθμιση του όποίου συγκάλεσε τη Σύνοδο!.. Ξεκίνησε υποστηρίζοντας την ορθόδοξη άποψη, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει την ουσία του ζητήματος, όπως δείχνει η όλη πολιτεία του, και με μοναδική επιδίωξη να επιτύχει κάποια συμβιβαστική τακτοποίηση της υπόθεσης, ενώ λόγω της φύσης του θέματος συμβιβαστικές τακτοποιήσεις αποκλείονταν.

Στηρίζοντας το Χριστιανισμό σαν την επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος μετάτρεψε ριζικά την εκκλησία και επιτάχυνε την αποδοχή των ειδωλολατρικών τελετουργιών και αιρετικών διδασκαλιών. Ο ιστορικός Walter Nigg γράφει: «Μόλις άνοιξε τους κρουνούς και οι μάζες, αμιγείς καιροσκόποι, ξεχύθηκαν μέσα στην εκκλησία, η ανωτερότητα του Χριστιανικού ήθους χάθηκε».

Όταν συγκαλέστηκε η σύνοδος της Νίκαιας, ο Κωνσταντίνος, όπως είπαμε, δεν ενδιαφερόταν για κάποια συγκεκριμένη έκβαση, παρά μόνο να έρθουν σε συμφωνία οι συμμετέχοντες.

Ο Κωνσταντίνος χειρίστηκε τις θεολογικές ερωτήσεις αποκλειστικά από πολιτική σκοπιά και ήταν σίγουρος για την ομοφωνία, γιατί θα εξόριζε κάθε επίσκοπο που δεν θα υπέγραφε τη νέα διακήρυξη πίστης. Έτσι, η ενότητα επιτεύχθηκε!

Ήταν εντελώς πρωτάκουστο, δεν είχε ξανασυμβεί, ένα οικουμενικό δόγμα να θεσπιστεί αποκλειστικά με την εξουσία του αυτοκράτορα…. ούτε ένας επίσκοπος δεν είπε λέξη ενάντια σ’ αυτό το τερατώδες γεγονός.

Αυτοί που συμμετείχαν στη σύνοδο ήταν μια μικρή ομάδα οπαδών του Αρείου και μια μικρή ομάδα οπαδών του Αθανάσιου. Η πλειονότητα, ήταν επίσκοποι που δεν είχαν καταλάβει και τόσο καλά τη διαφορά, αλλά ήθελαν ειρήνη. Η σύνοδος τελικά υιοθέτησε ένα δόγμα που ξεκάθαρα καταδίκαζε τον Αρειανισμό, αλλά δεν είχε θετικές αναφορές για το τριαδικό δόγμα. Η λέξη κλειδί ήταν ότι ο Χριστός ήταν ομοούσιος με τον Πατέρα.

Η πρωτότυπη έκδοση του συμβόλου της πίστεως όπως διατυπώθηκε από τη σύνοδο της Νίκαιας σχετικά με τη θεότητα, είναι ως εξής:

Πιστεύομεν εις ένα Θεόν, πατέρα παντοκράτορα, πάντων ορατών και αοράτων ποιητήν.

Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός. Θεόν εκ Θεού, φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν, εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ού τα πάντα εγένετο, τα τε εν τω ουρανώ και τα εν τη γη. Τον δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα και σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα, παθόντα και αναστάντα τη τρίτη ημέρα, ανελθόντα εις τους ουρανούς και ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς.

Και στο Άγιο Πνεύμα.

Η Αγία και αποστολική εκκλησία αναθεματίζει όλους αυτούς που υποστηρίζουν ότι υπήρξε καιρός που δεν υπήρχε κι ότι δημιουργήθηκε από μη όντα, ή από κάποιο άλλο πρόσωπο, εννοώντας ότι ο Υιός του Θεού είναι μεταλλάξιμος ή ευμετάβλητος.

Δεν υπάρχει καθαρή αναφορά στην τριάδα σ’ αυτό το δόγμα, αντίθετα επιβεβαιώνει ότι ο Ιησούς είναι ομοούσιος με τον Πατέρα σε αντίθεση με τον Αρειανισμό. Δεν αναφέρει το Άγιο Πνεύμα σαν ξεχωριστό πρόσωπο της θεότητας, αλλά μάλλον εκφράζει πίστη στο Άγιο Πνεύμα. Εκφράζει ένα προσωπικό διαχωρισμό ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό και δηλώνει ότι ο Υιός δεν μεταβάλλεται. Αυτή η τελευταία φράση ξεφεύγει από τη Βιβλική διδασκαλία σχετικά με τον Υιό και υποστηρίζει το μοντέρνο τριαδικό δόγμα, αφού διδάσκει ένα αιώνιο Υιό. Ακόμα, χρησιμοποιεί τη φράση «Θεόν αληθινόν, εκ Θεού αληθινού» που μας μεταφέρει στην Πλατωνική θεωρία ότι ένας Θεός γεννάει ένα άλλο Θεό.

Βασικά λοιπόν, η σύνοδος της Νίκαιας έχει τρία χαρακτηριστικά στοιχεία: άρνηση του Αρειανισμού, είναι η πρώτη επίσημη διακήρυξη που δεν συμβιβάζεται με τον Μονταλισμό (Μονοθεϊσμό), καθώς επίσης η πρώτη επίσημη διακήρυξη που υποστηρίζει τη θεωρία της Τριάδας.