Η κλήση του Μωυσή
Καθώς ο Μωυσής έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του, οδήγησε το
κοπάδι στο πίσω μέρος της ερήμου κι έφτασε στο όρος Χωρήβ. Εκεί είδε μία βάτο να καίγεται χωρίς να κατακαίγεται.
Τότε έστρεψε να παρατηρήσει το μέγα τούτο θέαμα.
Πολύ ταιριαστό σύμβολο του έργου που ο Θεός ήθελε να κάνει με το Μωυσή! Η καιγόμενη βάτος, είναι μια όμορφη εικόνα (τύπος) του Ισραήλ μέσα στην Αίγυπτο, καταπιεσμένου και σε διωγμό, που όμως δεν κατακαίγεται. Ο λόγος που δεν κατακάηκαν ήταν ο Θεός που κατοικούσε ανάμεσά στο λαό Του.
Οι Εβραίοι σήμερα ακόμα υποφέρουν, αλλά κατά θαυμαστό τρόπο
προστατεύονται σαν λαός. Ό,τι ισχύει για τον Ισραήλ σε φυσικό επίπεδο, ισχύει
για την εκκλησία σε πνευματικό.
Η εκκλησία ήταν ανά τους αιώνες και είναι μέσα στις φλόγες
φοβερών διωγμών. Αλλά, όλα αυτά μάλλον την καθαρίζουν (Δαν.ιβ:10) παρά την
καίνε, γιατί πλέον πύλες Άδη δεν έχουν εξουσία πάνω της!
Ο Μωυσής διατάσσεται, «λύσον
τα υποδήματά σου εκ των ποδών σου· διότι ο τόπος επί του οποίου ίστασαι είναι
γη αγία».
Ήταν έθιμο τότε, να βγάζουν τα παπούτσια τους σε άγιους
τόπους λατρείας. Ήταν κάτι περισσότερο από σημάδι σεβασμού. Ήταν ομολογία
προσωπικής ακαθαρσίας και αναγνώρισης αναξιότητας να σταθεί κανείς στην
παρουσία της άμωμης αγιότητας.
Η παρουσία του Θεού, πάντοτε κάνει το φυσικό άνθρωπο να αισθάνεται
αδύνατος και ανάξιος της χάρης που τόσο πλούσια προσφέρει. Οτιδήποτε μας
χωρίζει από το να είμαστε χώμα μπροστά στο Θεό, πρέπει να παραμεριστεί, αν
θέλουμε ο Θεός να μας αποκαλύψει τον εαυτό Του και το θέλημά Του για τη ζωή
μας.
Μόνο όταν ο Ησαΐας κατάλαβε και ομολόγησε ότι ήταν άνθρωπος
ακαθάρτων χειλέων, το στόμα του αγγίχτηκε μ’ ένα αναμμένο κάρβουνο από το
θυσιαστήριο κι ο Θεός τον απέστειλε (Ησ.ς:1-9).
Μόνο όταν ο Ιώβ μετανόησε εν σποδώ, αποστρεφόμενος τον εαυτό
του, ο κύριος μετέστρεψε την αιχμαλωσία του και του έδωσε διπλάσια απ’ ότι είχε
πριν (Ιώβ μβ:5-6, 10).
Ο Κύριος συστήνεται σαν ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του
Ιακώβ, διαβεβαιώνοντας έτσι το Μωυσή ότι έχει ακούσει την κραυγή του Ισραήλ,
και έχει δει την καταπίεσή τους.
Μετά, ενημερώνει το Μωυσή ότι θέλει να πάει να πει στο Φαραώ,
ότι αυτός μπορεί να οδηγήσει τον Ισραήλ έξω από την Αίγυπτο. Του ξεκαθαρίζει ότι
ο σκοπός Του δεν είναι να τους βγάλει έξω από την Αίγυπτο, αλλά και να τους
φέρει στη γη Χαναάν. Πάρα πολλοί Χριστιανοί έχουν ελευθερωθεί από την ενοχή της
αμαρτίας, αλλά δεν έχουν έρθει ακόμα στην καλή γη της γεμάτης με Πνεύμα Άγιο
ζωής.
Θα περίμενε κανείς ν’ απαντήσει ο Μωυσής «Ιδού εγώ» ή
«Κύριε, τι πρέπει να κάνω». Εκπλησσόμαστε όμως από την απροθυμία του να κάνει
το θέλημα του Θεού, αν κι αυτό ήταν η επιθυμία της καρδιάς του, να δει την
υπόσχεση του Θεού να εκπληρώνεται στη ζωή τους. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με
πολλούς Χριστιανούς σήμερα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ενθύμηση του πρώτου λάθους τον
κλόνιζε. Όταν κανείς ενεργεί χωρίς το Θεό, σ’ οποιοδήποτε ζήτημα, είναι σίγουρο
ότι θ’ αποθαρρυνθεί, ακόμα κι όταν ο Θεός τον αποστείλει.
Εδώ ο Μωυσής δεν μοιάζει καθόλου με τον άνθρωπο που πριν 40
χρόνια «ενόμιζεν ότι οι αδελφοί αυτού
ήθελον νοήσει ότι ο Θεός διά της χειρός αυτού δίδει εις αυτούς σωτηρίαν»
(Πράξ.ζ:25).
Έτσι είναι πάντοτε ο άνθρωπος! Τη μια βιάζεται και την άλλη
καθυστερεί! Στα 40 του ο Μωυσής ήταν βιαστικός, τώρα είναι επιφυλακτικός. Ο
Μωυσής είχε μάθει πολλά πράγματα από εκείνη την ημέρα που χτύπησε τον Αιγύπτιο.
Είχε προοδεύσει στη γνώση του εαυτού του κι έτσι έγινε δύσπιστος και δειλός.
Αυτό όμως δείχνει ότι υστερεί και σ’ εμπιστοσύνη προς το Θεό. Αν βλέπω μόνο
στον εαυτό μου, σίγουρα δεν θα καταφέρω τίποτα. Αν όμως βλέπω στο Χριστό, «τα πάντα δύναμαι». Ο Θεός ποτέ δεν
καλεί κάποιον χωρίς να του δώσει και την ικανότητα να εκπληρώσει την κλήση.