Κάθε στοχαστικός άνθρωπος θα παραδεχτεί, πιστεύω, τη γνώμη, πως η ανάσταση του Χριστού αποτελεί το πιο κρίσιμο σημείο στην έρευνα του Χριστιανισμού.
Από
οποιαδήποτε κατεύθυνση και αν ξεκινά ο μελετητής, είναι υποχρεωμένος να
αντιμετωπίσει το μεγάλο πρόβλημα, που παρουσιάζει η ανάσταση και να δώσει μια
εξήγηση.
Από
το συμπέρασμα που θα βγάλει ο αμερόληπτος μελετητής, εξαρτάται όλη η στάση του
απέναντι του Χριστιανισμού. Ούτε η διδασκαλία, ούτε η ηθική, ούτε τίποτε από το
Χριστιανισμό δεν μπορεί να σταθεί αν δεν στηρίζεται η ανάσταση.
Εξ άλλου, αν η ανάσταση του Χριστού είναι γεγονός που μπορούμε να πειστούμε γι' αυτό με αμερόληπτα μέσα, τότε όλα τ' άλλα στηρίζονται μόνα τους, χωρίς καμιά δυσκολία.
Όλα
εξαρτώνται από την απάντηση, που θα δώσουμε σ' αυτό το ερώτημα. Αν δεν αναστήθηκε,
τότε η Χριστιανική Εκκλησία έχει στηριχτεί πάνω σ' ένα παραμύθι και οι
Χριστιανοί είναι "οι ελεεινότεροι
πάντων των ανθρώπων".
Αν
όμως αναστήθηκε, τόσο η προσωπικότητα Του, όσο και το έργο Του επιβεβαιώνονται
κατά τρόπο απόλυτο. Ο αγώνας λοιπόν κρίνεται γύρω από ένα αδειανό τάφο. Το
χρέος μας είναι να εξακριβώσουμε, αν πραγματικά ο τάφος ήταν αδειανός το πρωί
εκείνο που οι γυναίκες τον επισκέφτηκαν και πώς άδειασε ο τάφος.
Η
ανάσταση όμως του Χριστού δεν είναι μονάχα ιστορικό γεγονός. Είναι μαζί και
μεταφυσικό, αποκαλυπτικό γεγονός με πνευματική έννοια και πνευματικό
περιεχόμενο. Όποιος καταπιάνεται με το θέμα της Ανάστασης του Χριστού χωρίς να
λάβει υπ' όψιν του το τελευταίο αυτό στοιχείο, κατ' ανάγκην θα αστοχήσει.
Μπορεί να φέρει πλούσιες τις ιστορικές αποδείξεις, που θα πείσουν την
ερευνητική διάνοια, αλλά ούτε θα έχει αγγίξει καν την ουσία του προβλήματος.
Στη
μελέτη αυτή θα περιοριστώ κατ' ανάγκην στο ιστορικό μέρος του γεγονότος. Θα βάλουμε
μπροστά μας το ζήτημα της ανάστασης και θα το υποβάλουμε στην κριτική έρευνα,
που θα μπορούσαμε να υποβάλουμε και οποιοδήποτε άλλο ιστορικό γεγονός.
Ακριβώς
δε όπως σ' όλα τα ιστορικά προβλήματα, τα μέσα που διαθέτουμε είναι
περιορισμένα. Θα μας χρησιμεύσουν οι ιστορικές μαρτυρίες. Θα τις αναλύσουμε
αυστηρά. Θα ζητήσουμε να μας βοηθήσουν η επιστημονική μέθοδος της έρευνας και η
ψυχολογία, ιδιαίτερα στην ανάλυση των μαρτυριών.
Αν
θέλαμε να εξακριβώσουμε αν είναι αλήθεια πως ο Μ. Αλέξανδρος πολέμησε στην Ισσό
στα 333 π.Χ. ή αν έγινε πραγματικά η ναυμαχία της Σαλαμίνας δεν έχουμε παρά να
καταφύγουμε στις ιστορικές πηγές και στις ιστορικές μαρτυρίες.
Για
κανένα άλλο γεγονός στην ιστορία δεν διαθέτουμε τόσες γραπτές μαρτυρίες όσες
για την ανάσταση του Χριστού. Δεν λείπουν οι μαρτυρίες. Οι μαρτυρίες όμως αυτές
δεν είναι από όλους πιστευτές. Πώς μπορούμε να τις ελέγξουμε;
Ας
εξετάσουμε πρώτα-πρώτα, ελεύθερα και απροκατάληπτα, τα επιχειρήματα εκείνων που
αρνούνται την ανάσταση. Δεν θα ξεκινήσουμε με καμιά προδιάθεση. Δεν θα πάρουμε
την ανάσταση σαν γεγονός.
Θάνατος ή νεκροφάνεια;
Μια
από τις εξηγήσεις, που δόθηκαν από εκείνους που αρνούνται την ανάσταση είναι
ότι ο Ιησούς δεν πέθανε πάνω στο σταυρό. Περιήλθε σε αφασία και η θεωρουμένη
ανάστασή Του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ανάκτηση των αισθήσεών του.
Ο
σύντομος θάνατός Του πάνω στο σταυρό, σε αντίθεση με τον κανόνα ότι οι
κατάδικοι με σταυρικό θάνατο πεθαίνουν αργά, το γεγονός ότι υπήρξαν περιπτώσεις
εσταυρωμένων, που θεωρήθηκαν νεκροί πάνω στο σταυρό και όταν τους κατέβασαν
έδειξαν πάλι σημεία ζωής. Αυτά προβάλλονται σαν επιχειρήματα υπέρ της θεωρίας.
Δεν πέθανε, αλλά έπαθε νεκροφάνεια και όταν Τον έβαλαν στο δροσερό λίθινο τάφο
και τονώθηκε με τα αρώματα, με τα οποία αλείψανε το σώμα του οι αφοσιωμένες σ’
Αυτόν γυναίκες, επανήλθε στις αισθήσεις Του.
Αν
όμως συνέβαινε αυτό, θα ήταν φυσικό να περιμένουμε από τους αποστόλους να Τον
περιβάλουν με συμπάθεια και να σπεύσουν να περιποιηθούν τον εξαντλημένο
οργανισμό του Δασκάλου τους, που μόλις ξαναβρήκε τη σταματημένη πνοή του.
Αλλά
οι μαθητές, που ήταν μέχρι εκείνη την ώρα γεμάτοι από φόβο, γέμισαν από χαρά,
τόλμη και ενθουσιασμό. Τέτοια συναισθήματα παραμένουν ανεξήγητα, αν έβλεπαν
μονάχα το αρρωστημένο σώμα του Ιησού, που ζωογονήθηκε με τη δροσιά του τάφου
και τα αρώματα, για να ξαναγυρίσει στη ζωή μετά την αφασία.
Ακόμη,
μπορούμε να ρωτήσουμε, αν η θεωρία αυτή ήταν αληθινή, τι απέγινε κατόπιν το
σώμα του Ιησού; Δεν μπορεί πια να γίνει λόγος, ούτε για μεταμόρφωσή Του, ούτε
για ανάληψη. Θα πρέπει να απεσύρθη σε κάποια απόμερη γωνιά, ενώ οι απόστολοι
άρχισαν την εξάπλωση του Ευαγγελίου και αναστάτωσαν με τη διδασκαλία τους την
οικουμένη. Και στο τέλος θα πρέπει να πέθανε μυστικά χωρίς κανένας να το
γνωρίζει.
Αλλά
ο θάνατος του Χριστού, όχι μονάχα είναι γεγονός βεβαιωμένο, αλλά και μας βοήθησε
η επιστήμη να ξέρουμε πώς ήρθε το τέλος. Είναι μερικές λεπτομέρειες στη διήγηση
του Ευαγγελίου, που βοήθησαν τους επιστήμονες να συμπεράνουν πώς σταμάτησε η
πνοή του Εσταυρωμένου.
Ο
Ιωάννης λέει ότι από την πλευρά του Χριστού, όταν ο Ρωμαίος στρατιώτης τον
κέντησε με τη λόγχη "εξήλθεν ευθύς
αίμα και ύδωρ" (Ιωάν.ιη:34: "Είς
των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξεν και εξήλθεν ευθύς αίμα και ύδωρ").
Το
γεγονός αυτό καθώς και η μεγάλη κραυγή, με την οποίαν παρέδωσε το πνεύμα,
οδήγησε τους γιατρούς να διαπιστώσουν ότι ο θάνατος του Χριστού δεν επήλθε από
βαθμιαία εξάντλησή Του πάνω στο σταυρό, αλλά από διάρρηξη ή συγκοπή της
καρδιάς. Το αίμα και το νερό αποδεικνύουν πως είχε σπάσει το περικάρδιο και το
φυσιολογικό αίμα αναλύθηκε σε αιμοσφαίρια και ορρό.
Τη
γνώμη αυτή παραδέχονται οι καθηγητές Stroud, Begbie, J. Simpson (εφευρέτης του
χλωροφορμίου), ο διάσημος καρδιολόγος Walshe και άλλοι. Μάλιστα ο καθηγητής
Stroud εξηγεί ότι ο θάνατος με τέτοια διάρρηξη της καρδιάς προέρχεται από ηθική
αγωνία ή βαριά θλίψη.
Δεν
μένει λοιπόν καμιά αμφιβολία ότι ο Ιησούς πέθανε πάνω στο σταυρό και το
νεκρωμένο σώμα του τυλιγμένο στο καθαρό σεντόνι τοποθετήθηκε στον τάφο.
Πώς εξαφανίσθηκε το σώμα του Ιησού;
Δεύτερη
εξήγηση των αρνητών είναι πως οι απόστολοι έκλεψαν το σώμα του Δασκάλου από τον
τάφο τη νύχτα και έπειτα διέδωσαν ότι ο Κύριός των αναστήθηκε από τους νεκρούς.
Η εξήγηση αυτή είναι παλιά. Ένα τέτοιο πράγμα το φοβήθηκαν οι Ιουδαίοι και το
υποστήριξαν κατόπιν, το υιοθέτησε δε και ο Αλεξανδρινός γιατρός Κέλσος, που πολέμησε
το Χριστιανισμό κατά τον 2ο αιώνα.
Η
θεωρία όμως αυτή μας αναγκάζει να παραδεχτούμε ότι οι μαθητές με μια τέτοια
απάτη, και με τον συνεχή φόβο πως οποιαδήποτε στιγμή ένας από τους συντρόφους τους
θα μπορούσε να κάνει συνταρακτικές αποκαλύψεις σε βάρος των άλλων, γύριζαν και
κήρυτταν περί δικαιοσύνης, αληθείας, αγάπης.
Δέχτηκαν
να φάνε ξύλο, να μαστιγωθούν, να φυλακιστούν και στο τέλος να μαρτυρήσουν και
να πεθάνουν υποστηρίζοντας ένα ψέμα, που χάλκευσαν οι ίδιοι για να εξαπατήσουν
τον κόσμο. Η απάτη συνοδεύεται από συμφέρον. Αυτός είναι ο κανόνας, αλλά τι
συμφέρον θα οδηγούσε τους μαθητές του Χριστού; Αν αυτή η θεωρία ήταν αληθινή,
θα βρισκόμασταν μπροστά σε μεγαλύτερο πρόβλημα να εξηγήσουμε ψυχολογικά τη
στάση αυτή των αποστόλων.
Η θεωρία των εξ υποβολής οραματισμών
Τρίτη
εξήγηση που δόθηκε, ήταν της υποβολής ή των υποκειμενικών οραματισμών. Σύμφωνα
με την εξήγηση αυτή οι εμφανίσεις της ανάστασης δεν ήταν πραγματικότητες, αλλά
απλά όνειρα, φαντασιώσεις, τηλεπαθητικές καταστάσεις, που ήρθαν σαν αποτέλεσμα
σφοδρού πόθου. Είναι αλήθεια πως στην κατηγορία αυτή δεν έχουμε μια θεωρία,
αλλά πολλές.
Οι
οπαδοί της θεωρίας αυτής μας λένε ότι η ιδέα της ανάστασης ήταν ήδη μέσα στην
αντίληψη των αποστόλων, τα πνεύματά τους ήταν εξημμένα, η αφοσίωσή τους προς το
Χριστό ήταν τέτοια, που δεν μπορούσαν να εξοικειωθούν με την ιδέα της εξαφάνισής
Του με το θάνατο. Η διανοητική τους, λένε, κατάσταση ήταν τέτοια, που προσέφερε
έδαφος γόνιμο για μια ομαδική υποβολή.
Ο
πρώτος, που διετύπωσε αυτή τη θεωρία των "υποκειμενικών οραματισμών"
ήταν ο εθνικός φιλόσοφος Κέλσος, που έγραφε στα 170 μ.Χ.: "Ποιος είδε τον
αναστημένο Ιησού; Μια γυναίκα σχεδόν σε εκστατική μανία, ή άλλα πρόσωπα, που
είτε ονειρεύτηκαν γιατί η κατάσταση της διανοίας των ήταν προδιατεθειμένη, είτε
υπό την επίδραση της φαντασίας των σχημάτισαν μπροστά τους μια εμφάνιση σύμφωνα
με τις επιθυμίες τους".
"Αυτό
που ανέστησε τον Ιησού, είναι η αγάπη” έγραφε ο Renan, αποδίδοντας στα
αισθήματα της Μαρίας της Μαγδαληνής όλη την ιστορία της ανάστασης. Η θεωρία
όμως αυτή αποδεικνύεται ασυμβίβαστη με τα γεγονότα και να γιατί:
α)
Ποια ήταν στην πραγματικότητα η ψυχολογική προδιάθεση των μαθητών;
Δικαιολογείται το συμπέρασμα πως η φαντασία τους προσέφερε γόνιμο έδαφος για
την υποβολή;
Ξέρουμε
πως οι γυναίκες ξεκίνησαν με τόση βεβαιότητα πως θα συναντήσουν το νεκρό σώμα
του Δασκάλου τους, ώστε πήραν όσα αρώματα μπορούσαν για να το αλείψουν, αλλά
και στο δρόμο συζητούσαν πώς θα αντιμετωπίσουν τη δυσκολία του μεγάλου λίθου
που σκέπαζε τον τάφο: "Ποιος θα μας αποκυλίση το λίθο;" έλεγαν αναμεταξύ
τους ενώ βάδιζαν προς το μνήμα.
Η
Μαρία έφθασε και είδε το λίθο κυλισμένο από τον τάφο. Και όμως δεν σκέφτηκε
καθόλου πως μπορούσε να είχε αναστηθεί. Πολλά της πέρασαν από το νου -εκτός από
το ενδεχόμενο της ανάστασης. "Πήραν τον Κύριο από το μνημείο και δεν ξέρουμε
πού τον έβαλαν". Αυτά ήταν τα λόγια που είπε στον Πέτρο και Ιωάννη. Τα
ίδια επανέλαβε και προς τους αγγέλους (Ιωάν.κ:2, 15).
Ακόμη
και όταν ξαναγύρισε στο μνημείο και της μιλά ο ίδιος ο Χριστός, νομίζει ότι
βλέπει και ακούει τον κηπουρό. Με την ιδέα αυτή τον εκλιπαρεί να της πει μήπως
αυτός τον σήκωσε από τον τάφο. Πού είναι σε όλη αυτή την ιστορία η προδιάθεση;
Αλλά μήπως οι απόστολοι περίμεναν την ανάσταση;
Όταν
πρωτοάκουσαν την είδηση από τις γυναίκες, τη δέχτηκαν με μεγάλο σκεπτικισμό και
τη σχολίασαν ως εξής: "Γυναικείες φλυαρίες!" ("Και εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος τα
ρήματα ταύτα και ηπίστουν αυταίς", Λουκ.κδ:11).
Όταν
πια οι ίδιοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα της ανάστασης, όχι μόνο
δεν φαίνεται να διατήρησαν την ψυχραιμία ανθρώπων, που περίμεναν οπωσδήποτε
κάτι τέτοιο, αλλά γέμισαν, από το απροσδόκητο περιστατικό, από έκσταση, χαρά,
φόβο.
Μπορούμε
να πούμε πως αυτοί οι άνθρωποι είχαν προδιάθεση και σφοδρό πόθο, που μετεβλήθη
σε φαντασίωση;
β)
Όπως μας περιγράφονται οι εμφανίσεις του Χριστού, μετά την ανάστασή Του,
δικαιολογούν την υπόθεση των οραματισμών εξ υποβολής;
Για
μια ομαδική υποβολή χρειάζεται πρώτα ο σπινθήρας, το "ευπαθές" πρόσωπο,
που να κάνει την αρχή και έπειτα να μεταδώσει σε άλλους την "ιδέα".
Έπειτα
οι εμφανίσεις έπρεπε να έχουν κάποιο φαντασμαγορικό, "εξωτικό"
στοιχείο. Στην περίπτωση όμως της ανάστασης δεν έχουμε τίποτε από αυτά όλα.
Όταν
ο Χριστός εμφανίστηκε, απευθύνθηκε σε όλους τους συνηγμένους μαθητές και όλοι
μαζί Τον είδαν και Τον άκουσαν να τους λέει: "Ειρήνη υμίν!" Δεν είδαν κανένα υπερκόσμιο φως, που να τους
θαμπώσει τα μάτια. Δε βρέθηκαν σε κατάσταση "έκστασης". Ούτε ο
αναστημένος Χριστός παρουσιάζεται σαν μια αβέβαιη σκιά στο σκοτάδι. Τον είδαν, από
πολλές απόψεις, όπως Τον ήξεραν, άκουσαν την ίδια φωνή, διέκριναν τα τρυπημένα
χέρια και πόδια, έφαγε μαζί τους, περπάτησε μαζί τους. Οι εμφανίσεις Του επανελήφθησαν.
Ακόμη,
οι εμφανίσεις δεν έγιναν σε ορισμένο μέρος, αλλά σε διάφορα μέρη και σε διάφορα
πρόσωπα. Όπως θα εξετάσουμε παρά κάτω έχουμε εμφανίσεις σε άτομα και εμφανίσεις
ομαδικές. Στο δρόμο, στο κλειστό δωμάτιο, στο γιαλό της Γαλιλαίας.
Η
πρώτη είδηση προς τους μαθητές έλεγε πως θα τους συναντήσει, στη Γαλιλαία. Μα
πριν προφθάσουν να ξεκινήσουν, την ίδια μέρα στο ανώγειο της Ιερουσαλήμ
εμφανίζεται μπροστά στους συγκεντρωμένους και φοβισμένους μαθητές.
γ)
Αν οι εμφανίσεις της ανάστασης δεν ήταν πραγματικές και ήταν μονάχα φαντασιώσεις,
γιατί να σταματήσουν; Αν παραδεχτούμε πως οι μαθητές έβλεπαν οραματισμούς επί
σαράντα ημέρες, γιατί ύστερα ξαφνικά σταμάτησαν δια μιας να βλέπουν τους
οραματισμούς αυτούς; Τι μεσολάβησε, που να δικαιολογεί αυτή τη διακοπή; Και
όταν μάλιστα σκεφτούμε τα λόγια, που τους είπε στη Γαλιλαία, "ιδού εγώ μεθ' υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως
της συντελείας του αιώνος" (Ματθ.κη:20) δεν εξηγείται το γιατί σταμάτησαν
να υποβάλλονται και να Τον βλέπουν όπως τον είδαν επί τόσες φορές. Και όμως
ποτέ πια δεν αναφέρεται να Τον ξαναείδαν οι απόστολοι, εκτός από την περίπτωση
του Παύλου, που είναι εντελώς ιδιαίτερη.
Οι
μαθητές, σύμφωνα με τη θεωρία των "υποκειμενικών οραματισμών" έπρεπε
να ευρίσκονται σε έξαψη ή έκσταση την ώρα, που είδαν το "φάντασμα". Ο
ενθουσιασμός και η έξαρση των μαθητών δεν είχε φτάσει ποτέ στο σημείο, που έφτασε
την ημέρα της Πεντηκοστής. Αναστατώθηκαν όχι μόνον οι μαθητές, αλλά ολόκληρη η
πόλη εκείνη την ημέρα. Μέσα σε όλα τα θαυμαστά και παράξενα, που δοκίμασαν οι
απόστολοι, κανένας δεν ισχυρίστηκε ότι είδε την ημέρα εκείνη το Χριστό. Δεν
είναι αυτό αξιοσημείωτο; Με την πάροδο του χρόνου η εξοικείωση της φαντασίας
των αποστόλων με τους οραματισμούς, θα έπρεπε να τους κάνει να βλέπουν
συχνότερα και όχι να παύσουν όλως διόλου να βλέπουν τον αναστημένο Δάσκαλο.
Από
όποια μεριά λοιπόν και αν εξετάσουμε τη θεωρία δεν ικανοποιεί την έρευνά μας.
Μας αφήνει πολλά ερωτήματα αναπάντητα, ερωτήματα, που μονάχα το γεγονός της ανάστασης
τα ξεδιαλύνει.
Θετικές μαρτυρίες
Και
τώρα ας έρθουμε στις θετικές μαρτυρίες εκείνων, που βεβαιώνουν την ανάσταση του
Χριστού σαν γεγονός εξακριβωμένο.
Ξεκαθαρίζοντας
το έδαφος, οφείλω να υπογραμμίσω το γεγονός, ότι όλες αυτές οι μαρτυρίες μιλάνε
όχι για τις "εμφανίσεις", αλλά για την ανάσταση. Το βάρος της ενωμένης
Χριστιανικής μαρτυρίας, στηρίζει κάτι πολύ διαφορετικό από εκείνο, που
προσπαθεί να αναιρέσει η άρνηση. Εκείνοι, που μας βεβαιώνουν την ανάσταση δεν
φαίνονται να ενδιαφέρονται τόσο για τις εμφανίσεις, όσο γι' αυτό τούτο το
γεγονός της ανάστασης. Τις συνέπειες του γεγονότος βλέπουν και τις συνέπειες
του γεγονότος τις ζουν έντονα.
Ας
πάρουμε τώρα μια-μια τις κυριότερες μαρτυρίες και ας τις υποβάλουμε στην
κριτική έρευνα.
α)
Θ' αρχίσουμε με τον απόστολο Παύλο. Είναι αναμφισβήτητο πως βεβαιώνει ότι είδε
τον αναστημένο Χριστό. Το βεβαιώνει σε διάφορα μέρη από την πρώτη στιγμή της
μεταστροφής του μέχρι την Αθήνα και τη Ρώμη, όπου έρχεται με το κήρυγμα του
Ιησού, που ο Θεός "ανέστησεν εκ
νεκρών" (Πράξ.ιζ:31). Στην Α΄ Κορ.θ:1 γράφει: "ουχί Ιησούν τον Κύριον ημών εόρακα;"
Και παρακάτω (ιε:8): "έσχατον δε
πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί".
Η
μαρτυρία του Παύλου έχει ξεχωριστή σημασία. Όχι μονάχα δεν είχε κανένα δεσμό με
το Χριστό και το πνευματικό του κίνημα, αλλ' αντίθετα πρωτοστατούσε στην
αντίδραση, που κινήθηκε να πνίξει με τη βία και στο αίμα την καινούργια
διδασκαλία. Έπειτα ο Παύλος ήταν προικισμένος με τέτοια ισχυρή αντίληψη, είχε
τέτοιο θετικό μυαλό, που μας αναγκάζει να αποκλείσουμε την περίπτωση πως
γελάστηκε.
Ποιο
σημαντική και από τη μαρτυρία του Παύλου είναι η επίδραση του γεγονότος της ανάστασης
πάνω στη ζωή του. Δεν έχουμε μπροστά μας μονάχα το γεγονός ότι ο ίδιος ο Παύλος
είχε πεισθεί απόλυτα ότι δεν ήταν όραμα ή φαντασία εκείνο που είδε. Ήταν κάτι
πραγματικό, που άλλαξε ολοκληρωτικά τη ζωή του. Αν το γεγονός της αναστάσεως
δεν ήταν πραγματικότητα για τον Παύλο, όλη η ραγδαία μεταστροφή του, οι αγώνες
του, το κήρυγμά του δεν ημπορούν λογικά να εξηγηθούν. Θα είχαμε τότε να
εξηγήσουμε ένα μεγαλύτερο ψυχολογικό πρόβλημα. Το φαινόμενο της μεταστροφής του
Παύλου με καμιά ψυχολογική μέθοδο δεν ερμηνεύεται. Όλες οι απόπειρες να
εξηγηθεί ορθολογιστικά απέτυχαν. Ποιο είναι το μυστικό, που εξηγεί τη ριζική
εκείνη αλλαγή του Παύλου; Ήταν το γεγονός ότι Εκείνον που θεωρούσε νεκρό και δίωκε
στο πρόσωπο των οπαδών Του, παρουσιάστηκε μπροστά του ολοζώντανος με μια φωνή
και δύναμη, που τον αναστάτωσε και τον σώριασε ταπεινωμένο στα πόδια Του.
Ο
τρόπος, που μιλάει και ο τρόπος που πολεμάει, μαρτυρεί πως όσο είναι δυνατό να
πεισθεί άνθρωπος, ο Παύλος είχε πεισθεί πως ο Χριστός είχε αναστηθεί.
Και
ο ίδιος ο Παύλος, διάνοια τόσο δυνατή και σταθερή, όπως ήταν, θεωρεί απαραίτητο
όχι μονάχα να δώσει τη μαρτυρία του, αλλά και να την στηρίξει, με άλλες
μαρτυρίες. Νοιώθει την ευθύνη του μπροστά στο Θεό, μπροστά στην ιστορία και
μπροστά σε όλους τους πιστούς, να στηρίξει την αλήθεια όπως είναι.
Στην
Α΄ Κορ.ιε γράφει για τον αναστημένο Χριστό: "Ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφ'
άπαξ, εξ ως οι πλείονες μένουσιν έως άρτι τινές δε εκοιμήθησαν έπειτα ώφθη τω
Ιακώβω είτα τοις αποστόλοις πάσιν έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη
καμοί".
Την
ώρα, που τα έγραφε αυτά και κήρυττε την ανάσταση, ζούσαν τόσοι από τους
αυτόπτες μάρτυρες, οι περισσότεροι από τους πεντακοσίους, ώστε θα μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν σαν μάρτυρες μπροστά σε οποιαδήποτε αρχή ή σε οποιοδήποτε
ερευνητή. Ενώ η μαρτυρία της αναστάσεως ξαπλωνόταν ζούσαν ακόμη εκείνοι που
είχαν δει τα τρυπημένα χέρια και τα πληγωμένα πόδια του αναστημένου Κυρίου.
Ακόμη
και ο Baur της ορθολογιστικής σχολής, μπροστά στη δύναμη της μαρτυρίας του
Παύλου γράφει: "Είναι αλήθεια πως καμιά ανάλυση είτε ψυχολογική είτε
διαλεκτική, δεν μπορεί να αποσπάσει το εσωτερικό μυστικό της ενεργείας του
Θεού, όταν φανέρωσε στον Παύλο τον Υιό Του". Δηλαδή από τη μια μεριά ο
Baur αποκλείει την προσωπική συνάντηση του αναστημένου Χριστού με τον Παύλο,
και από την άλλη βρίσκει πως μένει ανεξήγητη η εξέλιξη που πήρε ο απόστολος.
Για
μας όμως τα πράγματα φαίνονται πιο απλά. Η μαρτυρία του Παύλου με όλο το βάρος
της, παραμένει σαφής: Κήρυττε ένα Χριστό, που Τον είχε γνωρίσει ζωντανό. Και Τον
είχε γνωρίσει ζωντανό, γιατί είχε αναστηθεί από τους νεκρούς.
Η μαρτυρία των άλλων αποστόλων
Η
μαρτυρία των άλλων αποστόλων αντηχεί σαφής και κατηγορηματική μέσα στις σελίδες
της Καινής Διαθήκης. Είναι αλήθεια ότι γραπτή μαρτυρία μόνον δύο ή τριών από
τους αποστόλους έχει φθάσει έως εμάς. Αλλά τα λόγια, με τα οποία κήρυτταν όλοι
και τα οποία περιλαμβάνονται στα διάφορα βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν αφήνουν
την παραμικρή αμφιβολία. Έχουμε τη μαρτυρία του Πέτρου στις Πράξεις των
Αποστόλων και στην Α΄ Επιστολή του.
Η
Αποκάλυψη του Ιωάννη ονομάζει το Χριστό σαν τον "πρωτότοκον εκ των νεκρών". Και η προς Εβραίους επιστολή
τελειώνει με μια επίκληση προς το Θεό της ειρήνης, που ανέβασε από τους νεκρούς
τον μεγάλο ποιμένα των προβάτων. ("Ο
Θεός της ειρήνης ο αναγαγών εκ νεκρών τον ποιμένα των προβάτων τον μέγαν"
Εβρ. ιγ:22).
Μπορούμε
λοιπόν να είμαστε βέβαιοι πως οι απόστολοι δεν ξεκίνησαν κηρύττοντες τον
πεθαμένο πάνω στο Σταυρό Δάσκαλό τους, αλλά τον αναστημένο, ένδοξο Κύριο, που
είδαν και άκουσαν μετά την ανάσταση.
Περισσότερο
όμως από τους λόγους των αποστόλων, πιο εύγλωττα μαρτυρεί η ζωή τους -η ζωή που
έζησαν μετά τα γεγονότα και μάλιστα η ζωή αυτή, όταν τη συγκρίνουμε με την πρότερη
διαγωγή τους, αποκτά ιδιαίτερη σημασία για το πρόβλημά μας. Μια εκπληκτική
αλλαγή συνέβη στο χαρακτήρα τους. Πριν από λίγες μέρες παρουσιαζόταν δειλοί - τόσο
δειλοί, ώστε κλείστηκαν μέσα σε ένα σπίτι και αμπάρωσαν τις πόρτες από το φόβο.
Οι
ίδιοι άνθρωποι βγαίνουν μετά από λίγες βδομάδες μπροστά στις αρχές, στο ναό,
στο δρόμο, στα μπαλκόνια και διαλαλούν μ' όλη τους τη δύναμη ότι ο Κύριός τους,
που άδικα καταδικάστηκε και πέθανε στο σταυρό, νίκησε το θάνατο και αναστήθηκε!
Οι ίδιοι άνθρωποι, που παρέλυσαν από φόβο την ώρα που συνελήφθη ο αρχηγός τους
και τον εγκατέλειψαν στην πιο κρίσιμη στιγμή, τώρα χωρίς δισταγμό αντιμετωπίζουν
το δικαστήριο και ανοιχτά και αποφασιστικά διαδηλώνουν την πεποίθησή τους στον
αναστημένο Σωτήρα τους. Πριν από λίγες μέρες ήταν καταλυπημένοι,
απογοητευμένοι, αλλά τώρα παρουσιάζονται γεμάτοι χαρά, ζωή, ελπίδα.
Περισσότερο
απ' όλα, οι στενές αντιλήψεις και προκαταλήψεις του καιρού και του
περιβάλλοντός τους δεν τους δεσμεύουν πια. Είναι λυτρωμένοι από τις εθνικές
Ιουδαϊκές ερμηνείες και το πνεύμα τους έχει συλλάβει την εικόνα ενός κόσμου,
που αποτελεί μια οικογένεια, που ο Θεός, σαν πατέρας ζητεί να τη συγκεντρώσει.
Στοιχεία σαν κι αυτά, είναι δείγματα μιας αλλαγής τόσο βαθιάς και τόσο μεγάλης
που μοιάζει περισσότερο με φανταστική ιστορία παρά με πραγματικότητα. Και όμως
κανένας δεν αρνήθηκε πως η αλλαγή αυτή στην πείρα των αποστόλων ήταν
πραγματική. Πώς μπορεί να εξηγηθεί λοιπόν; Τι ήταν αυτό το σοβαρό, που συνέβη
στους μαθητές του Χριστού, για να αλλάξουν τόσον απότομα και ριζικά; Το
φαινόμενο της μεταμόρφωσής τους απαιτεί μια εξήγηση. Κανένας δεν καταπιάστηκε
καν να μας το εξηγήσει. Μια μονάχα εξήγηση το δικαιολογεί: Οι άνθρωποι εκείνοι
είδαν με τα μάτια τους τον αναστημένο Ιησού.
Σύννεφο μαρτύρων
Μα
μήπως έχουμε μονάχα τη μαρτυρία των λίγων αποστόλων; Δέκα εμφανίσεις
αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη εκτός από τις εμφανίσεις στον απόστολο Παύλο.
Αλλά δεν είναι οι μόνες. Ο Λουκάς στον πρόλογο του βιβλίου των Πράξεων μας λέει
ότι ο Ιησούς "παρέστησεν εαυτόν
Ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι' ημερών τεσσαράκοντα:
οπτανόμενος αυτοίς και λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού και συναλιζόμενος
παρήγγειλεν αυτοίς". Ώστε επί σαράντα μέρες ο αναστημένος Χριστός
παρουσιαζόταν στους αποστόλους και δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να υποθέσουμε πως
στο διάστημα εκείνο φανερώθηκε τόσες φορές όσες γραπτώς μονάχα αναφέρονται.
Αλλά
και αυτές που αναφέρονται πόσο διαφορετικές συνθήκες μας παρουσιάζουν κάθε
φορά, που ο Χριστός παρουσιάστηκε μετά την ανάσταση. Έχουμε εμφανίσεις Του στο
δρόμο και σε κλειστό χώρο, εμφανίσεις σε μεμονωμένα άτομα και εμφανίσεις σε
μικρές και μεγάλες ομάδες. Ας αραδιάσουμε μερικές απ' αυτές τις εμφανίσεις, που
ξέρουμε:
1)
Στη συντροφιά των γυναικών
2)
Στους δύο πεζοπόρους μαθητές, που βάδιζαν προς Εμμαούς
3)
Στους συγκεντρωμένους αποστόλους χωρίς το Θωμά
4)
Στους ιδίους μετά οχτώ μέρες, όταν ήταν και ο Θωμάς μαζί τους
5)
Στους πεντακοσίους και πλέον στη Γαλιλαία
6)
Στους επτά μετά το νυκτερινό ψάρεμα στην Τιβεριάδα
7)
Στους έντεκα την ημέρα της ανάληψης
8)
Στη Μαρία τη Μαγδαληνή
9)
Στον Πέτρο
10)
Στον Ιάκωβο
Γνωρίζουμε
πολύ καλά πόση ποικιλία χαρακτήρων και νοοτροπιών υπήρχε μεταξύ όλων αυτών που
είδαν τον αναστημένο Λυτρωτή. Δεν ήταν όλοι οι ίδιοι. Η μαρτυρία τους όμως
είναι μια. Από όποια μεριά τώρα και αν εξεταστούν οι μαρτυρίες, σαν σύνολο και σαν
λεπτομέρειες, δεν παρουσιάζουν κενά για να αμφισβητηθεί είτε το ότι ήταν
αυτόπτες, είτε το ότι είχαν την απαιτούμενη κρίση για να σχηματίσουν σαφή
αντίληψη των γεγονότων, που μας διηγούνται.
Οι
μαρτυρίες τους είναι απλές, δεν έχουν καμιά υπερβολή, δεν υπάρχει κανένα
ξέσπασμα καύχησης, αντίθετα ομολογούν τη δική τους άγνοια, τύφλωση και
βραδύτητα να αντιληφθούν εκείνα, που συνέβαιναν γύρω τους. Οι μαρτυρίες
δίνονται με τέτοια σοβαρότητα και σεμνότητα, που δείχνουν ότι οι μάρτυρες έχουν
πλήρη επίγνωση της φύσης του γεγονότος, που μαρτυρούν.
Η
ανάσταση του Κυρίου ήταν το κέντρο και η δύναμη του κηρύγματός τους προς την
ανθρωπότητα. Οι ίδιοι είχαν τη γνώμη πως χωρίς την ανάσταση το κήρυγμά τους θα
ήταν μάταιο. Καμιά φορά σκεπτόμαστε πως και χωρίς την ανάσταση οι μαθητές είχαν
αρκετά πράγματα να πουν στον κόσμο. Είχαν να πουν για την αγάπη του Χριστού,
για τη ζωή Του σαν ανθρώπου, για την υπέροχη διδασκαλία Του, για το θάνατό Του
πάνω στο σταυρό και για την ελπίδα που άφησε για μια καλύτερη και γλυκύτερη
πατρίδα στον ουρανό. Οι ίδιοι οι απόστολοι είχαν διαφορετική γνώμη. Τους
φαινόταν πως δεν είχαν να πουν τίποτε αν δεν είχαν να πουν για την ανάσταση.
Ήταν το φως της αναστάσεως, που έδωσε σε όλα τα άλλα την αξία τους.
Η μαρτυρία δόθηκε όταν και όπου έγινε η ανάσταση
Δεν
πρέπει να ξεχνάμε πως η μαρτυρία των αποστόλων δόθηκε και στο χρόνο και στον
τόπο τον ίδιο, όπου ισχυριζόταν ότι έγινε η ανάσταση. Και όμως κανένας δεν ήταν
σε θέση να τους αποστομώσει και να αποδείξει το αβάσιμο των ισχυρισμών τους.
Όταν πρωτοβγήκαν με εκείνη την ακατάσχετη ορμή κηρύττοντας την ανάσταση - λίγες
εβδομάδες μετά το γεγονός, ήταν πολύ εύκολο να αποστομωθούν, υπήρχαν όλα τα
μέσα, για να αποδειχτεί η πλάνη και η απάτη τους. Και όμως εξακολούθησαν με
μοναδική τόλμη να επιμένουν πως ο Εσταυρωμένος αναστήθηκε.
Δεν
θα μπορούσαν οι Ιουδαίοι να τους εκθέσουν το νεκρό σώμα του Δασκάλου τους και
να θέσουν τέρμα στην τόσο ενοχλητική γι' αυτούς δράση τους; Οι Φαρισαίοι ούτε
φαίνεται να επεχείρησαν ένα τέτοιο πράγμα. Στο λαό, είναι αλήθεια, κυκλοφόρησε
η φήμη πως οι μαθητές είχαν κλέψει το σώμα του Εσταυρωμένου, αλλά καμιά επίσημη
αρχή δεν τους πρόβαλε αυτό το επιχείρημα, όταν τους έσερναν στα δικαστήρια.
Ακόμη
και οι Σαδδουκαίοι που τόσο πολεμούσαν την ιδέα της ανάστασης και εξοργίστηκαν
με το κήρυγμα των αποστόλων, δεν προσπάθησαν καθόλου να αναιρέσουν το γεγονός
με αποδεικτικά, που θα έπρεπε να είναι στη διάθεσή τους. Η Εκκλησία, που με
τρόμο έβλεπαν να δυναμώνει μπροστά στα μάτια τους, θεμελιωνόταν πάνω στο
κήρυγμα της Ανάστασης. Χιλιάδες πίστευαν πως Εκείνος, που αυτοί σταυρώσανε σαν
κακούργο, ξαναγύρισε στη ζωή από τον τάφο. Όταν τους έσερναν στα δικαστήρια
ούτε τολμούσαν οι κατήγοροί τους να θίξουν το ζήτημα και να αποδείξουν την
απάτη ή την αυταπάτη τους. Το μόνο όπλο για να τους σταματήσουν ήταν η βία:
τους φοβέριζαν, τους φυλάκιζαν, διήγειραν τη λαϊκή προκατάληψη εναντίον των
μαρτύρων του γεγονότος της ανάστασης αλλά το γεγονός δεν επεχείρησαν ποτέ να το
αναιρέσουν. Το λογικό συμπέρασμα αυτής της τακτικής είναι πως επειδή έλειπαν τα
πειστικά επιχειρήματα κατέφευγαν στη βία και στην απειλή.
Η
ενωμένη λοιπόν μαρτυρία φτάνει σε μας μέσα από τους αιώνες, που κύλισαν, μ' όλη
την αδιάσειστη δύναμή της: Ο Ιησούς Χριστός πραγματικά αναστήθηκε!
Έμμεσες μαρτυρίες
Εκτός
από τις άμεσες και τόσο θετικές μαρτυρίες, που μας πείθουν για την ανάσταση
έχουμε και ιστορικές πραγματικότητες, που αποτελούν έμμεσες ενδείξεις για την
ιστορική αλήθεια της ανάστασης.
Η
γένεση και η εδραίωση της Χριστιανικής Εκκλησίας μέσα σ' έναν κόσμο ολότελα
αντιτιθέμενο και εχθρικό, δεν εξηγείται παρά μονάχα με το αναγκαίο συμπέρασμα
πως κάποιο εξαιρετικό υπερφυσικό γεγονός ήταν η πηγή της δυνάμεώς της. Ήταν
μονάχα μια φυσική εξέλιξη ιδεών, που δημιούργησε εκείνο το πνευματικό κύμα, που
σάρωσε τον αρχαίο ειδωλολατρικό κόσμο;
Αν
η ανάσταση του Χριστού δεν ήταν αλήθεια, πώς συνέβη, ώστε οι άνθρωποι να πιστέψουν
τόσο βαθειά στην ανάσταση ώστε να ξεχωρίσουν από τον άλλο κόσμο τριγύρω τους
και να σχηματίσουν μια καινούργια κοινωνία - τη Χριστιανική Εκκλησία. Καμιά
προπαρασκευή δεν είχε γίνει, για ένα τέτοιο κίνημα. Ποιο άλλο γεγονός θα
μπορούσε να δικαιολογήσει την ίδρυση και ανάπτυξη της Χριστιανικής Εκκλησίας,
εκτός από το γεγονός της αναστάσεως;
Εκείνοι,
που δοκίμασαν να εξηγήσουν το Χριστιανισμό τα τελευταία χρόνια με τη διαλεκτική
του υλισμού, σαν ένα κοινωνικό κίνημα με οικονομικά αίτια, το μόνο που
κατάφεραν ήταν, να δείξουν πόσο αδύνατη είναι η θεωρία τους, όταν καταπιάνεται
με την πνευματική πείρα και μάλιστα τη Χριστιανική πείρα. Ο Χριστιανισμός δεν ήρθε
σαν ένα αναμορφωτικό κίνημα. Ήρθε σαν μια επανάσταση, η πιο βαθειά επανάσταση
που γνώρισε αυτός ο κόσμος. Κάτω από την πνοή της πνευματικής εκείνης επανάστασης
σαρώθηκαν τα παλιά είδωλα και μια καινούργια πνευματική κοσμογονία είχε
αρχίσει. Ποιο ήταν το σημείο και το αίτιο, που άναψε την πρώτη φλόγα, αν δεν
ήταν ο αναστημένος Χριστός;