Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Ποιοι είμαστε


(Μαλαχ.α:1 – 5)

 

Το βιβλίο του Μαλαχία περιγράφει τη διεφθαρμένη θρησκευτικότητα κάθε εποχής, και της δικής μας. Περιγράφει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, τη σύγχρονη στάση του ανθρώπου ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τον Θεό και έχει το θράσος να Τον μετρήσει με το μέτρο της ανθρώπινης ηθικής.  

Αυτή η στάση προδίδεται με μια φράση που συνεχώς επαναλαμβάνεται στο βιβλίο: «Εις τι».

Εμφανίζεται 7 φορές στο βιβλίο και κάθε φορά που τη βλέπουμε, εκφράζει τον άνθρωπο που προκαλεί τον Θεό, προκαλεί τις δηλώσεις του Θεού, προκαλεί τις αξιώσεις του Θεού, προκαλεί τον Θεό να δώσει εξηγήσεις με ανθρώπινους όρους. 

Στο α:2 ο Θεός ξεκινάει το μήνυμά Του και λέει στους ανθρώπους Εγώ σας ηγάπησα. Οι άνθρωποι όμως με κριτική απιστία απαντούν: Εις τι μας ηγάπησας;

Πίσω από αυτή την ερώτηση υπάρχει ένα πικρό παράπονο για το πως τους φέρθηκε ο Θεός. Είχαν παράπονο από τον Θεό. Θα έχουμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε στην πορεία του Βιβλίου. Θα δούμε πως η θρησκεία των ανθρώπων ήταν τυπική και άδεια. Όμως ήταν ευχαριστημένοι με αυτό. Πίστευαν για τον εαυτό τους πως τα κατάφερναν καλά. Πως έκαναν χάρη στον Θεό με τις πολλές θρησκευτικές τους δραστηριότητες. Και ο Θεός παρ όλες τις προσπάθειές τους δεν τους είχε ευλογήσει με ευημερία όπως εκείνοι πίστευαν ότι άξιζαν. Συνέχιζαν να είναι ένα αδύναμο έθνος. Ρωτάνε λοιπόν: Πως μας αγάπησες; Εννοώντας πως αν ο Θεός τους αγαπούσε πραγματικά θα τους έβγαζε από τη φτώχεια, θα τους έκανε πλούσιους, θα έπαιρνε τα προβλήματα τους.

Μετά την επιστροφή τους από την εξορία ο Ιούδας συνέχιζε να είναι μια ασήμαντη περιοχή. Παρόλο που απολάμβαναν την πολιτική ανεκτικότητας της Περσίας συνέχιζαν να είναι κάτω από μια ξένη δύναμη (Νεεμίας α:3, θ:36-37) και αντιμετώπιζαν αντίσταση από τους γύρω λαούς (Έσδρας δ:23, Δανιήλ θ:25). Δεν ήταν ανεξάρτητο έθνος και δεν υπήρχε χρισμένος βασιλιάς από την γενιά του Δαβίδ.

Προσέξτε είμαστε 100 χρόνια μετά την επιστροφή τους. Και ο Αγγαίος, και ο Ζαχαρίας, όταν έχτιζε τον ναό ο Ζοροβάβελ είχαν προφητέψει ευημερία, επέκταση, ειρήνη, την επιστροφή της παρουσίας του Θεού (Αγγαίος 2, Ζαχαρίας α:16-17, 2, 8, 9).

Αυτοί όμως δεν έζησαν τίποτα από αυτά. Ζούσαν σε οικονομική δυσχέρεια, τα χωράφια δεν κάρπιζαν και υπήρχε παρατεταμένη ξηρασία όπως θα δούμε (Μαλ.γ:10-11). Ακούν λοιπόν το μήνυμα του Θεού, «Σας αγάπησα» και ρωτούν «πως μας αγάπησες;»

Έχεις νοιώσει έτσι για το Θεό; Αδικημένος. Πολλοί νοιώθουν έτσι σήμερα. Που είναι ο Θεός; Πως μας αγαπάει ο Θεός; Αν μας αγαπούσε έτσι θα ήμασταν; Δε βλέπει; Άστον στην ησυχία του εκεί που είναι και εμείς να βράζουμε στο ζουμί μας. Και εμείς, εδώ μέσα, άνθρωποι που μεγαλώνουμε μέσα στην Εκκλησία, περιμένουμε πράγματα από τον Θεό και συχνά δε γίνονται. Απογοητευόμαστε.

Είναι δυνατόν ο Θεός να μας αδικεί; Είναι δυνατόν άραγε ο άνθρωπος να μπορεί να έχει απαιτήσεις από τον Θεό και όταν ο Θεός δεν συμμορφώνεται, ο άνθρωπος να μπορεί να πει; Πως μ’ αγαπάς; Αν μ’ αγαπούσες δε θα ήμουν εδώ.

 

Στο Μαλ.α:6, που είναι η δεύτερη ενότητα, ο Θεός μιλάει στους θρησκευτικούς ηγέτες και λέει Ο υιός τιμά τον πατέρα και ο δούλος τον κύριον αυτού· αν λοιπόν εγώ ήμαι πατήρ, που είναι η τιμή μου; και αν κύριος εγώ, που ο φόβος μου; λέγει ο Κύριος των δυνάμεων προς εσάς, ιερείς, οίτινες καταφρονείτε το όνομά μου.

Στο ίδιο εδάφιο διαβάζουμε και την απάντηση των ιερέων: Εις τι κατεφρονήσαμεν το όνομά σου; Οι ιερείς θα δούμε παρακάτω προσέφεραν ζώα που δεν ήταν καλά για τη θυσία, κουτσά, άρρωστα ζώα. Λέει ο προφήτης πιο κάτω: Σεις όμως εβεβηλώσατε αυτό, (την λατρεία του Θεού) λέγοντες: Η τράπεζα του Κυρίου είναι μεμιασμένη, και τα επιτιθέμενα επ' αυτήν, το φαγητόν αυτής, αξιοκαταφρόνητον. Σεις είπετε έτι, Ιδού, οποία ενόχλησις· και κατεφρονήσατε αυτήν, λέγει ο Κύριος των δυνάμεων· και εφέρατε το ηρπαγμένον και το χωλόν και το άρρωστον, ναι, τοιαύτην προσφοράν εφέρατε· ήθελον δεχθή αυτήν εκ της χειρός σας; λέγει Κύριος  (Μαλ.α:12-13).

Καθώς όμως τους ελέγχει ο προφήτης, αυτοί απαντούν θυμωμένα: Πως σε περιφρονούμε;

Στο εδάφιο 7 αφού ο Θεός τους λέει, Προσεφέρετε άρτον μεμιασμένον επί του θυσιαστηρίου μου (Μαλ.α:7). Αυτοί απαντούν με τον ίδιο τρόπο: Εις τι σε εμιάναμεν; (Πως μολύναμε το θυσιαστήριο;) Πίστευαν οι ιερείς πως έκαναν παραπάνω και από ότι έπρεπε ενώ θυσίαζαν παραμορφωμένα ζώα, ενώ εκτελούσαν τα καθήκοντά τους με θυμό και πικρία, πως όλα αυτά δε μολύνουν τη λατρεία.

Περιφρονώ το όνομα του Θεού, τον Θεό τον ίδιο, όταν δεν του προσφέρω το καλύτερο που έχω, και με την καλύτερη δυνατή διάθεση.

Στο β:17 ο Μαλαχίας λέει, Κατεβαρύνατε τον Κύριον με τους λόγους σας.  Τον κουράσατε τον Κύριο με τα ανόητα λόγια σας. Η απάντηση πάλι η ίδια: Με τι κατεβαρύναμεν αυτόν; Πως τον κουράσαμε; Οι επόμενες γραμμές το εξηγούν. Με το να λέγητε, πας όστις πράττει κακόν είναι ευάρεστος ενώπιον του Κυρίου, και αυτός ευδοκεί εις αυτούς. Που είναι ο Θεός της κρίσεως;

Οι άνθρωποι έριχναν το φταίξιμο στον Θεό για τα προβλήματα του κόσμου.  Από τη δική τους οπτική γωνία, αυτοί που έκαναν το καλό (οι ίδιοι δηλαδή) υπέφεραν και όσοι έκαναν το κακό αυτοί ήταν οι ευλογημένοι. Που είναι ο Θεός που κάνει κρίση; Που είναι ο Θεός που φροντίζει το δίκαιο;

Το λάθος δεν είναι στην ερώτηση! Την ίδια ερώτηση περίπου είχε κάνει και ο Αβραάμ στην Γέν.ιη:25 όταν προσευχόταν για τα Σόδομα και τα Γόμορρα: μη γένοιτο ποτέ συ να πράξης τοιούτον πράγμα, να θανατώσης δίκαιον μετά ασεβούς, και ο δίκαιος να ήναι ως ο ασεβής μη γένοιτο ποτέ εις σε ο κρίνων πάσαν την γην δεν θέλει κάμει κρίσιν;

Το λάθος των ανθρώπων στις μέρες του Μαλαχία είναι πως πιστεύουν ότι αυτοί είναι οι δίκαιοι. Επομένως ο Θεός που δεν τους ευλογεί και ευλογεί τους άλλους, είναι άδικος. Ήθελαν δικαιοσύνη από τον Θεό. Ενώ θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες στον Θεό  γιατί αντί για την δικαιοσύνη Του ελάμβαναν την χάρη Του. Αυτό συμβαίνει σε κάθε εποχή όταν δεν έχουμε σωστή εικόνα για τον εαυτό μας και για το πως μας βλέπει ο Θεός.

Τι νομίζετε υπάρχει πίσω από την ερώτηση: «Θεέ μου τι σου έχω κάνει;» Ο κάθε άνθρωπος στα δικά του τα μάτια έχει μόνο δίκιο. Και ο Θεός, αν είναι σωστός, πρέπει να πάρει το μέρος του.

Τα ακούει όλα αυτά ο Θεός, τα ακούει, και λέει στο τέλος: Κατεβαρύνατε τον Κύριον με τους λόγους σας (Μαλ.β:17).

Η πέμπτη φορά που ο λαός ρωτάει αλαζονικά «πως» είναι στο Μαλ.γ:7. Ο Θεός προσκαλεί τον λαό Του και του λέει: Επιστρέψατε προς εμέ και θέλω επιστρέψει προς εσάς). Τα ίδια είχαν πει και οι άλλοι προφήτες (Ωσηέ ιδ:1).

Ούτε με τον Ωσηέ επέστρεψαν δυστυχώς, ούτε με τον Μαλαχία. Αντίθετα ρωτάνε πάλι: Τίνι τρόπω θέλομεν επιστρέψει; Δηλαδή πως να επιστρέψουμε; Αυτό δεν εκφράζει απορία. Δεν είναι πες μας τι να κάνουμε γιατί δεν ξέρουμε και θα το κάνουμε. Εννοούν το εξής: Πως μπορείς να μας πεις επιστρέψτε, όταν εμείς είμαστε όσο πιο κοντά γίνεται και υπακούμε όσο περισσότερο γίνεται; Τι πρέπει να κάνουμε δηλαδή, που δεν το έχουμε κάνει ήδη;

Στο επόμενο εδάφιο καθώς ήδη μιλούμε για την επιστροφή, και ο Θεός αρχίζει και τους λέει αυτό το «πως», ο Θεός διακηρύττει: Μήπως θέλει κλέπτει ο άνθρωπος τον Θεόν; σεις όμως με εκλέπτετε (Μαλ. γ:8).

Και εννοείται ότι δεν το παραδέχονται. Ποια νομίζετε είναι η ερώτηση: Εις τι σε εκλέψαμεν; Πως σε κλέψαμε; Μην μας κατηγορείς άδικα. Αν νομίζεις πως σου χρωστάμε, πες μας τι σου χρωστάμε συγκεκριμένα. Και θα δεις πως όχι μόνο δε σου χρωστάμε, αλλά είμαστε πρότυπα πνευματικής πορείας.  Και ο Θεός απαντάει: εις τα δέκατα και εις τας προσφοράς.

Με ποιο τρόπο άραγε επιστρέφει κανείς στον Θεό; Τι σημαίνει να επιστρέψω στον Θεό; Είναι μόνο το κλάμα; Μόνο η συγκίνηση; Τι είναι τελικά η μετάνοια και η επιστροφή; Είναι αλλαγή ζωής. Είναι να αναγνωρίσω τον Θεό για αυτό που είναι και να Του δώσω αυτό που Του ανήκει. Η προσφορά στην υπόθεση της βασιλείας του Θεού, η όποια προσφορά, από τα υλικά αγαθά μου, το χρόνο μου, τις ικανότητες μου, φανερώνει που είναι η καρδιά μου.

Όταν ο άνθρωπος επιστρέφει στον Θεό και περπατάει κοντά με τον Θεό δίνει στον Θεό αυτό που Του πρέπει. Η μετάνοια και η επιστροφή είναι χειροπιαστές.

Η τελευταία φορά που βλέπουμε αυτόν τον διάλογο έρχεται στο εδάφιο 13 και είναι παρόμοια με την πρώτη φορά: Οι λόγοι σας ήσαν σκληροί εναντίον μου, λέγει ο Κύριος (Μαλ.γ:13). Και οι άνθρωποι πάλι απαντούν: Τι ελαλήσαμεν εναντίον σου;

Όλες αυτές οι ερωτήσεις τι είναι τελικά, παρά λόγια σκληρά για τον Θεό. Όταν αμφισβητεί ο άνθρωπος την αγάπη του Θεού, όταν περιφρονεί την λατρεία του Θεού, όταν επιτίθεσαι στη δικαιοσύνη Του, όταν αμφισβητείς τις εντολές του Θεού, όταν κλέβεις τον Θεό και δεν του προσφέρεις παρά μόνο λόγια, τότε ναι, μιλάς σκληρά ενάντια στον Θεό. Τόσο αυτοδικαιωμένοι όμως ήταν που δεν μπορούσαν να δουν το χάλι τους. «Τι είπαμε εναντίον σου;» Η ερώτηση είναι «τι δεν είπατε, εναντίον του Θεού;»

Επτά ερωτήσεις του Θεού, και επτά αντιδράσεις των ανθρώπων. Η στάση των ανθρώπων αυτών είναι η ίδια με τη στάση των ανθρώπων σήμερα. Των ανθρώπων που μετράνε τον Θεό, την σοφία του Θεού, τις εντολές Του, την δικαιοσύνη Του με ανθρώπινα κριτήρια.

Ο Μαλαχίας όμως, δεν περιγράφει απλά τον κόσμο σήμερα, αλλά και την εκκοσμικευμένη σε πολλά εκκλησία, της οποίας πολλές φορές εμείς οι ίδιοι γινόμαστε παραδείγματα. Όταν παραπονιόμαστε στον Θεό που δε μας κάνει τα χατίρια, όταν δεν Του δίνουμε το καλύτερο μας στη λατρεία και Τον λατρεύουμε με γκρίνια, όταν αμφισβητούμε την σοφία Του και ισχυριζόμαστε πως μερικές από τις εντολές δε μπορείς να τις υπακούσεις, όταν δε Του δίνουμε τίποτα άλλο παρά την λατρεία των χειλέων μας, τότε ναι, εμείς είμαστε αυτοί.

Ο λαός του Θεού τότε, και οι Εκκλησίες μας σήμερα, δεν βρίσκονται σε ανοιχτή επανάσταση ενάντια στον Θεό. Δεν αρνείται κανένας το δικαίωμα που έχει ο Θεός να περιμένει τις προσφορές μας. Δε λέει κανένας, «δεν υποτάσσομαι στον Θεό, θα κάνω ό,τι θέλω». Κανείς δεν έλεγε τότε ούτε και σήμερα, «δε θα λατρεύσω τον Θεό».

Και όμως, γι’ αυτούς τους ανθρώπους, σε τέτοιους ανθρώπους, μέσα στον ναό τότε, και μέσα στις εκκλησίες σήμερα, λέει ο Θεός, «Με κουράσατε με τα λόγια σας». «Επιστρέψτε σε μένα». Έχετε θρησκεία, αλλά είστε μακριά μου.

Είμαστε περήφανοι που είμαστε χριστιανοί, αλλά η ζωή μας είναι μακριά για τα άγια μάτια του Θεού. Και όταν το ακούμε αυτό, απαντάμε; «Εγώ είμαι λάθος;». «Όχι, οι άλλοι φταίνε!». Δεν είμαι εγώ λάθος. Σε τελευταία ανάλυση, είμαι πολύ καλύτερος από μερικούς άλλους.

Όλα αυτά, το να είναι κάποιος φαινομενικά κοντά στο Θεό, αλλά ουσιαστικά μακριά Του, η Καινή Διαθήκη έχει μια φράση που το περιγράφει: έχοντες μεν μορφήν ευσεβείας, ηρνημένοι δε την δύναμιν αυτής (Β΄ Τιμ.γ:5).

Αυτό ακριβώς είναι που χιλιάδες στην πατρίδα μας, και σε όλο τον κόσμο, κάνουν. Χιλιάδες εκκλησιαζόμενοι, αυτοδικαιωμένοι, οι οποίοι δεν είναι άθρησκοι. Το αντίθετο μάλιστα. Πιστεύουν πως είναι άνθρωποι του Θεού. Όταν όμως υπάρξει ένα οποιοδήποτε πρόβλημα, στη δουλειά, σε μια σχέση, στην υγεία, ένας θάνατος, τότε αμέσως φταίει ο Θεός.

Το βιβλίο του Μαλαχία δεν είναι για ανθρώπους χωρίς Θεό. Ήταν τα μηνύματα του Θεού στον δικό Του λαό. Σ’ αυτούς που το ένα Σάββατο μετά το άλλο, πήγαιναν στον ναό. Σ’ αυτούς που ήταν παιδιά, κατά σάρκα έστω, παιδιά του Αβραάμ.

Ο Παύλος όταν γράφει στον Τιμόθεο (Β’ Τιμ.γ:3) και γράφει αυτή την φράση, θυμάστε τι έχει πει πιο πριν, πριν από το εδάφιο 5; Γίνωσκε δε τούτο, ότι εν ταις εσχάταις ημέραις θέλουσιν ελθεί καιροί κακοί· διότι θέλουσιν είσθαι οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, απειθείς εις τους γονείς, αχάριστοι, ανόσιοι, άσπλαγχνοι, αδιάλλακτοι, συκοφάνται, ακρατείς, ανήμεροι, αφιλάγαθοι, προδόται, προπετείς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μάλλον παρά φιλόθεοι. Τα διαβάζεις αυτά, και λες, πω-πω τι χάλια έχει ο κόσμος;

Ποιος κόσμος; Όλοι αυτοί που είναι συκοφάντες, αχάριστοι, φιλήδοντοι, ακρατείς, φιλάργυροι, υπερήφανοι, «έχουν μορφή ευσέβειας». Δεν είναι οι άθεοι, δεν είναι αυτοί που δεν πατάνε στις εκκλησίες. έχοντες μεν μορφήν ευσεβείας, ηρνημένοι δε την δύναμιν αυτής. Και θυμάστε τι λέει μετά; Και τούτους φεύγε (Β΄ Τιμ.γ:5).

Να σταθούμε πάλι για λίγο στην πρώτη αντίρρηση, στην αρχή του βιβλίου: Εγώ σας ηγάπησα, λέγει Κύριος· και σεις είπετε, Εις τι μας ηγάπησας; δεν ήτο ο Ησαύ αδελφός του Ιακώβ; λέγει Κύριος· πλην ηγάπησα τον Ιακώβ, τον δε Ησαύ εμίσησα και κατέστησα τα όρη αυτού ερήμωσιν και την κληρονομίαν αυτού κατοικίας ερήμου. Και εάν ο Εδώμ είπη, Ημείς εταλαιπωρήθημεν, πλην θέλομεν οικοδομήσει εκ νέου τους ηρημωμένους τόπους, ούτω λέγει ο Κύριος των δυνάμεων· Αυτοί θέλουσιν οικοδομήσει αλλ' εγώ θέλω καταστρέψει· και θέλουσιν ονομασθή, Όριον ανομίας, και, Ο λαός κατά του οποίου ο Κύριος ηγανάκτησε διαπαντός. Και οι οφθαλμοί σας θέλουσιν ιδεί και σεις θέλετε ειπεί, Εμεγαλύνθη ο Κύριος από του ορίου του Ισραήλ (Μαλ. α:2-5).

Είπαμε οι άνθρωποι αυτοί έβλεπαν την κατάστασή τους. Έβλεπαν πως δεν ήταν ανεξάρτητοι. Η δόξα του Θεού δεν υπήρχε στον ναό τους, όπως την περίοδο του Σολομώντα. Ποτέ δεν επέστρεψε. Οι γείτονες τους καταπίεζαν, τα χωράφια δεν έδιναν καρπό, υπήρχε οικονομική δυσχέρεια. Επομένως τι μας λες Θεέ μας αγάπησες. Πως μας αγάπησες;

Και ο Θεός τους φέρνει ένα παράδειγμα. Από την ιστορία τους. Από τον Ησαύ (που ονομάστηκε Εδώμ) και τον Ιακώβ. Ο προφήτης Αβδιού είχε προφητέψει τη μελλοντική καταστροφή των Εδωμιτών για την περηφάνια τους. Και αυτή η περηφάνια συνοδευόταν από μη αδελφική συμπεριφορά  στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ την μέρα της καταστροφής τους. Αυτή η κρίση είχε προφανώς λάβει χώρα την περίοδο που διακονεί ο Μαλαχίας και εδώ ο Θεός λέει πως αυτή η κρίση θα είναι μόνιμη, μη αναστρέψιμη. Ο Εδώμ έχει εξαφανιστεί από το χάρτη και οι κάτοικοι του μπορεί να λένε «εμείς ταλαιπωρηθήκαμε, αλλά θα χτίσουμε πάλι τα μέρη που ερημώθηκαν». Ο Θεός όμως λέει «και αν χτίσετε, εγώ θα σας το γκρεμίσω».

Γιατί το λέει ο προφήτης αυτό; Υπάρχει μια σύγκριση, που πρέπει να τη δουν. Μια σύγκριση ανάμεσα στον Ιακώβ και τον Ησαύ. Ανάμεσα στον Ιούδα και τον Εδώμ. Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ που αυτοδικαιώνονται στον Θεό μπροστά, που Του παραπονιούνται «πως μας αγάπησες» που κρίνουν τον Θεό, πρέπει να τους θυμίσει κάποιος πως αυτούς διάλεξε ο Θεός χωρίς να το αξίζουν, και όχι τον Ησαύ.

Είχαν το θράσος να πουν στον Θεό, «πως μας αγάπησες» ξεχνώντας, αδιαφορώντας για τα προνόμια που ο Θεός τους έχει δώσει να είναι αυτοί ο λαός Του, αυτοί το αντικείμενο της ευλογίας Του, να έχουν αυτοί την προνομιακή θέση, παρά ο Ησαύ και οι απόγονοι του. Και αυτό λέει ο Θεός. Από τη γέννα και μόνο, θα μπορούσε ο Θεός να είχε διαλέξει τον Ησαύ. Δεν τον διάλεξε όμως. Διάλεξε τον Ιακώβ. Είχαν τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα: τον Ισαάκ και τη Ρεβέκκα. Όμως ο Θεός διάλεξε, χωρίς να το αξίζουν, χωρίς να το αξίζει ο Ιακώβ, να δημιουργήσει τον λαό Του μέσα από αυτόν, και όχι μέσω του Ησαύ.

Ότι είχε κάνει ο Θεός μαζί τους, το έκανε επειδή αυτή ήταν η χάρη Του. Τους ευλόγησε με τον νόμο Του. Τους προστάτεψε από τους εχθρούς τους. Τους ελευθέρωσε από την Αίγυπτο. Τους έδωσε βασιλιά. Έκανε υπομονή μαζί τους. Τους προειδοποίησε πολλές φορές να επιστρέψουν, και δεν επέστρεψαν. Τελικά πήγαν στην αιχμαλωσία.

Και από εκεί όμως, τους έφερε πίσω. Οδήγησε τα πράγματα έτσι ώστε να ξαναχτιστεί ο ναός, και η πόλη τους. Όλα αυτά με τη χάρη Του. Και τίποτα άλλο. δεν ήτο ο Ησαύ αδελφός του Ιακώβ; λέγει Κύριος· πλην ηγάπησα τον Ιακώβ, τον δε Ησαύ εμίσησα.

Πόσες φορές γκρινιάζουμε με τον Θεό αδελφοί; Δε μας πάνε τα πράγματα καλά και αμφισβητούμε την αγάπη Του. Ξέρετε πως απαντάει ο Θεός; Όλα αυτά που έχω κάνει για σένα τι είναι; Νομίζεις πως είσαι καλύτερος από τους άλλους και είσαι παιδί μου; Σε διάλεξα προ καταβολής κόσμου και κοίτα το Σταυρό. Μη λες στον Θεό «πως με αγάπησες». Σε αγάπησε χωρίς να το αξίζεις. Και ενώ ήσουν εχθρός Του, πέθανε ο Χριστός για σένα.  Και σε όλη σου τη ζωή, μέχρι εδώ που είσαι σε έχει φροντίσει. Αμήν!