Όταν ο Θεός με αναγεννά με το Πνεύμα Του, με ενώνει με τον Χριστό, είμαι «εν Χριστώ»! Αυτό σημαίνει πως ό,τι έχει ο Χριστός γίνεται δικό μου!! Με βλέπει μέσα από τον Χριστό, με βλέπει εν Χριστώ δίκαιο, άγιο, τέλειο, μου καταλογίζει, μου μετράει, μου «πιστώνει» την δική Του δικαιοσύνη. Πίσω στον Παύλο. Θα πάει στον ουρανό; Θα πάει! Γιατί επειδή έμεινε πιστός; Όχι, αλλά επειδή ντύθηκε τη δικαιοσύνη του Χριστού. Γράφει στη Φιλιππησίους, «…και να ευρεθώ εν αυτώ μη έχων ιδικήν μου δικαιοσύνην την εκ του νόμου, αλλά την διά πίστεως του Χριστού, την δικαιοσύνην την εκ Θεού διά της πίστεως» (Φιλιπ.γ:9).
Παρόλο, λοιπόν, που συνεχίζω να παλεύω με την αμαρτία,
ταυτόχρονα είμαι δικαιωμένος! μιᾷ γὰρ
προσφορᾷ τετελείωκεν εἰς τὸ διηνεκὲς τοὺς ἁγιαζομένους (Εβρ.ι:14). Αγιάζομαι, που σημαίνει πως
βιωματικά δεν είμαι τέλειος κι αναμάρτητος, κι όμως ο Θεός λέει πως είμαι
τέλειος, επειδή η θυσία του Χριστού με κατέστησε τέλειο. Επειδή η αξία του
Χριστού προσμετριέται σαν δική μου.
Όλο αυτό λοιπόν, σύμφωνα με κάποιους είναι «μύθευμα». Όποιος
όμως διαβάζει την Καινή Διαθήκη δεν μπορεί να το αγνοήσει. Σίγουρα είναι
σκανδαλώδες: εις τον μη εργαζόμενον όμως,
πιστεύοντα δε εις τον δικαιούντα τον ασεβή, η πίστις αυτού λογίζεται εις
δικαιοσύνην, (Ρωμ.δ:5). Ο Θεός
δικαιώνει τον ασεβή. Τον ληστή στον Σταυρό, την Σαμαρείτιδα στο πηγάδι, τον
Ζακχαίο, τον Νικόδημο, τον διώκτη Σαύλο, τον Βαρνάβα, τον Ιάκωβο, όλους.
Φυσικά η διδασκαλία αυτή εγείρει απορίες, δημιουργεί
συζητήσεις κι έχει ενστάσεις. Στο Ρωμ.γ:27-31, θα δούμε αυτές τις απορίες, τις
οποίες προλαβαίνει ο απόστολος Παύλος και τις απαντάει. Προσοχή, οι ερωτήσεις
δεν είναι τυχαίες! Είναι οι ίδιες ερωτήσεις που οι άνθρωποι θα ρωτήσουν και
σήμερα, ίσως όμως με άλλα λόγια, καθώς τους εξηγούμε το ευαγγέλιο του Χριστού.
Τα ανθρώπινα ερωτήματα δεν έχουν αλλάξει. Η ανθρώπινη φύση δεν έχει αλλάξει, η
αμαρτωλότητα των ανθρώπων δεν έχει αλλάξει. Αυτές οι ερωτήσεις είναι λογικές
και δημιουργούνται όταν κάποιος ακούσει σοβαρά, βάλει κάτω τα πράγματα και
σκεφτεί τι λέει στην πραγματικότητα ο απόστολος Παύλος. Η πρώτη ερώτηση:
Που λοιπόν η καύχησις;
Εκλείσθη έξω. Διά ποίου νόμου; των έργων; Ουχί, αλλά διά του νόμου της πίστεως
(Ρωμ.γ:27). Το πρώτο αποτέλεσμα,
πρακτικό αποτέλεσμα της δικαίωσης δια πίστεως μόνο, είναι πως αποκλείει το
«καύχημα», δηλαδή κάθε ανθρώπινη περηφάνια. Κι αυτό «πονάει». Πονάει, πληγώνει
και ταπεινώνει το εγώ μας. Για αυτό και η θρησκεία είναι τόσο λογική.
Η περηφάνια, θεωρείται, ως η μεγαλύτερη αμαρτία. Αν αυτό
είναι σωστό και το ευαγγέλιο δεν καταστρέφει την περηφάνια, τότε δεν είναι
καλό. Αποτυγχάνει. Στον Μεσαίωνα, η περηφάνια θεωρούταν η πρώτη από τα επτά
θανάσιμα αμαρτήματα. Σήμερα αυτό μας ακούγεται υπερβολικό. Ακόμη κι αν είναι
υπερβολικό, δεν πρέπει να θεωρούμε την περηφάνια μικρή κι ακίνδυνη.
Η περηφάνια μας κάνει σκληρούς. Μας οδηγεί να πιστεύουμε πως
είμαστε καλύτεροι κι ανώτεροι από τους άλλους. Είναι ανταγωνιστική. Δεν
χαίρεται όταν υπάρχει κάτι αλλά όταν αυτό το κάτι είναι καλύτερο από του
διπλανού. Αν όλοι ήταν πλούσιοι, ή εξαιρετικά εμφανίσιμοι, αν όλοι είμαστε το
ίδιο, τότε δεν έχεις κάτι που να σε ξεχωρίζει. Όμως, η σύγκριση σε κάνει
περήφανο. Η απόλαυση του να είσαι πάνω από τους άλλους.
Σε άλλες αμαρτίες οι άνθρωποι μπορεί και να βρεθούν μαζί.
Βρίσκεις στον αλκοολισμό φίλους. Ή επίσης ο λαός δεν λέει «κόρακας κοράκου μάτι
δεν βγάζει;» Ή «μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια». Η περηφάνια όμως, πάντα
σημαίνει εχθρότητα. Είναι εχθρότητα. Κι όχι μόνο μεταξύ ανθρώπων, αλλά ανάμεσα
στον άνθρωπο και στον Θεό.
Η περηφάνια ήταν η πρώτη αμαρτία. Ήταν η αμαρτία του Σατανά
ο οποίος είπε: «Θέλω αναβή εις τον
ουρανόν, θέλω υψώσει τον θρόνον μου υπεράνω των άστρων του Θεού· και θέλω
καθήσει επί το όρος της συνάξεως, προς τα μέρη του βορρά· θέλω αναβή επί τα ύψη
των νεφελών· θέλω είσθαι όμοιος του Υψίστου» (Ης.ιδ:13-14).
Η περηφάνια τον έκανε να θέλει αυτό που δεν ήταν δικό του.
Κι όμως η Γραφή λέει Εις τον άδην όμως
θέλεις καταβή, εις τα βάθη του λάκκου (Ησαΐας
ιδ:15). Η περηφάνια ήταν η αμαρτία της Εύας που ήθελε να γίνει σαν τον Θεό,
χωρίς τον Θεό. Η περηφάνια ήταν η αμαρτία του Αδάμ που πίστεψε πως μπορεί να
ζει χωρίς Θεό. Όλος ο κόσμος είναι άρρωστος με αυτήν.
Που φανερώνεται κυρίως και περισσότερο η περηφάνια; Στη
θρησκεία!!! Η θρησκεία είναι το χωράφι που την καλλιεργεί και καρποφορεί με
γεωμετρική πρόοδο. O λόγος είναι απλός. Η ανάγκη της περηφάνιας είναι όλοι να
με αναγνωρίζουν, να παραδέχονται την αξία μου, τις προσπάθειές μου και να είμαι
ο καλύτερος. Η θρησκεία, λοιπόν, υπόσχεται την ύψιστη αναγνώριση. Ο Θεός
αναγνωρίζει τον κόπο σου. Ο Θεός ο ίδιος σου λέει «άξιος». Δεν υπάρχει κάτι
παραπάνω. Το κίνητρο είναι τεράστιο.
Η θρησκεία γαργαλάει τα αυτιά με αυτό, ατελείωτα όμως. Σε
πείθει πως γίνεται, αν κάνεις ό,τι σου λέει, ίσως κι εσύ τα καταφέρεις.
Πείθεσαι λοιπόν, κι εσύ πως τα καταφέρνεις: Ευχαριστώ
σοι, Θεέ, ότι δεν είμαι καθώς οι λοιποί άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή
και καθώς ούτος ο τελώνης· νηστεύω δις της εβδομάδος, αποδεκατίζω πάντα όσα έχω
(Λουκ.ιη:11-12). Τα έκανε ο άνθρωπος
αυτά. Δεν έλεγε ψέματα. Ανθρωπίνως ήταν καλύτερος από τον τελώνη.
Παρατηρείτε όμως, πως μας ενοχλεί η στάση του; Αν ερχόταν
κάποιος σε μας και μας έλεγε, «για πες μου δεν είμαι καλύτερος από τους
άλλους»; Τι θα λέγαμε; Πως θα νοιώθαμε; Κι αν αυτός συνέχιζε μάλιστα κι
αράδιαζε τους λόγους, οι οποίοι αν τους καλοσκεφτόμασταν ήταν λογικοί, πάλι θα
μας ενοχλούσε. Μπορεί να συμφωνούσαμε, αλλά σίγουρα θα μας άφηνε μια πολύ
άσχημη γεύση η συμπεριφορά του.
Ο Φαρισαίος όμως, δεν ζητούσε απλά την επιδοκιμασία ενός
άλλου ανθρώπου. Την απαιτούσε από τον Θεό. Αν ο κομπασμός προς ένα άνθρωπο
φαίνεται άπρεπος, πόσο μάλλον προς τον Θεό. Να πάει στον Θεό κάποιος και να του
λέει, «Κοίτα τι καλός που είμαι! Δεν είμαι; Δεν είμαι σαν τους άλλους». Κι όμως
εντέλει οι άνθρωποι αυτό λένε επειδή βαθιά μέσα τους αυτό πιστεύουν. Ο άνθρωπος
δεν έχει συναίσθηση, ούτε της αγιότητας του Θεού, ούτε της αμαρτωλότητας της
δικής του. Δεν πιστεύει πως είναι αμαρτωλός επειδή δεν έχει ιδέα του ποιος
είναι αληθινά ο Θεός. Αν είχε, θα μπορούσε να δει, πως στα μάτια του Θεού και ο
τελώνης και ο Φαρισαίος ήταν ίδιοι.
Όταν ο άνθρωπος καταλήγει η θρησκευτική του ζωή τον κάνει να
νοιώθει καλά και κυρίως πως είναι καλύτερος από τους άλλους, τότε έχει φτιάξει
την δική του ψεύτικη εικόνα για τον Θεό. Γιατί η εικόνα του αληθινού Θεού σε
κάνει να ξεχνάς το ποιος είσαι, να εγκαταλείπεις κάθε σκέψη για το πόσο καλός
είσαι, και να ζητάς το έλεός Του.
Πώς μπορεί λοιπόν, κάποιος να λυτρωθεί από την περηφάνια,
όταν είμαστε τόσο γεμάτοι από αυτή; Η
απάντηση είναι πως εμείς από μόνοι μας δεν μπορούμε να απαλλαγούμε. Για αυτό
σωζόμαστε μόνο με τη χάρη! Δεν μπορούμε να σώσουμε τον εαυτό μας, ακριβώς
επειδή είμαστε άνθρωποι. Όμως, αποκτάμε την ικανότητα να ξεχάσουμε τον εαυτό
μας, όταν ο Θεός στρέψει την προσοχή μας στον Χριστό που πέθανε για μας και με
πίστη του παραδώσουμε τη ζωή μας. Που
λοιπόν η καύχησις; Εκλείσθη έξω. Διά ποίου νόμου; των έργων; Ουχί, αλλά διά του
νόμου της πίστεως (Ρωμ.γ:27).
Κάθε περηφάνια φεύγει επειδή υπάρχει ο νόμος της πίστης. Δηλαδή: η «δικαίωση εκ
πίστεως μόνο» αποκλείει κάθε καύχηση. Προσέξτε τι αποκλείει αυτό το δόγμα.
Συνεχίζεται