ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γέν.μβ:1-6
Και είδεν ο Ιακώβ ότι ευρίσκετο σίτος εν
Αιγύπτω· και είπεν ο Ιακώβ προς τους υιούς αυτού, Τι βλέπετε ο εις τον άλλον; Και
είπεν, Ιδού, ήκουσα ότι ευρίσκεται σίτος εν Αιγύπτω· κατάβητε εκεί και
αγοράσατε δι' ημάς εκείθεν, διά να ζήσωμεν και να μη αποθάνωμεν. Και κατέβησαν
οι δέκα αδελφοί του Ιωσήφ διά να αγοράσωσι σίτον εξ Αιγύπτου. τον Βενιαμίν
όμως, τον αδελφόν του Ιωσήφ, δεν απέστειλεν ο Ιακώβ μετά των αδελφών αυτού·
διότι είπε, Μήπως συμβή εις αυτόν συμφορά. Και ήλθον οι υιοί του Ισραήλ διά να
αγοράσωσι σίτον μεταξύ των εκεί ερχομένων· διότι η πείνα ήτο εν τη γη Χαναάν. Ο
Ιωσήφ δε ήτο ο διοικητής του τόπου· αυτός επώλει εις πάντα τον λαόν του τόπου·
ήλθον λοιπόν οι αδελφοί του Ιωσήφ και προσεκύνησαν αυτόν επί πρόσωπον έως
εδάφους.
Όταν η πείνα έφτασε και στη γη Χαναάν, ο
Ιακώβ άκουσε ότι υπάρχει στάρι στην Αίγυπτο και στέλνει 10 απ' τους γιους του
να φέρουν προμήθειες για την οικογένεια. Όμως κράτησε τον Βενιαμίν στο σπίτι
επειδή φοβήθηκε «Μήπως συμβεί εις αυτόν συμφορά», επειδή ήταν κι αυτός απ' την
αγαπημένη του Ραχήλ και τώρα ήταν ο πιο αγαπητός (μβ:1-4).