Βρισκόμαστε μαζί με τον Ιησού και
τους δύο μαθητές, στο δρόμο προς τους Εμμαούς.
Καθώς πλησίαζαν στην πόλη,
…αυτός προσεποιείτο ότι υπάγει μακρότερα· και παρεβίασαν αυτόν,
λέγοντες· Μείνον μεθ' ημών, διότι πλησιάζει η εσπέρα και έκλινεν η ημέρα. Και
εισήλθε διά να μείνη μετ' αυτών. Και αφού εκάθησε μετ' αυτών εις την τράπεζαν,
λαβών τον άρτον ευλόγησε και κόψας έδιδεν εις αυτούς. Αυτών δε διηνοίχθησαν οι
οφθαλμοί, και εγνώρισαν αυτόν. Και αυτός έγεινεν άφαντος απ' αυτών. Και είπον
προς αλλήλους· Δεν εκαίετο εν υμίν η καρδία ημών, ότε ελάλει προς ημάς καθ'
οδόν και μας εξήγει τας γραφάς; Και σηκωθέντες τη αυτή ώρα υπέστρεψαν εις
Ιερουσαλήμ, και εύρον συνηθροισμένους τους ένδεκα και τους μετ' αυτών, οίτινες
έλεγον ότι όντως ανέστη ο Κύριος και εφάνη εις τον Σίμωνα. Και αυτοί διηγούντο
τα εν τη οδώ και πως εγνωρίσθη εις αυτούς, ενώ έκοπτε τον άρτον (Λουκ.κδ:28-35).