Τρεις
εξουσιαστικές ομάδες εμφανίστηκαν σ’ αυτή τη σύνοδο:
(1) Oι Αθανασιακοί.
Βασικά, o Αθανάσιος, τριαδικός από την Αλεξάνδρεια, υποστήριξε ότι «ο Ιησούς είναι απόλυτα ίσος με τον Πατέρα. Είναι προϋπάρχον πρόσωπο και υπήρχε πάντοτε «παρά τω Πατρί». Είναι ακριβώς από την ίδια ουσία (ομοούσιος) με τον Πατέρα». Υπήρχε μια πολύ μικρή μειονότητα των δυτικών Επισκόπων στη Σύνοδο, η οποία συμφώνησε μαζί του (ήταν αυτοί που ήταν επηρεασμένοι από την Αλεξάνδρεια και το Νεοπλατωνισμό, συμπεριλαμβανομένου του τριαδικού Επισκόπου Όσιου).
(2) Οι Αρειανιστές.
Υπήρξε
μια μικρή μειοψηφία επισκόπων στην Σύνοδο που οδηγείτο από τον Άρειο. Βασικά, ο
Άρειος είπε, «ο Ιησούς δεν είναι Θεός, παρόλο που θα μπορούσε να ονομαστεί «θείος».
Είναι δημιούργημα του Θεού (του Πατέρα μόνο), άρα υπήρξε εποχή που δεν υπήρχε!
Δημιουργήθηκε από το τίποτα και είναι, επομένως, μια διαφορετική υπόσταση (ή
ουσία) από εκείνη του Θεού. Ο Άρειος πίστευε επίσης στην ουράνια προΰπαρξη
του Ιησού. Είχαν προηγηθεί αντίστοιχες ομάδες που πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν «αιώνας»
(κάποιου είδους θείο όν) ή ότι ήταν το υψηλότερο αγγελικό δημιούργημα,
ο άγγελος του Γιάχβε - μια φανέρωση του Χριστού πριν την ενσάρκωση σαν ο
αγγελιοφόρος-δούλος του Θεού. - Gen. 16:7 footnote, NIV Study Bible, Zondervan, 1985).
(3) Οι Ευσεβιανοί.
Μια
άλλη μειοψηφία επισκόπων οδηγούντο από τον Ευσέβιο Καισαρείας. Αυτοί ήταν
ημι-Αρειανοί (The American People's
Encyclopedia, 1954, p. 8-207). Συμφωνούσαν με τους Αρειανούς ότι ο
Ιησούς δεν ήταν Θεός και ότι δεν υπήρχε πάντοτε. Βασικά έλεγαν, «Ο Πατέρας (ο
Θεός μόνο) δημιούργησε τον Ιησού όχι από το τίποτα,(όπως πίστευε ο Άρειος,)
αλλά από μια ουσία παρόμοια (ομοούσια) με τη δική Του. Δεν είναι ίσος με τον
Θεό, αλλά υποδεέστερος, ακόμη κι αν είναι πάνω απ’ όλη την υπόλοιπη δημιουργία.
Από
τους υπόλοιπους:
(1) Η
αποστολική μερίδα ήταν παρούσα αφού αρκετοί από τους συμμετέχοντες είχαν
μονταλιστικές (μονοθεϊστικές) αντιλήψεις. Προεστότες της εκκλησίας ήταν ο
επίσκοπος Μάρκελλος της Άγκυρας, και ο επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος.
(2)
Η μεγάλη πλειοψηφία, (περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες) ίσως δεν
είχαν πραγματικά καταλάβει τη θεολογική διαμάχη, πιθανόν να είχαν κατά κύριο
λόγο δημώδεις μοναρχιανές αντιλήψεις.
Οι
εξουσιαστικές ομάδες ουσιαστικά απαίτησαν ο Χριστιανισμός να «εκσυγχρονίζεται»
με αδιαφάνεια. Για τον Αθανάσιο...ο Ιουδαϊσμός ήταν μια απεχθής,
αντιχριστιανική πίστη. «- p.74, When Jesus Became God, Harcourt, 1999.
Να
σημειώσουμε ότι αρχικά σαν τόπος διεξαγωγής της συνόδου είχε οριστεί η Άγκυρα
όπου επίσκοπος ήταν ο Μαρκέλλος.
Ωστόσο
οι αρειανοί είδαν την πόλη σαν εχθρικό προς αυτούς έδαφος, γιατί εκεί η
κρατούσα μερίδα ήταν η αποστολική (μονοθεϊστική) και η προσέλευσή τους
κινδύνευε με ματαίωση. Είναι σημαντικό ότι οι μονοθεϊστές - μονταλιστές,
(εν αντιθέσει με τις υπόλοιπες ομάδες) δεν είχαν δώσει δείγματα συνδιαλλαγής με
την κοσμική εξουσία. Έτσι ο Κωνσταντίνος μετέβαλλε τον τόπο της συνάντησης και
ορίστηκε η σύνοδος να γίνει στην Νίκαια.
Παρ ότι
η μεγάλη πλειοψηφία των επισκόπων στην σύνοδο δεν κατανοούσε την τριαδική
αντίληψη του Θεού, η αποφασιστικότητα και η δύναμη του αυτοκράτορα - που
υποστηριζόταν από τους Αλεξανδρινούς (που είχαν επηρεαστεί από το
Νεοπλατωνισμό) και τους επισκόπους της Δύσης, επικράτησε μετά από μήνες συζητήσεων.
Αρχικά ο Ευσέβιος Καισαρείας που είχε την αυτοκρατορική εύνοια παρουσίασε στη
σύνοδο την ομολογία πίστης της ομάδας του, αλλά δεν έγινε αποδεκτή.
Έτσι, ο
Κωνσταντίνος και κυρίως ο Όσιος, πήραν ένα άλλο δόγμα, που έμοιαζε πολύ μ’ αυτό
του Ευσέβιου, και μετέβαλαν το κείμενό του ώστε να εξυπηρετεί τους σκοπούς τους
και στην πορεία δημιούργησαν μια νέα, μη-λειτουργικού τύπου ομολογία...ένα
δόγμα σούπα.
Στο
κείμενο, πρόσθεσαν τη σημαντική έκφραση «Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού» (για
να ικανοποιηθούν οι αρειανιστές που πίστευαν τον Ιησού σαν κατώτερο θεό) «γεννηθέντα,
ου ποιηθέντα» (για να ικανοποιηθούν οι αθανασιαδικοί-τριαδικοί που αντιτίθενταν
στα περί «κτίσματος») και το «ομοούσιος τω Πατρί» προκειμένου να εξασφαλίσουν
την ψήφο της αποστολικής ομάδας των μαρκελλιανών (οι οποίοι με τον όρο αυτό
εννοούσαν ότι Πατήρ και Υιός ήταν «ταυτούσιοι» ήταν δηλαδή εν πρόσωπο και μία
υπόσταση). Αντίθετα οι δυαδικοί-τριαδικοί και μια μερίδα αρειανιστών με τον όρο
αυτό ενοούσαν «ομοιοούσιος».
Φαίνεται
ότι η αποστολική μερίδα (ευσταθιανοί, μαρκελλιανοί) υπερψήφισε τις
προτεινόμενες διατυπώσεις είτε επειδή οι συμμετέχοντες εξαπατήθηκαν από την
ορολογία, είτε φοβούμενοι την επικράτηση του Ευσέβιου ή των αρειανιστών (η
μητέρα του Κων/νου και μέλη της βασιλικής οικογένειας ευνοούσαν τη διδασκαλία
του Αρείου).
Μετά
την σύνοδο ο Ευσέβιος Καισαρείας διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με το «ομοούσιο».
Σίγουρα ήταν ένας αόριστος και μη τεχνικός όρος που ήταν ικανός να αναπτύξει
ένα αρκετά ευρύ φάσμα νοημάτων (Σύμφωνα με τον ιστορικό Gibbon ήταν ένας
μυστηριώδης όρος «τον οποίο κάθε μέρος ήταν ελεύθερο να τον ερμηνεύσει σύμφωνα
με τις ιδιαιτερότητες του δόγματός του» - σελ. 686, τ. 1, Random House).
Θα
μπορούσε, κατ’ αρχήν να το πάρει κανείς έτσι ώστε να σημαίνει ακριβή ομοιότητα
της ύπαρξης, αλλά θα μπορούσε επίσης να ερμηνευτεί ότι δεν υπονοεί κάτι
περισσότερο από ένα σημαντικό βαθμό ομοιότητας μεταξύ του Πατρός και του Υιού.
(Τον όρο είχε χρησιμοποιήσει ακόμα και ο Ωριγένης, για να δείξει απλά μια
ενότητα στο θέλω μεταξύ του Πατρός και του Υιού - σ. 46, Lohse) - το οποίο,
φυσικά, όλοι ήταν χαρούμενοι να επιβεβαιώσουν.
Απ’ την
άλλη μεριά, ο όρος δεν ήταν Γραφικός, είχε πολύ αμφίβολη θεολογική ιστορία, και
ήταν πράγματι ευαίσθητος, για επικίνδυνες παρερμηνείες.
Οι
τριαδικοί, ωστόσο, διαβεβαίωσαν τον Ευσέβιο ότι ομοούσιος σε αυτό το νέο δόγμα δεν
θα ερμηνευθεί με τον τρόπο που φοβόντουσαν (με την σημασία που του απέδιδαν οι
μοναρχιανοί-μονοθεϊστές) - σελ. 134, 135, Williston Walker, A History of the
Christian Church, 4th ed., Scribners,
1985.
Αφού ο
Ευσέβιος απέτυχε να πάρει μια συμβιβαστική λύση (αναφορικά με την «ουσία» ή την
«υπόσταση», αλλά συνέχιζε να απορρίπτει οποιαδήποτε υπόνοια τυχόν ισότητας του
Ιησού με το Θεό), ο αυτοκράτορας ενέκρινε την διατύπωση σαν την μόνη
συμβιβαστική λύση ανάμεσα στις 4 ορατές τάσεις
(ευσεβιανοί-αθανασιαδικοί-αρειανιστές-μαρκελλιανοί) και τις υποδιαιρέσεις τους
αναφορικά με την «ουσία» ή την «υπόσταση», και απαίτησε από την πλειοψηφία των
επισκόπων που ήταν παρόντες, να υπογράψουν το δόγμα, διαφορετικά θα εξοριζόταν
και θα αντιμετωπιζόταν σαν αιρετικοί.
Δεν
είναι πολύ περίεργο, εντούτοις, ότι η πλειοψηφία από αυτούς υπέγραψε (αν και οι
περισσότεροι δεν την υιοθέτησαν αργότερα). Ο Άρειος δεν υπέγραψε και αρχικά
εξορίστηκε. Είναι πραγματικά εκπληκτικό, ότι μόλις έφυγαν από την παρουσία του
αυτοκράτορα, τόσοι πολλοί παρέμειναν πιστοί στις Αρειανικές και Ημι-Αρειανικές
πεποιθήσεις τους. Όπως ο τριαδικός χριστιανός ιστορικός Kenneth Latourette
περιγράφει την κατάσταση:
Ο
Κωνσταντίνος εξόρισε τον Άρειο, διέταξε την ποινή του θανάτου για όσους δεν
συμμορφώνονται, και διέταξε το κάψιμο των βιβλίων που είχε γράψει ο Άρειος .. «.
- Σελ. 50-51, Christianity Through the
Ages, 1965, Harper ChapelBooks.
Αλλά η
μικρή μειοψηφία των δυτικών τριαδικών επισκόπων είχε κερδίσει.
Το νέο,
μη-Γραφικό σύμβολο της Νίκαιας απέκλεισε μόνο μια μερίδα αρειανιστών και
εισήγαγε μια δογματική φόρμουλα με την οποία όλοι θα μπορούσαν να συναινέσουν
με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (λόγω των πολλών διαφορετικών εννοιών που μπορούσαν
να δοθούν στον όρο ομοούσιος). « - Williston Walker, History, p. 135.
Πολλοί,
τριαδικοί και αρειανιστές θεώρησαν το ομοούσιο αντιγραφικό και πρωτάκουστο... -
Σελ. 41, Documents of the
Christian Church, 2nd ed., Bettenson,
1967, Oxford University Press.
Οι
αποφάσεις της Νίκαιας ήταν πραγματικά το έργο μιας μειοψηφίας, παρανοήθηκαν και
μισηθήκαν από πολλούς, ακόμη κι από εκείνους που δεν ήταν υποστηρικτές του
Αρείου. Ειδικότερα, οι όροι «εκ της ουσίας» και «ομοούσιος» προκάλεσαν
αντίδραση, με το αιτιολογικό ότι ήταν αντιγραφικοί, πρωτάκουστοι, ... και
μεταφυσικά λάθος». - Σελ. 41, Documents of
the Christian Church, 2nd ed., Bettenson,
1967, Oxford University Press.
H
φόρμουλα του Συμβόλου της Νίκαιας σχετικά με την ομοιότητα του Υιού (ομοούσιος =
ομοιοούσιος) με τον Πατέρα άργησε να κερδίσει τη γενική αποδοχή, παρά τις
προσπάθειες του Κωνσταντίνου να την επιβάλει. - Σελ. 72, The
Oxford Illustrated History of Christianity, John McManners, Oxford University Press, 1992.
Το
Σύμβολο της Νίκαιας, λοιπόν, δεν ήταν καθολικό. Παρόλα αυτά, θεωρείται σαν το
πρώτο οικουμενικό Σύμβολο της Καθολικής Εκκλησίας, ενώ στη μεταγενέστερη σύνοδο
του Ρίμινι-Σελευκείας (359), που την παρακολούθησαν περισσότεροι από
πεντακόσιοι επίσκοποι από Ανατολή και Δύση, υιοθετήθηκε πάλι το αρειανικό
δόγμα. Πολλές σύνοδοι έγιναν από τις επιμέρους ομάδες προσπαθώντας να θεωρηθούν
σαν «οικουμενικές» και το δόγμα τους σαν «καθολικό».
Εάν
κάποια σύνοδος αξίζει τον τίτλο «οικουμενική», αυτή φαίνεται να προκρίνεται,
αλλά το αποτέλεσμά της - η υιοθέτηση ενός Αρειανικού δόγματος – αργότερα
αποκηρύχθηκε από την Εκκλησία. Σύνοδοι των οποίων τα αποτελέσματα αργότερα
θεωρήθηκαν ανορθόδοξα, δεν έχασαν μόνο την ετικέτα «οικουμενική», αλλά σχεδόν
εξαφανίστηκαν από την επίσημη ιστορία της Εκκλησίας. - Σελ. 75, When
Jesus Became God, Harcourt, 1999. Ακόμα τα πλήρη αρχεία
των συζητήσεων κατά τη Σύνοδο της Νίκαιας καταστράφηκαν από τους επικρατούντες
Αθανασιακούς.
Μερίδα
αρειανιστών (οι ομοιουσιανοί) συμβιβάστηκε με τους τριαδικούς και αργότερα τα
δυο δόγματα συγχωνεύτηκαν απόλυτα. Η σύνοδος της Νίκαιας κόστισε στην εκκλησία
την ανεξαρτησία της. Μερίδα της εκκλησίας απ’ εδώ και στο εξής είναι
αυτοκρατορική και κυριαρχείται όλο και περισσότερο από τον αυτοκράτορα. Ανάλογα
με το ποιος είναι ο αρχηγός του κράτους και τις εκάστοτε πεποιθήσεις του, οι
αρειανοί (ευνομοιανοί), οι ημιαρειανοί (όμοιοι), οι τριαδικοί (αθανασιαδικοί)
και οι ομοιοουσιανοί ημιαρειανοί επίσκοποι ανεβοκατεβαίνουν τα σκαλιά της
εξουσίας της καθολικής εκκλησίας και εξοβελίζουν αντιπάλους μόλις επικρατήσουν.
Η
ενοποίηση κράτους και εκκλησίας, του Κωνσταντίνου, δεν ικανοποίησε όλους.. στην
πραγματικότητα απαιτούσε μια διανοητική και πνευματική μεταστροφή, δηλαδή αντί
η εκκλησία να μην έχει καμία σχέση με το πολιτικό σύστημα (βλ. Β’ Τιμ.γ:12,
Ιωάν.ιε:19-20) ήταν επιδοτούμενη και κατευθυνόταν από το παλάτι του Λατερανού
υπό την καθοδήγηση του Αυτοκράτορα. Είναι η αρχή του διωγμού της αποστολικής
μερίδας από το εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό καθεστώς, που συστηματοποιήθηκε
αργότερα επί Ιουστινιανού με την νομοθεσία κατά της αναβάπτισης.
Είδαμε ότι
μετά την σύνοδο της Νίκαιας οι ομάδες του καθολικισμού (τριαδικοί και
αρειανιστές) εναγκαλίστηκαν το κράτος και τις πρακτικές της κοσμικής εξουσίας.
«Στον
επίσκοπο Ρώμης (πάπα) δόθηκε το βασιλικό παλάτι του Λατερανού και μαγευτικές
νέες εκκλησίες.
Η
λειτουργία δανείστηκε τον επιβλητικό χαρακτήρα των επίσημων δημόσιων τελετών
στα γήπεδα και στις αρένες. Ακόμη, τα «επισκοπικά» δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία
σε αστικές υποθέσεις.» - Grant, pp. 220, 221.
Έγινε η
Βαβυλώνα η μεγάλη, η μητέρα των πορνών και των βδελυγμάτων της γης (ή η πόρνη –
Αποκ.ιζ:1-6, ιη:2-3), αν και είχε ξεκάθαρα προειδοποιηθεί.
Μοιχοί και μοιχαλίδες, δεν
εξεύρετε ότι η φιλία του κόσμου είναι έχθρα του Θεού; όστις λοιπόν θελήση να
ήναι φίλος του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται. – Ιακ.δ:4,5.
Αλλά,
για να πάμε λίγο πίσω, αυτός που επηρέασε περισσότερο τη σύνοδο της Νίκαιας
ήταν ο επίσκοπος Όσιος της Κόρντομπα, ο οποίος ουσιαστικά προήδρευσε στα
περισσότερα τμήματα της συνόδου. Ήταν ο αντιπρόσωπος του επισκόπου της Ρώμης
και ο πιο έμπιστος, σύμβουλος για τον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Ήταν προσηλωμένος στην τριαδική ιδέα. Είναι αυτός που έπεισε τελικά τον αυτοκράτορα να αποφασίσει υπέρ του δόγματος. Στην πραγματικότητα, ο Κωνσταντίνος στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά σ’ αυτόν τον σύμβουλο και δεν ενδιαφέρθηκε σχεδόν καθόλου για τις πραγματικές αποφάσεις της συνόδου αυτής (εκτός από το ότι θα έπρεπε να επιλυθούν οριστικά οι θρησκευτικές διαφωνίες στην αυτοκρατορία του).
«Ο
Κωνσταντίνος δεν είχε ουσιαστικά καμία απολύτως κατανόηση από τα ερωτήματα που
είχαν τεθεί στην ελληνική θεολογία»- p. 51, A Short History of Christian
Doctrine, Lohse, Fortress Press, 1985.