Η παραβολή του άσωτου γιου απεικονίζει
όλα τα στοιχεία της μετάνοιας (Λουκ.ιε:11-32).
Στην ιστορία αυτή, ο πλανεμένος γιος
κάποια στιγμή αναγνωρίζει την αμαρτία του και την απελπιστική κατάσταση στην
οποία βρίσκεται:
«Ελθών δέ εις έαυτόν» (Λουκ.ιε:17).
Μετά πήρε την απόφαση να επιστρέψει στο
σπίτι και να ζητήσει συγχώρεση:
«Σηκωθείς θέλω υπάγει πρός τόν πατέρα μου καί θέλω ειπεί πρός αυτόν· Πάτερ, ήμαρτον εις τόν ουρανόν καί ενώπιόν σου· καί δέν είμαι πλέον άξιος νά ονομασθώ υιός σου· κάμε με ως ένα τών μισθωτών σου» (Λουκ.ιε:18-19).
Τελικά, όντως άφησε το μέρος που
βρισκόταν, επίστρεψε στο σπίτι του πατέρα του και συντριμμένος ομολόγησε την
αμαρτία του (Λουκ.ιε:20-21).
Μια άλλη παραβολή μας δείχνει τη σωστή
στάση που πρέπει να έχει κάποιος όταν μετανοεί (Λουκ.ιη:9-14).
Ένας Φαρισαίος στεκόταν προσευχόμενος
στο Ναό, ευχαριστώντας το Θεό που δεν είχε διαπράξει αμαρτίες και καυχιόταν για
τα καλά του έργα.
Ένας τελώνης ήρθε κι αυτός για να προσευχηθεί,
αλλά πλησίασε το Θεό με ταπείνωση, χτυπώντας το στήθος του με επίγνωση της
κατάστασής του και εμφανή μεταμέλεια. Τα λόγια του ήταν:
«Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ».
Ο Ιησούς κατέκρινε τον αυτοδικαιούμενο
Φαρισαίο και επαίνεσε τον τίμιο και μετανοημένο τελώνη.
Η προσευχή του Δαβίδ μετά τη μοιχεία
που διέπραξε με τη Βηθσαβεέ, είναι ένα όμορφο παράδειγμα για το παιδί του Θεού
που έχει αμαρτήσει, γιατί το πνεύμα της προσευχής του είναι χαρακτηριστικό
ειλικρινούς μετάνοιας (Ψαλμ.να:1-4, 7, 9-12).
Η πηγή της Μετάνοιας.
Η μετάνοια είναι ένα μέρος της
σωτηρίας, έτσι η ευκαιρία και η ικανότητα να μετανοήσει κάποιος προέρχεται από
τη χάρη του Θεού.
Η χρηστότητα του Θεού οδηγεί τον άνθρωπο
σε μετάνοια (Ρωμ.β:4). Η «μετάνοια εις
ζωήν» είναι ένα δώρο που προμηθεύει ο Θεός (Πράξ.ια:18 Β’ Τιμ.β:25).
Μόνο ο Θεός μπορεί να δώσει αυτή τη
λύπη που φέρνει σε μετάνοια (Β’ Κορ.ζ:10). Όταν κάποιος μετανοεί, απλά ανταποκρίνεται
στο παγκόσμιο κάλεσμα του Θεού και εκούσια αποδέχεται το έργο της σωτηρίας Του.
Η μετάνοια μόνο δεν είναι σωτηρία,
ικανώνει όμως τον άνθρωπο να σωθεί, ξεκινώντας το έργο της σωτηρίας. Η μετάνοια
λοιπόν, έρχεται απ’ τη χάρη του Θεού δια της πίστεως. Ο άνθρωπος έρχεται σε
μετάνοια σε περιπτώσεις που η παρουσία του Θεού είναι έντονη, με το λόγο Του
και με πίστη σ’ Αυτόν.
Το Άγιο Πνεύμα είναι απόλυτα απαραίτητο
για να οδηγηθεί ο άνθρωπος σε μετάνοια. Ο Ιησούς είπε: «Και ελθών εκείνος θέλει ελέγξει τον κόσμον περί αμαρτίας, και περί δικαιοσύνης,
και περί κρίσεως» (Ιωάν.ις:8).
Ψυχολογικά τρυκ, κολπάκια και
τεχνάσματα δεν οδηγούν σε πραγματική μετάνοια.
Αντί να λέμε πολλά λόγια και να
προτείνουμε καταπειστικές τεχνικές που πανικοβάλουν και φοβίζουν τον άνθρωπο,
καλύτερα να προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια πνευματική ατμόσφαιρα.
Η προσπάθεια να καταπείσουμε με τα
λόγια και οι προειδοποιήσεις έχουν τη θέση τους, αλλά το πρωταρχικό μας
ενδιαφέρον πρέπει να είναι ν’ αφήσουμε το Άγιο Πνεύμα να κινηθεί ελεύθερα,
γιατί μόνο ο Θεός μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στον εαυτό Του (Ιωάν.ς:44).
Ο λόγος του Θεού έχει δύναμη να
οδηγήσει τον άνθρωπο σε μετάνοια, καθώς το Άγιο Πνεύμα τον τοποθετεί στην
καρδιά του. Καθώς κηρύττεται ο λόγος του Θεού, οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τις αμαρτίες
τους και την ανάγκη που έχουν για να σωθούν. Το κήρυγμα του Πέτρου την ημέρα
της Πεντηκοστής έφερε κατάνυξη και επιθυμία για μετάνοια: «Αφού δε ήκουσαν ταύτα, ήλθεν εις κατάνυξιν η καρδία αυτών, και είπον
προς τον Πέτρον και τους λοιπούς αποστόλους, Τι πρέπει να κάμωμεν, άνδρες
αδελφοί;» (Πράξ.β:37).
Το κήρυγμα του Ιωνά, έκανε ολόκληρη την
πόλη της Νινευή να μετανοήσει. Έτσι λοιπόν, για άλλη μια φορά, η έμφαση δεν
πρέπει να δίνεται σε ανθρώπινες ιδέες και τεχνικές, αλλά στον αγνό λόγο του
Θεού.
Οι κήρυκες πρέπει να κηρύττουν ενάντια
στην αμαρτία, να την προσδιορίζουν και να τη φανερώνουν για να μπορούν οι
αμαρτωλοί να καταλαβαίνουν τη θέση τους.
Ο Νάθαν ονόμασε με σαφήνεια την αμαρτία
του Δαβίδ, όπως έκανε κι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής με την αμαρτία του Ηρώδη. Ο
Ιωάννης είπε στους τελώνες:
«Μη εισπράττετε μηδέν περισσότερον παρά το διατεταγμένον εις
εσάς» και στους στρατιωτικούς «Μη βιάσητε μηδένα, μηδέ συκοφαντήσητε και αρκείσθε εις
τα σιτηρέσιά σας» (Λουκ.γ:12-14).
Στις μέρες μας, υπάρχει μια τάση να
μιλάμε με γενικότητες το λόγο του Θεού. Όπου η Γραφή φανερώνει την αμαρτία,
πρέπει να είμαστε σαφείς. Αν εμείς κηρύξουμε το λόγο του Θεού όπως είναι, ο
Θεός θα τον τοποθετήσει όμορφα στις καρδιές των ανθρώπων. Η ακοή του λόγου του
Θεού φέρνει πίστη (Ρωμ.ι:17) κι αυτή η πίστη θα ικανώσει τον άνθρωπο να
υπακούσει στην εντολή να μετανοήσει.
Η μετάνοια έρχεται σαν αποτέλεσμα της
δύναμης του Πνεύματος του Θεού που ελέγχει την αμαρτία, από το άκουσμα του
λόγου του Θεού και την παρόρμηση της πίστης στο Θεό που τώρα έχει ξυπνήσει. Απ’
τη μεριά του Θεού, είναι ένα δώρο που ικανώνει τον άνθρωπο να σωθεί. Απ’ τη
μεριά του ανθρώπου, είναι η πρώτη εκούσια πράξη πίστης προς το Θεό.
Η εντολή για μετάνοια.
Η μετάνοια είναι απόλυτα αναγκαία για
την σωτηρία. Η Βίβλος λέει ότι όλοι πρέπει να μετανοήσουν. Όταν αμάρτησε ο
Αδάμ, ο Θεός τον ρώτησε και περίμενε κάποια ομολογία (Γέν.γ:9-13).
Στις μέρες του Νώε, ο Θεός κατέστρεψε
τους πάντες και τα πάντα εκτός από οχτώ ψυχές, επειδή οι άνθρωποι δεν μετανοούσαν.
Λυπήθηκε όμως κι έκανε έλεος στην αμαρτωλή Νινευή μόνο και μόνο επειδή οι
κάτοικοί της μετανόησαν όταν τους κήρυξε ο Ιωνάς.
Στον Ιεζεκιήλ, ο Θεός ικετεύει τον
Ισραήλ για μετάνοια (Ιεζ.ιη:30-32, λγ:11).
Σ’ αυτά τα εδάφια φαίνεται η συμπόνια του
Θεού, η ανάγκη για μετάνοια και ο ορισμός της μετάνοιας, ότι είναι η επιστροφή
από την αμαρτία στον Θεό.
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής κήρυξε δυναμικά
τη μετάνοια (Ματθ.γ:1-11 Μάρκ.α:4-5 Λουκ.γ:3-9) και το ίδιο έκανε ο Ιησούς λέγοντας:
«Μετανοείτε διότι επλησίασεν η βασιλεία
τών ουρανών» (Ματθ.δ:17).
«μετανοείτε καί πιστεύετε εις τό
ευαγγέλιον» (Μάρκ.α:15).
«Ουχί, σάς λέγω, αλλ' εάν δέν
μετανοήτε, πάντες ομοίως θέλετε απολεσθή»
(Λουκ.ιγ:3, 5).
Ο Ιησούς, έστειλε τους μαθητές Του να κηρύξουν
μετάνοια (Μάρκ.ς:12) και λίγο πριν αναληφθεί τους εμπιστεύθηκε αυτή την
αποστολή (Λουκ.κδ:47). Ο Πέτρος κήρυξε για μετάνοια (Πράξ.β:38, γ:19) και το
ίδιο έκανε ο Παύλος (Πράξ.κς:20).
Ο Παύλος είπε στους Αθηναίους: «Τούς
καιρούς λοιπόν τής αγνοίας παραβλέψας ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τούς ανθρώπους
πανταχού νά μετανοώσι» (Πράξ.ιζ:30).
Τον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης ο Θεός
δεν κρατούσε τα έθνη υπόλογα για κάθε εντολή του Μωσαϊκού νόμου επειδή
αγνοούσαν το Νόμο. Παρόλα αυτά, ο Θεός τα έκρινε με τον νόμο της συνείδησης και
τους φυσικούς νόμους και τα βρήκε ένοχα ακόμα και σ’ αυτή τη βάση
(Ρωμ.β:12-16).
Τον καιρό της Καινής Διαθήκης, οι
Εβραίοι και οι Εθνικοί κρίνονται πάνω στην ίδια βάση, αφού όλοι ακούν την ίδια
κλήση για μετάνοια.
Ο Θεός δεν καθυστερεί, αλλά «μακροθυμεί
εις ημάς, μή θέλων νά απολεσθώσι τινες, αλλά πάντες νά έλθωσιν εις μετάνοιαν»
(Β’ Πέτρ.γ:9).
Τι συμβαίνει στη Μετάνοια;
Τη στιγμή της μετάνοιας, ο άνθρωπος
ξεκινά ν’ αφήνει το Θεό να εργαστεί στη ζωή του. Αποφασίζει να αποστραφεί την αμαρτία
και να στραφεί στο Θεό κι έτσι Του επιτρέπει να στραφεί σ’ αυτόν.
Ένα μέρος αυτής της απόφασης να
αποστραφεί την αμαρτία, είναι το γεγονός ότι ο Θεός τον ικανώνει να ξεκόψει από
αμαρτωλές συνήθειες κι επιθυμίες (τσιγάρο, βλασφημία κτλ).
Ένα μέρος της απόφασης να στραφεί στο Θεό,
είναι το γεγονός ότι ο Θεός επιτρέπει στον άνθρωπο να έχει προσωπική κοινωνία
μαζί Του.
Από τότε που ο Αδάμ και η Εύα
αμάρτησαν, η αμαρτία έχει αποχωρίσει τον άνθρωπο από το Θεό, γιατί αμαρτωλός άνθρωπος
δεν μπορεί να έχει κοινωνία με τον Άγιο Θεό.
Όταν ο άνθρωπος μετανοεί από την
αμαρτία, μπορεί να έχει και πάλι κοινωνία με το Θεό, στη βάση του
αντικαταστατικού θανάτου του Ιησού Χριστού.
Η μετάνοια μετακινεί το εμπόδιο που ύψωσε
η αμαρτία και επιτρέπει στον άνθρωπο και το Θεό ν’ αρχίσουν μια προσωπική σχέση.
Η μετάνοια λοιπόν, καθιστά ικανό ένα άτομο να βαπτιστεί στο νερό και να γεμίσει
με το Άγιο Πνεύμα.